Αμφισβήτησε το συντηρητισμό απ' όπου κι αν προέρχονταν αυτός είτε απο τη σχολή της Αθήνας είτε από τη σχολή του Μονάχου.
Γιώργος Βαλταδώρος |
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Καρδίτσα με την πολυμελή οικογένειά του (6 παιδιά), όπου τελείωσε το Δημοτικό και τις τέσσερις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Από αυτά τα χρόνια σώζονται κάποια σκίτσα, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και δείχνουν ένα πρόωρο ταλέντο. Τις δυο τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου τις έκανε στην Αθήνα στην Ιόνιο σχολή και στο Γ' γυμνάσιο της οδού Δημοκρίτου. Το 1917 εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας χωρίς ποτέ του να παρακολουθήσει μαθήματα. Την εγκαταλείπει μετά από 2 χρόνια και το 1919 εγγράφεται στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών την οποία εγκαταλείπει το 1920, χωρίς να είναι γνωστοί οι δάσκαλοί του. Το 1921 φεύγει στο Μόναχο και εγγράφεται στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών.
Από την εποχή της σχολής του Μονάχου είναι γνωστά τα κείμενά του, πραγματικά προφητικά, για την άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος του Χίτλερ, καθώς και η γνωριμία του με την Ελληνίδα ζωγράφο Ερασμία Μπερτσά. Το 1924 φεύγει στο Παρίσι ασφυκτιώντας στο κοινωνικό κλίμα του Μονάχου κι εκεί εγγράφεται στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών. Στη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι συνδέεται με βαθιά φιλία με το Ψυχάρη. Το κοινό τους πάθος για το Δημοτικισμό τους οδήγησε σε μια φιλία που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Τα χρόνια που έζησε στο Παρίσι παρακολουθούσε τα δρώμενα αυτής της πόλης στα εικαστικά. Από την εποχή του Παρισιού έχουν σωθεί οι θεωρητικές του μελέτες για το έργο των Σεζάν, Θεοτοκόπουλου, Γκωγκέν,, Βαν Γκογκ, κ.α.
Το 1927 επιστρέφει στην Ελλάδα γιατί η τόσο ευαίσθητη υγεία του δεν επιτρέπει την παραμονή του στην Ευρώπη. Εγκαθίσταται αρχικά στο Μαρούσι. Δουλεύει όσο του επιτρέπει η υγεία του η οποία συνεχώς χειροτερεύει. Το 1928 ανεβαίνει στην Κηφισιά προσπαθώντας να βελτιώσει την υγεία του χωρίς αποτέλεσμα. Στις 15 Νοεμβρίου του 1930 αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 33ών ετών.
Μακέτα σκηνικού θεάτρου 1929. Ελαιογραφία 29Χ44 εκ. |
Ο Γιώργος Βαλταδώρος στη
σύντομη ζωή του δεν εξέθεσε έργα του ποτέ. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που
ανέφερε σε ένα από τα κείμενά του ο ποιητής Μαλακάσης, της φιλολογικής
συντροφιάς του Βαλταδώρου. Γράφει πως όταν ζητούσαν να δουν τους πίνακές του
απαντούσε ότι "δεν είναι ακόμη έτοιμος.... Όσο ζούσε αναφέρεται ότι ένα
μοναδικό του έργο είχε εκτεθεί για λίγο χρονικό διάστημα στην αίθουσα του
σιδηροδρομικού σταθμού του Αμαρουσίου.
Το 1984 πραγματοποιείται η πρώτη έκθεση έργων του για τα πενήντα χρόνια από το θάνατό του στην αίθουσα του Παρνασσού. Έργα του υπάρχουν στη Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας τα οποία δώρισε η ανιψιά το Ελισσάβετ Γιαννίκα, κληρονόμος των αδερφών του. Εκτός από τη συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης Καρδίτσας, δυο έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη και ελάχιστα σε ιδιωτικές συλλογές. Τα περισσότερα έργα της συλλογής είναι της εποχής του Παρισιού και της Ελλάδας μετά την επιστροφή του και ως το θάνατό του. Υπάρχει επίσης και μια σειρά μακέτες για το θέατρο. Όλα αυτά τα έργα φέρουν υπογραφή και χρονολογία. Στα έργα αυτά υπάρχει επιρροή από τα υστεροκυβιστικά διδάγματα της Σχολής του Παρισιού, τα οποία αναπτύσσει με έναν εντελώς προσωπικό τρόπο, με τη δημιουργία ενός ιδιόμορφου πρισματικού κυβισμού. Αυτό τον απομακρύνει από τους κλασσικούς κυβιστές καθώς επίσης και η έντονη κίνηση και τα χρώματά του. Αυτά είναι καθαρά, λαμπερά, πλακάτα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, πράσινα, βερονάλ κ.α. τα οποία μας παραπέμπουν στον Ορφικό Κυβισμό του Ντελωναί και της Σόνιας Τέρκ.
Η φυγή από το Μόναχο την εποχή της ανόδου του Χίτλερ και το πάθος του για το δημοτικισμό δείχνουν μια προσωπικότητα με βαθύτατο κοινωνικό προβληματισμό και αγωνία για το μέλλον του κόσμου. Σε αντίθεση με τους κυβιστές υπάρχει ένας κατακερματισμός του χρώματος και μια διάθεση αφαίρεσης. Τα θέματά του είναι μέσα στο κλίμα της εποχής, έτσι όπως δειλά - δειλά αρχίζουν να εμφανίζονται στον Ελλαδικό χώρο, αφορούν όψεις της σύγχρονης πόλης και της μοντέρνας ζωής με εικόνες από αστικούς χώρους, κτήρια, θεατρικές σκηνές, καμπαρέ, τεχνικές σκηνές κ.α. Η θεματογραφία του κι ο τρόπος με τον οποίο την διαπραγματεύεται δείχνουν έναν τολμηρό καλλιτέχνη της ζωγραφικής του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα, ο οποίος τόλμησε να δημιουργήσει έργα τα οποία άσχετα αν έγιναν μέσα ή έξω από αυτή, απουσίαζαν από την έως τότε εμπρεσιονιστική και ηθογραφική ζωγραφική.
Ο όρος που του απέδωσε ο Εγγονόπουλος ήταν ότι ο Βαλταδώρος υπήρξε τολμηρή και ανήσυχη προσωπικότητα στη ζωγραφική του, αλλά και στους τρόπους και την εμφάνισή του. Αμφισβήτησε το συντηρητισμό απ' όπου κι αν προέρχονταν αυτός είτε απο τη σχολή της Αθήνας είτε από τη σχολή του Μονάχου.
Το 1984 πραγματοποιείται η πρώτη έκθεση έργων του για τα πενήντα χρόνια από το θάνατό του στην αίθουσα του Παρνασσού. Έργα του υπάρχουν στη Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας τα οποία δώρισε η ανιψιά το Ελισσάβετ Γιαννίκα, κληρονόμος των αδερφών του. Εκτός από τη συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης Καρδίτσας, δυο έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη και ελάχιστα σε ιδιωτικές συλλογές. Τα περισσότερα έργα της συλλογής είναι της εποχής του Παρισιού και της Ελλάδας μετά την επιστροφή του και ως το θάνατό του. Υπάρχει επίσης και μια σειρά μακέτες για το θέατρο. Όλα αυτά τα έργα φέρουν υπογραφή και χρονολογία. Στα έργα αυτά υπάρχει επιρροή από τα υστεροκυβιστικά διδάγματα της Σχολής του Παρισιού, τα οποία αναπτύσσει με έναν εντελώς προσωπικό τρόπο, με τη δημιουργία ενός ιδιόμορφου πρισματικού κυβισμού. Αυτό τον απομακρύνει από τους κλασσικούς κυβιστές καθώς επίσης και η έντονη κίνηση και τα χρώματά του. Αυτά είναι καθαρά, λαμπερά, πλακάτα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, πράσινα, βερονάλ κ.α. τα οποία μας παραπέμπουν στον Ορφικό Κυβισμό του Ντελωναί και της Σόνιας Τέρκ.
Χορεύτριες 1927. Ελαιογραφία 29Χ45 εκ. |
Η φυγή από το Μόναχο την εποχή της ανόδου του Χίτλερ και το πάθος του για το δημοτικισμό δείχνουν μια προσωπικότητα με βαθύτατο κοινωνικό προβληματισμό και αγωνία για το μέλλον του κόσμου. Σε αντίθεση με τους κυβιστές υπάρχει ένας κατακερματισμός του χρώματος και μια διάθεση αφαίρεσης. Τα θέματά του είναι μέσα στο κλίμα της εποχής, έτσι όπως δειλά - δειλά αρχίζουν να εμφανίζονται στον Ελλαδικό χώρο, αφορούν όψεις της σύγχρονης πόλης και της μοντέρνας ζωής με εικόνες από αστικούς χώρους, κτήρια, θεατρικές σκηνές, καμπαρέ, τεχνικές σκηνές κ.α. Η θεματογραφία του κι ο τρόπος με τον οποίο την διαπραγματεύεται δείχνουν έναν τολμηρό καλλιτέχνη της ζωγραφικής του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα, ο οποίος τόλμησε να δημιουργήσει έργα τα οποία άσχετα αν έγιναν μέσα ή έξω από αυτή, απουσίαζαν από την έως τότε εμπρεσιονιστική και ηθογραφική ζωγραφική.
Ο όρος που του απέδωσε ο Εγγονόπουλος ήταν ότι ο Βαλταδώρος υπήρξε τολμηρή και ανήσυχη προσωπικότητα στη ζωγραφική του, αλλά και στους τρόπους και την εμφάνισή του. Αμφισβήτησε το συντηρητισμό απ' όπου κι αν προέρχονταν αυτός είτε απο τη σχολή της Αθήνας είτε από τη σχολή του Μονάχου.
Το 1928 δημοσιεύεται η συλλογή διηγημάτων του "ΟΣΟΙ ΖΗΣΟΥΝ" με πρόλογο του Πάυλου Νιρβάνα Την Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014 στις 7.30 μ.μ , ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Τρικάλων και ο ΦΙ.ΛΟ.Σ Τρικάλων παρουσιάζουν ένα αφιέρωμα στο συγγραφέα Γιώργο Βαλταδώρο. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στις Κηρήθρες, Γλάδστωνος 13, Τρίκαλα. |
Πηγή: Λεύκωμα έκδοσης
Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καρδίτσας 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου