Από τον Κέδρο , τον Νοέμβρη
"Πριν από εσένα ήσουν εσύ;/ Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας./ Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα/ τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι/ μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι/ πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο./ Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε»."
Δέκα άγνωστα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου φέρνει στο φως το
ΑΠΕ-ΜΠΕ, με αποκλειστική προδημοσίευση από την ανέκδοτη συλλογή του μεγάλου
ποιητή «Το Υπερώον», που κυκλοφορεί τον Νοέμβριο από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος.
Είναι 72 ολιγόστιχα πεζόμορφα ποιητικά, στο πολυτονικό σύστημα, που γράφτηκαν
το 1985.
Πρόκειται για μία ακόμη αποδέσμευση δημιουργημάτων του Ρίτσου, έχοντας την έγκριση της κόρης του Έρης, αποδέσμευση από το απέραντο ωκεανό ποιημάτων του ανθρώπου ο οποίος δεν δίσταζε να γράφει αενάως, αδιαφορώντας για τους επικριτές αυτής της πληθωρικής ή και «πληθωριστικής» -κατ” άλλους- επιμονής του.
Άλλωστε, ήδη από το 1977, στο πεζοποίημα «Το τερατώδες Αριστούργημα», ένα έργο εκπληκτικού μοντερνισμού ελληνικής προέλευσης, έχει απαντήσει ευθέως : «…και μ” ακοντίζανε οι νωθροί τις κατηγορίες του κομπογιαννίτη και του πολυγράφου κι από κοντά τους με σεγκοντάριζαν γαυγίζοντας τα σκυλιά της Ασφάλειας, όμως εγώ χαμογελούσα κι” έκρυβα κάτω απ΄το κρεβάτι μου τα εννιά μου χιλιάδες περιστέρια … γονάτιζα στο χώμα και έπλενα στοργικά τα πόδια των εκτελεσμένων».
Τα πρωτοφανέρωτα υπερώα ποιήματα είναι γραμμένα κυρίως με μια υπαρξιακή υπερ- οπτική, χωρίς βέβαια να αποξενώνονται από τον αγωνιστικό μύθο, ο οποίος όμως ενυπάρχει ως αχλή και ως μοτίβο.
Από θεματική και μορφική όψη αντιστοιχούν στο κλίμα των ποιητικών εγκολπίων «Μαρτυρίες» (1966) και «Λοιπόν;» (1978), όπου η ελλειπτικότητα έχει δώσει τη θέση της στην υψηλόφρονα διατύπωση του επαναστατικού οίστρου, η οποία κυριαρχεί στα στρατευμένα έργα του.
Από το «Υπερώον» του, από το υπερυψωμένο δώμα του, από τον πανοπτικό του εξώστη, «ο ποιητής της Ρωμιοσύνης» μετεξελίσσεται σε ποιητή της εσωτερικότητας, παρατηρώντας τα συμβάντα του καθημερινού βίου, διαλεγόμενος με το αίνιγμα, το μυστήριο, το χρόνο, τα πρόσωπα, τα προσωπεία, τη φθορά, τον έρωτα, το θάνατο.
Με ομιλία κρυπτική, με γοητευτικά μισόλογα, με θρυμματισμένα νοήματα -όπως κάποιος που δεν θέλει να προδώσει τα αθέατα και σου μιλάει με τα μάτια- ο Ρίτσος οδηγεί τον λάτρη της ποίησης στην απόλαυση. Ακόμη και αν -ενίοτε- η αφήγηση και τα σύμβολα είναι προβλέψιμα, ακόμη και αν η εξέλιξη δείχνει αναμενόμενη, η περιεκτικότητα και η συμπύκνωση της γραφής του αποτελούν αναμέτρηση του Ρίτσου με τον εαυτό του, συνιστώντας την καλύτερη απάντηση σε όσους μένουν μόνο στον ποιητή των μακροπερίοδων συνθέσεων.
Μιλάμε για μικροσημειώματα μεγάλων ψυχικών εικονογραφήσεων, σκιαγραφήσεις αντιηρωϊκών καταστάσεων, έντεχνες αποσιωπήσεις, ζωγραφική λέξεων άλλοτε στο όλον φως και άλλοτε στο τρεμάμενο ημίφως, για στιγμιότυπα από το σκληρό αστικό πεδίο αλλά και το υπονοούμενο εφηβικό Μονεμβασιώτικο τοπίο. Ποιήματα -πεζολογικά ορισμένες φορές- όμως γεμάτα με αντικείμενα μνήμης και βιώματος. Με τους καθρέφτες, τις οπλές των αλόγων, τις αξίνες και τη λάμπα, αλλά και το ασανσέρ, το φαρμακείο, την πολυκατοικία, την εφημερίδα, τον τροχονόμο -λέξεις ενσωματωμένες ως παραστατική κυριολεξία αλλά και ως συμβολισμός.
Και βέβαια, εκεί που η διήγηση βαδίζει χρονικά ευθύγραμμα, ιδού η υπέρβαση του χρόνου, με την εμφάνιση στο ποίημα προσώπων από τους αρχαίους μύθους, με παρόντα τον Αχιλλέα και παρούσα την Άρτεμη.
Πρόκειται για μία ακόμη αποδέσμευση δημιουργημάτων του Ρίτσου, έχοντας την έγκριση της κόρης του Έρης, αποδέσμευση από το απέραντο ωκεανό ποιημάτων του ανθρώπου ο οποίος δεν δίσταζε να γράφει αενάως, αδιαφορώντας για τους επικριτές αυτής της πληθωρικής ή και «πληθωριστικής» -κατ” άλλους- επιμονής του.
Άλλωστε, ήδη από το 1977, στο πεζοποίημα «Το τερατώδες Αριστούργημα», ένα έργο εκπληκτικού μοντερνισμού ελληνικής προέλευσης, έχει απαντήσει ευθέως : «…και μ” ακοντίζανε οι νωθροί τις κατηγορίες του κομπογιαννίτη και του πολυγράφου κι από κοντά τους με σεγκοντάριζαν γαυγίζοντας τα σκυλιά της Ασφάλειας, όμως εγώ χαμογελούσα κι” έκρυβα κάτω απ΄το κρεβάτι μου τα εννιά μου χιλιάδες περιστέρια … γονάτιζα στο χώμα και έπλενα στοργικά τα πόδια των εκτελεσμένων».
Τα πρωτοφανέρωτα υπερώα ποιήματα είναι γραμμένα κυρίως με μια υπαρξιακή υπερ- οπτική, χωρίς βέβαια να αποξενώνονται από τον αγωνιστικό μύθο, ο οποίος όμως ενυπάρχει ως αχλή και ως μοτίβο.
Από θεματική και μορφική όψη αντιστοιχούν στο κλίμα των ποιητικών εγκολπίων «Μαρτυρίες» (1966) και «Λοιπόν;» (1978), όπου η ελλειπτικότητα έχει δώσει τη θέση της στην υψηλόφρονα διατύπωση του επαναστατικού οίστρου, η οποία κυριαρχεί στα στρατευμένα έργα του.
Από το «Υπερώον» του, από το υπερυψωμένο δώμα του, από τον πανοπτικό του εξώστη, «ο ποιητής της Ρωμιοσύνης» μετεξελίσσεται σε ποιητή της εσωτερικότητας, παρατηρώντας τα συμβάντα του καθημερινού βίου, διαλεγόμενος με το αίνιγμα, το μυστήριο, το χρόνο, τα πρόσωπα, τα προσωπεία, τη φθορά, τον έρωτα, το θάνατο.
Με ομιλία κρυπτική, με γοητευτικά μισόλογα, με θρυμματισμένα νοήματα -όπως κάποιος που δεν θέλει να προδώσει τα αθέατα και σου μιλάει με τα μάτια- ο Ρίτσος οδηγεί τον λάτρη της ποίησης στην απόλαυση. Ακόμη και αν -ενίοτε- η αφήγηση και τα σύμβολα είναι προβλέψιμα, ακόμη και αν η εξέλιξη δείχνει αναμενόμενη, η περιεκτικότητα και η συμπύκνωση της γραφής του αποτελούν αναμέτρηση του Ρίτσου με τον εαυτό του, συνιστώντας την καλύτερη απάντηση σε όσους μένουν μόνο στον ποιητή των μακροπερίοδων συνθέσεων.
Μιλάμε για μικροσημειώματα μεγάλων ψυχικών εικονογραφήσεων, σκιαγραφήσεις αντιηρωϊκών καταστάσεων, έντεχνες αποσιωπήσεις, ζωγραφική λέξεων άλλοτε στο όλον φως και άλλοτε στο τρεμάμενο ημίφως, για στιγμιότυπα από το σκληρό αστικό πεδίο αλλά και το υπονοούμενο εφηβικό Μονεμβασιώτικο τοπίο. Ποιήματα -πεζολογικά ορισμένες φορές- όμως γεμάτα με αντικείμενα μνήμης και βιώματος. Με τους καθρέφτες, τις οπλές των αλόγων, τις αξίνες και τη λάμπα, αλλά και το ασανσέρ, το φαρμακείο, την πολυκατοικία, την εφημερίδα, τον τροχονόμο -λέξεις ενσωματωμένες ως παραστατική κυριολεξία αλλά και ως συμβολισμός.
Και βέβαια, εκεί που η διήγηση βαδίζει χρονικά ευθύγραμμα, ιδού η υπέρβαση του χρόνου, με την εμφάνιση στο ποίημα προσώπων από τους αρχαίους μύθους, με παρόντα τον Αχιλλέα και παρούσα την Άρτεμη.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες, / για σιωπηλά εφόδια,/ για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες/ όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ΄το παράθυρο,/ όταν δύο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο/ λαθραία υφάσματα,/ όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη, με ριγέ πιτζάμες,/ κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως,/ κι η θάλασσα μας πλησιάζει/ όλους ανεξαιρέτως/ διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.
Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες, / για σιωπηλά εφόδια,/ για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες/ όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ΄το παράθυρο,/ όταν δύο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο/ λαθραία υφάσματα,/ όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη, με ριγέ πιτζάμες,/ κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως,/ κι η θάλασσα μας πλησιάζει/ όλους ανεξαιρέτως/ διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.
Ο
ΩΡΑΙΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ
Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια./ Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε./ Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε./ Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα./ Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου/ μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι/ στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός,/ φορώντας τις λευκές σου μπότες.
Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια./ Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε./ Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε./ Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα./ Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου/ μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι/ στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός,/ φορώντας τις λευκές σου μπότες.
ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΟ
Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες/ διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις./ Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο./ Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο/ πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. / Η νύχτα/ διαστέλλονταν πάνω απ΄την πόλη./ Κι εσύ/ απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,/ έχοντας μόνο άλλοθι το άστρο.
Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες/ διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις./ Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο./ Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο/ πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. / Η νύχτα/ διαστέλλονταν πάνω απ΄την πόλη./ Κι εσύ/ απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,/ έχοντας μόνο άλλοθι το άστρο.
ΧΩΡΟΣ
ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ
Πίσω απ΄τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά,/ σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,/ τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, / πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους/ ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,/ σαν άστρο παραμελημένο,/ έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα./ Μαζί κι εγώ.
Πίσω απ΄τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά,/ σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,/ τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, / πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους/ ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,/ σαν άστρο παραμελημένο,/ έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα./ Μαζί κι εγώ.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
Πριν από εσένα ήσουν εσύ;/ Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας./ Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα/ τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι/ μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι/ πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο./ Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».
Πριν από εσένα ήσουν εσύ;/ Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας./ Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα/ τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι/ μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι/ πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο./ Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».
ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ
Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,/ τα΄δες απ΄την κλειδαρότρυπα- λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου. / Καλύτερα λοιπόν/ να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ΄ακούσουν.
Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,/ τα΄δες απ΄την κλειδαρότρυπα- λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου. / Καλύτερα λοιπόν/ να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ΄ακούσουν.
ΤΟ
ΑΔΙΑΒΑΤΟ
Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν./ Δεν το περηφανεύονταν ωστόσο./ Έσπασε το θερμόμετρο,/ ο υδράργυρος σκόρπισε./ Σαν φτάσαμε στα σύνορα/ μας σταμάτησαν./ Τα ψεύτικα διαβατήρια / ήταν έγκυρα./ Εμείς δεν περάσαμε.
Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν./ Δεν το περηφανεύονταν ωστόσο./ Έσπασε το θερμόμετρο,/ ο υδράργυρος σκόρπισε./ Σαν φτάσαμε στα σύνορα/ μας σταμάτησαν./ Τα ψεύτικα διαβατήρια / ήταν έγκυρα./ Εμείς δεν περάσαμε.
ΔΗΜΟΣΙΟ
ΠΑΡΚΟ
Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος./ Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της / λάμπουν ωραία. Όμως, προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου/ να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.
Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος./ Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της / λάμπουν ωραία. Όμως, προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου/ να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.
ΥΑΛΟΥΡΓΕΙΑ
Οι φούρνοι των υαλουργείων. Φλόγες, διαθλάσεις,/ κρυστάλλινες μορφές, αγαλμάτια, δοχεία./ Το σώμα της Άρτεμης διάφανο,/ ο κλόουν, ο υπνοβάτης, η θλιμμένη χελώνα,/ τα δίδυμα άλογα. Σχήματα οικεία-/ μακρινές μνήμες επιστρέφοντας στον εαυτό τους, / πραγματωμένη διαφάνεια. Πρόσεχε- είπε- /αχ, η ονειρεμένη, η εύθραυστη, διαψευσμένη, / η προδοτική.
Οι φούρνοι των υαλουργείων. Φλόγες, διαθλάσεις,/ κρυστάλλινες μορφές, αγαλμάτια, δοχεία./ Το σώμα της Άρτεμης διάφανο,/ ο κλόουν, ο υπνοβάτης, η θλιμμένη χελώνα,/ τα δίδυμα άλογα. Σχήματα οικεία-/ μακρινές μνήμες επιστρέφοντας στον εαυτό τους, / πραγματωμένη διαφάνεια. Πρόσεχε- είπε- /αχ, η ονειρεμένη, η εύθραυστη, διαψευσμένη, / η προδοτική.
Τ΄ΑΣΠΡΑ
ΒΟΤΣΑΛΑ
Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι/ λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει/ από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας/ δεν υποπτεύεται με το ριψοκίνδυνες/ καταδύσεις τ΄ανέβασες. Με τι / στερήσεις κι αρνήσεις τ΄απέσπασες/ από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι΄αυτό/ λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια/ ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ/ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά Λακωνίας και πέθανε στις 11 Νοεμβρίου του 1990 στην Αθήνα. Πιστός στο όραμα μιας κομμουνιστικής κοινωνίας πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του σε φυλακές και εξορίες. Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 τιμήθηκε ως ποιητής από όλους σχεδόν τους χώρους.
Σήμερα, 23 χρόνια μετά τον θάνατό του, στέκεται στο Υπερώο του και «διαβάζει» ένα μυριοστό, κάθε φορά, από το αποθησαυρισμένο έργο του. Έργο που, ποιος ξέρει για χρόνια, θα απασχολεί θαυμαστές και μη…
Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι/ λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει/ από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας/ δεν υποπτεύεται με το ριψοκίνδυνες/ καταδύσεις τ΄ανέβασες. Με τι / στερήσεις κι αρνήσεις τ΄απέσπασες/ από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι΄αυτό/ λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια/ ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ/ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά Λακωνίας και πέθανε στις 11 Νοεμβρίου του 1990 στην Αθήνα. Πιστός στο όραμα μιας κομμουνιστικής κοινωνίας πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του σε φυλακές και εξορίες. Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 τιμήθηκε ως ποιητής από όλους σχεδόν τους χώρους.
Σήμερα, 23 χρόνια μετά τον θάνατό του, στέκεται στο Υπερώο του και «διαβάζει» ένα μυριοστό, κάθε φορά, από το αποθησαυρισμένο έργο του. Έργο που, ποιος ξέρει για χρόνια, θα απασχολεί θαυμαστές και μη…
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ