Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ποιητής Ηλίας Κεφάλας


"Έμπνευση είναι η στιγμή που αιωρείται πάνω στη λουλουδιασμένη κυδωνιά και ξαφνικά γίνεσαι πουλί, πετάς και προσγειώνεσαι πάνω στο λευκό χαρτί, όπου η γραφή σου δίνει τα επίγεια στηρίγματά σου.''
                                                                     Ηλίας Κεφάλας

 
Ο ποιητής Ηλίας Κεφάλας πάλι μας ξάφνιασε με το καινούριο του βιβλίο,ΤΡΙΚΑΛΑ,1951-1969. Η πόλη που γεννήθηκα. Μετά το ''Χώμα Χώματα'' επανέρχεται στον πεζό λόγο με ένα αυτοβιογραφικό, των πρώτων χρόνων του, βιβλίο και μέσα απ' αυτό την πόλη που γεννήθηκε και αγάπησε. Η σημαντικότητα του ποιητή, πεζογράφου και δοκιμιογράφου, δίνει τώρα ένα μικρό μικρό μεγάλο βιβλίο για τη γεννέθλια πόλη.Ένα βιβλίο παρακαταθήκη για τα Τρίκαλα και τη Θεσσαλία γενικότερα. Ξεφυλλίζω για τρίτη φορά το βιβλίο και νοιώθω πόσο τυχεροί είμαστε, που έχουμε κοντά μας τέτοιους ανθρώπους. Ποιός θα έγραφε για την άχνα του Θεσσαλικού κάμπου, για τις μοναχικές λεύκες και τις κλωστές της βουνοκορφής του Κόζιακα; Μόνο ένας ποιητής θα μπορούσε να γράψει ένα τέτοιο πεζό αριστούργημα, μια ιστορική φωτογραφική ματιά με την πένα της λογοτεχνίας. 
Την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου στις 8.30 μ,μ ραντεβού με τον συγγραφέα στο βιβλιοπωλείο Κηρήθρες. Θα μιλήσουν οι ποιητές Αγαθοκλής Αζέλης και Αντώνης Κάλφας. Σας περιμένουμε σε μια συνάντηση με τον  ποιητή και την πόλη που αγαπάμε.(Κώστας Κοτρώνης)



Γαβριηλίδης 2014
"Πριν τα γνωρίσω και τα αγαπήσω τα Τρίκαλα ήταν για μένα μια μυστηριώδης κουκίδα στον γεωγραφικό χάρτη. Πρόφερα το όνομα γοητευμένος- αργ'α και συλλαβιστά- και ασυναίσθητα το ετυμολογούσα μόνος μου. Τρίκαλα: τρία καλά. Μα ποιά; Η φαντασία μου τα αναζητούσε, αλλά πάντα, όταν τα μετρούσα, έβγαιναν πολύ περισσότερα.
Αργότερα, όταν μπορούσα να διαβάζω και να συνειδητοποιώ τις ενδείξεις του χάρτη, έλεγα ότι γεννήθηκα στο κέντρο της Ελλάδας. Ήμουν μαθητής στην τρίτη ή τετάρτη τάξητου δημοτικού σχολείου και με τα μικρά μου δάχτυλα μετρούσα τις αποστάσεις των άκρων της χώρας δεξιά και αριστερά της πόλης ή πάνω και κάτω της ή , ακόμα και λοξά, διαγωνίως. '' Βέβαια'' επαναλάμβανα, μονολογώντας στον εαυτό μου, ''βρίσκομαι ακριβώς στη μέση της πατρίδας, πάνω από την καρδιά της'' (σελ.9)




Ηλίας Κεφάλας
Ο Ηλίας Κεφάλας γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Μέλιγος Τρικάλων. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, όπου και έζησε από το 1969 έως το 1992. Σήμερα ζει και πάλι στον γενέθλιο τόπο του, παρακολουθώντας φωτογραφικά τη φύση, γράφοντας ποίηση, δοκίμιο και πεζογραφία και ασκώντας λογοτεχνική και εικαστική κριτική, σε περιοδικά λόγου και τέχνης. Ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο και περιστασιακά με την τηλεόραση. Μεταφράζει και παρουσιάζει γαλλόφωνους ποιητές. Σε στήλη του περιοδικού "Ευθύνη" δημοσιεύει κριτικές αποτιμήσεις προσώπων και κειμένων της νεοελληνικής γραμματείας, ως ύστερες εντυπώσεις από μια δεύτερη ανάγνωση. Σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά ("Αυγή", "Διαβάζω", "Εντευκτήριο", κ.λπ.) παρουσιάζει τις εντυπώσεις τους από τη σύγχρονη λογοτεχνική δημιουργία. Συντελεί στην έκδοση της επιστημονικής επετηρίδας "Τρικαλινά". Συνεργάζεται με τα κυριότερα λογοτεχνικά περιοδικά, όπου φιλοξενούνται ποιήματά του και άλλα κείμενα. Παλαιότερα διακόνησε επισταμένως της κριτική βιβλίου στα περιοδικά "Τομές", "Νέες Τομές", "Διαβάζω" και "Οδός Πανός", όπου φιλοξενήθηκαν περισσότερα από χίλια κείμενά του. Κάποια ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και πολωνικά.

"
Στον Κώστα Τοπούζη εμπιστεύτηκα αμέσως τις ποιητικές μου ανησυχίες. Του άρεσαν οι προσπάθειες μου και μου έδωσε πολλές συμβουλές, κυρίως ως προς τις αναγνωστικές επιλογές. Κάποιες φορές μου διόρθωνε και τα ποιήματά μου. Μου έδωσε, μάλιστα, σε μια στιγμή έντονης οικειότητας, και ένα '' υπόδειγμα''.

'' Έτσι Ηλία, προσπάθησε να γράφεις: λιτά και παθιασμένα, θέλω να πω με την εμπειρία του βιωμένου συναισθήματος''.
Επρόκειτο για ένα μικρό ποιήμα που το κρατάω ακόμα στα χαρτιά μου, για το οποίο δεν θέλησε να διευκρινήσει την προελευσή του. Αργότερα διαπίστωσα ότι ήταν δικό του, καθώς όλο αυτό το διάστημα ήταν ο ίδιος ένας κρυφός ποιητής. Περιέγραφε έναν άνθρωπο που όλη την ημέρα επιχειρεί ταξίδια νοερά ή πραγματικά, σε τόπους, σε ιδέες, σε οράματα και το βράδυ επιστρέφει στο σπίτι του εύφλεκτος σαν το δαδί, έτοιμος να καεί από τις νέεςτου εντυπώσεις.'' (σελ.83)




''Το κάθε βιβλιοπωλείο της πόλης μας ήταν και ένας άλλος μαγνητικός πόλος που με τραβούσε κοντά του κάθε μέρα, Δεν είχα βαρεθεί ποτέ να περνάω καθημερινώς μπροστά από κάθε βιβλιοπωλείο και να βλέπω τα ίδια και τα ίδια σχεδόν βιβλία στις προθήκες των.'' (σελ.77)







Δείτε το έργο του ποιητή Ηλία Κεφάλα ΕΔΩ.







Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Πίστομα



 Θεοτόκης Kωνσταντίνος

      Όταν ύστερα από την αναρχία πού'χεν ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ' είχε δοθεί αμνηστία στους κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ' τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο Mαγουλαδίτης Aντώνης Kουκουλιώτης.
Ο Ποιητής Ηλίας Κεφάλας και η Φιλόλογος Γεωργία Κολοβελώνη στο Βιβλιοπωλείο Κηρήθρες διαβάζοντας κείμενα- αριστουργήματα της Ελληνικής Λογοτεχνίας.
      Eίτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερνός, μ' όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Tο πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.
      O άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Kι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Kουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ' τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.
      Eγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. K' εμπήκε ξάφνως σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ' εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, τό'σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.
      Aλλά ο Kουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας τής είπε:
      "Mη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Eίναι το παιδί τούτο δικό σου; Nαι; Mα όχι δικό μου! Mε ποιον, λέγε, τό'χεις κάμει;"
      T' αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας.
      "Aντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Tο φταίσμα μου είναι μεγάλο. Mα, το ξέρω, κ' η εγδίκησή σου θά'ναι μεγάλη· κ' εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ' αντρειευτούμε. Kοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Kάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία."
      Kαθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Eτσώπασε λίγο κ' έπειτα της είπε:
      "Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. T' όνομα εκεινού θέλω. Eσέ δε θα σε πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!"
      Eμολόησε. Kι ο Kουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Kι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, εβρήκε τη γυναίκα στον ίδιο τόπον ασάλευτη με τ' αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Mα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.
      Tην άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.
      "Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού'χουν αρπάξει, καθώς μού'χε πάρει και σε ο σκοτωμένος."
      "Tον σκότωσες!"
      Tην ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Aνατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε.
      Kι ο Kουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ' έτσι εβγήκαν κ' οι τρεις από το σπίτι.
      Kαι φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμα από την πρωτυτερνή βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.
      Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος, που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Tο σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. H γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. K' εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ' εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε.
      Kι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Kουκουλιώτης, ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:
      "Bάλ'το πίστομα μέσα".



(από τα Διηγήματα [Kορφιάτικες ιστορίες], Kείμενα 1982)

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Διήγημα θα πει...του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Τι είναι το διήγημα

                       Στον Δημήτρη Θάνα

ΚΑΘΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ, τι είναι το διήγημα. Σημειώνει, κατ’ αρχάς:

-Το διήγημα είναι απιδινωτής
-Το διήγημα είναι η μακροημέρευση του κεραυνού
-Το διήγημα είναι ελεγχόμενη ανατίναξη
-Το διήγημα είναι κοντόκαννη καραμπίνα με λιμαρισμένες κάννες
-Το διήγημα είναι φρύγανο πεσόν εκ της φυγής ελάφου
-Το διήγημα είναι τα λεφτά που παίρνεις όταν χύνεται ο καφές
-Το διήγημα είναι το βουβάλι που περνάει απ’ τη τρύπα της βελόνας
-Το διήγημα είναι να πολυβολείς καμπάνες με ‘’Καλάσνικοφ’’
-Το διήγημα είναι εισρόφηση περιστεριών σε τουρμπίνα αεροπλάνου
-Το διήγημα είναι λύκος με λαγώχειλο
-Το διήγημα είναι κρεμ καραμελέ στο ‘’Ιντεάλ’’
-Το διήγημα είναι ποιος θα σπάσει το σπυρί της αρκούδας
-Το διήγημα είναι να κλέβεις ένσημα απ’ τον Χάρο
-Το διήγημα είναι το κόσκινο του ζαχαροπλάστη
-Το διήγημα είναι γλουτός ίππου
-Το διήγημα  είναι καθρέφτης σε τρόλεϊ
-Το διήγημα είναι μάρτυς καπνός
-Το διήγημα είναι το τσιγάρο του νεοσύλλεκτου στη σκοπιά
-Το διήγημα είναι ταχυπετές θειαφοκανάρινο
-Το διήγημα είναι πάρε δυο σουγιάδες να σου βρίσκονται
-Το διήγημα είναι ασανσέρ με φινιστρίνι
-Το διήγημα είναι ο μονόχειρ μασέρ
-Το διήγημα είναι ομιλείτε ακροποδητί
-Το διήγημα είναι καρχαρίας στο Σπερχειό

Ύστερα, συμπληρώνει κάτι ακόμα:

- Το διήγημα είναι να πετάς δροσερά καρπούζια στον Κάτω Κόσμο


* Από το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Περιπολών περί πολλών  τυρβάζω.
Πατάκης, Οκτώβριος 2011.

Περισσότερα:http://www.kirithres.gr/Books.asp?bc=170561

και: http://www.bookbar.gr/%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CF%83%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B4%CF%8E%CE%BD%CE%B7%CF%82-%C2%AB%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%8E%CE%BD-%CF%80%CE%B5%CF%81/cocktails

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Μεταξύ σοβαρού και αστείου

Αρχετυπικές φιγούρες, οι αρχαιολόγοι του Τζόρτζιο ντε Κίρικο
και οι σύντροφοι, σύζυγοι,
το αιώνιο ζευγάρι από γεννήσεως κόσμου,
στην ιστορία του Δημήτρη Στεφανάκη.
Σήμερα κλείνει ένας χρόνος από την ημέρα που η Μάρθα μού τηλεφώνησε για να μου ανακοινώσει ότι χωρίζουμε. Στην αρχή δεν την πίστεψα. Της άρεσε πάντα να με τρομάζει, λέγοντάς μου τα πιο απίθανα ψέματα. "Πρέπει να ξέρεις πως κάποια πράγματα δεν τα ανέχομαι ούτε γι' αστείο", της τόνισα. Ηξερα πως θα της άρεσε αυτό και το είπα όσο πιο αυστηρά μπορούσα.
"Ποιος σου είπε ότι αστειεύομαι;", μου απάντησε. Επί μισή ώρα εγώ της εξηγούσα πως κάποια πράγματα δεν τα ανέχομαι ούτε γι' αστείο κι εκείνη έλεγε πως δεν χωρατεύει. Ετσι πέρασε το διάλειμμά μου.
"Πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά. Νομίζεις πως μου κάνει καλό να με παιδεύεις με τα αστεία σου;".
"Σου είπα ότι μιλώ σοβαρά. Για τον λόγο αυτό σε πήρα στο διάλειμμα. Δεν ήθελα ωστόσο να σε φέρω σε δύσκολη θέση εν ώρα εργασίας".
"Σε ευχαριστώ που με σκέφτηκες. Θα μπορούσες όμως να μου το πεις το βράδυ στο σπίτι".
"Μα δεν καταλαβαίνεις; Μου είναι πιο εύκολο να σου το πω από το τηλέφωνο".
"Καλά, καλά, κλείσε και θα τα πούμε το βράδυ".
"Ακούγεσαι απειλητικός ωστόσο. Ελπιζα πως θα το έπαιρνες πιο ήρεμα".
"Μάρθα, σε παρακαλώ. Ακόμα και αν είναι αστείο αυτό, έχει ήδη παρατραβήξει".
Της έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα στο γραφείο.
Χρειάστηκαν δύο ολόκληρες μέρες για να με πείσει. Δυσκολευόμουν περισσότερο να αποδεχτώ το γεγονός ότι η γυναίκα μου μιλούσε σοβαρά, από το ίδιο το διαζύγιο. Οταν με τα πολλά αντιλήφθηκα τη σοβαρότητα της κατάστασης, σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα και της είπα:
"Δηλαδή μιλάς σοβαρά; Μου ζητάς διαζύγιο;".
Μόρφασε ανακουφισμένη και ξεφύσησε.
"Και το σκέφτηκες καλά;"...
"Ετσι νομίζω", απάντησε και έσκυψε το κεφάλι.
"Μα, γιατί, γιατί πρέπει να τελειώσουμε; Δεν περάσαμε όμορφα τόσα χρόνια;".
"Πολύ όμορφα, δεν έχω κανένα απολύτως παράπονο από σένα, ωστόσο...".
"Ωστόσο;".
"Είναι απλό, γλυκέ μου. Δεν έχεις ακούσει ότι τίποτε δεν κρατά για πάντα;".
"Δεν πίστευα πως κάτι τέτοιο θα ίσχυε στην περίπτωσή μας. Θυμάσαι κάποτε που μου διάβαζες έναν στίχο από κινέζικο ποίημα; Τηγανίζω ένα αβγό και σου φυλάω τον κρόκο. Θα γεράσουμε μαζί. Το θυμάσαι;".
"Τα ποιήματα δεν λένε πάντα την αλήθεια".
"Μα γιατί, γιατί θέλεις να φύγεις;", επέμεινα.
"Ας πούμε γιατί δεν κάνουμε παιδιά".
"Νόμιζα πως δεν σε πείραζε αυτό".
"Ωστόσο, τώρα με πειράζει".
"Αφού είναι έτσι λοιπόν, ας χωρίσουμε".
"Ετσι απλά το λες;".
"Τι θες να κάνω; Υπάρχει άλλος δρόμος;".
"Φοβάμαι πως όχι".
"Τότε λοιπόν ας χωρίσουμε".
Τις επόμενες δύο μέρες γινόταν ακριβώς το αντίθετο. Η Μάρθα μού τηλεφωνούσε κάθε λίγο για να με ρωτήσει αν είχα πράγματι αποδεχθεί την προοπτική διαζυγίου.
"Και βέβαια. Τι είναι αυτό που σε παραξενεύει;".
"Σαν πολύ εύκολα δεν το πήρες απόφαση;", μου είπε στο τέλος. Κατάλαβα πως την ενοχλούσε. Αυτό ήταν μια μικρή νίκη για τον εγωισμό μου. Στο μεταξύ σκεφτόμουν πως είχε δίκιο όταν έλεγε ότι τίποτε δεν κρατά αιώνια. Εν τέλει νόμιζα πως θα τα κατάφερνα αργά ή γρήγορα να την ξεπεράσω. Η Μάρθα ήταν αξιολάτρευτη. Το γεγονός όμως ότι δεν αποκτήσαμε παιδιά έκανε τον γάμο μας να φαντάζει σαν ελεύθερη σχέση που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λήξει χωρίς να αφήσει πίσω του απόνερα.
Η αρχική συντριβή μου μεταβλήθηκε γρήγορα σε αίσθημα θριάμβου. Γιατί όχι δηλαδή; Ο τρόπος που αντιμετώπισα το γεγονός απεδείκνυε τον δυνατό και πολιτισμένο χαρακτήρα μου. Μπορούσα τουλάχιστον να υπερηφανεύομαι για τη στάση μου. Κι όσο διατηρούσα την ψυχραιμία μου τόσο η Μάρθα έχανε τη δική της.
Στο τέλος πίστεψα πως μπορεί να γύριζε σε μένα. Αλλά κι αυτό ακόμα μου ήταν αδιάφορο πια. Αρκούσε όμως μια στιγμή για να ανατραπούν όλα.
Τον διευθυντή μου, έναν σχετικά νέο και καλοβαλμένο άντρα, τον συναντούσα κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές την ημέρα στη δουλειά. Μου έκανε εντύπωση, λοιπόν, που δεν είχα προσέξει ποτέ αυτό το περίεργο τικ που είχε. Ανοιγε ανεπαίσθητα το στόμα του κι ύστερα, κουνώντας πέρα-δώθε το σαγόνι, έκανε το κάτω χείλος του να εξέχει. Ισως όμως δεν είχα δώσει προσοχή, γιατί ήταν μια κίνηση οικεία που την έβλεπα επί χρόνια στο πρόσωπο της γυναίκας μου.
Λένε πως κλέβουμε μορφασμούς από τους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε ιδιαίτερη συναισθηματική σχέση. Αλλά τι σχέση μπορούσε να έχει ο διευθυντής μου με μια γυναίκα που δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του;
Στην αρχή προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως δεν ήταν παρά μια νοσηρή ιδέα. Ενας μορφασμός, όσο ιδιαίτερος κι αν είναι, σίγουρα μεταφέρεται ελεύθερα από άνθρωπο σε άνθρωπο. Συχνά υιοθετούμε ένα τικ από κάποιον, χωρίς καν να γνωρίσουμε ποτέ τον αρχικό φορέα του.
Νόμιζα πως γιατρεύτηκα από την εμμονή μου αυτή. Τη μέρα που η Μάρθα έφυγε παίρνοντας ό,τι της ανήκε, της κούνησα μαντίλι κι ύστερα κάθισα απερίσπαστος να φάω το βραδινό μου, ευθυμώντας απίστευτα μέσα στη νέα κατάσταση πραγμάτων.
Δύο μέρες αργότερα ένα καινούργιο στοιχείο ήρθε ξανά να ταράξει τη μακαριότητά μου. Ακούγοντας τον διευθυντή να επαναλαμβάνει σε λιγοστές προτάσεις τουλάχιστον τρεις φορές τη λέξη "ωστόσο", ανακάλυψα αίφνης ένα ακόμα κοινό σημείο ανάμεσα σε εκείνον και στη Μάρθα.
Μπορούσα να ανεχθώ τα πάντα, όχι όμως και το γεγονός ότι με άφηνε για τον διευθυντή μου. Της τηλεφώνησα:
"Δεν ντράπηκες να μου το κάνεις αυτό!". "Τι σ' έπιασε ξαφνικά;".
"Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!".
"Νόμιζα πως ήταν καλύτερα και για τους δυο μας".
"Για σένα, ίσως, εμένα όμως δεν με σκέφτηκες; Τώρα θα αναγκαστώ να παραιτηθώ. Ξέμεινα από γυναίκα, θα ξεμείνω κι από δουλειά".
"Γιατί να παραιτηθείς ωστόσο;".
"Ξέρεις εσύ".
"Ειλικρινά, δεν σε καταλαβαίνω".
"Ελα τώρα!".
Ο διευθυντής μου έπεσε ξερός όταν του ανακοίνωσα την απόφασή μου να παραιτηθώ.
"Μα γιατί, δεν σας καταλαβαίνω. Εχετε κάποια καλύτερη πρόταση;".
"Οχι".
"Και πετάτε μια τέτοια δουλειά έτσι αβίαστα. Είστε σίγουρος ότι μπορείτε να την αναπληρώσετε;".
"Τη δουλειά, ίσως. Τη χαμένη περηφάνια; Ποτέ!" του είπα και χτύπησα το χέρι στο τραπέζι. Πρόσθεσα κι ένα "ωστόσο" πασχίζοντας ταυτόχρονα να μιμηθώ το κοινό τους τικ.
"Παράξενο!" παρατήρησε. "Μου θυμίζετε κάποιον".
"Μπα, αλήθεια!" τον ειρωνεύτηκα.
"Μάλιστα. Θα το θυμηθώ".
"Οταν το θυμηθείτε, πάρτε με τηλέφωνο".
"Είστε λίγο επιθετικός ή μου φαίνεται; Δεν είναι δα και ένδειξη γενναιότητας να μου παριστάνετε τον νταή φεύγοντας".
"Τι λες, ρε γάιδαρε!" ξέσπασα. Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο και η εθελούσια έξοδός μου από την εταιρεία αποδείχθηκε κάτι περισσότερο από θορυβώδης.
Τέσσερις μέρες αργότερα μου τηλεφώνησε η Μάρθα.
"Ξέρεις, είναι αυτό που υποπτευόμουν, είμαι έγκυος".
"Ως πού θα πάει το αστείο, κυρία Μάρθα;".
"Δεν αστειεύομαι, μιλώ σοβαρά. Περιμένω παιδί ωστόσο".
"Και λοιπόν, τι μου το λες εμένα;".
"Και σε ποιον θέλεις να το πω; Με σένα είχα σχέσεις, σε σένα το λέω. Νόμιζα ωστόσο πως εσύ ήθελες να κάνουμε παιδιά".
"Δεν αφήνεις την πλάκα, λέω εγώ".
"Σου επαναλαμβάνω, μιλώ σοβαρά. Είμαι έγκυος. Αν δεν θες να το αναγνωρίσεις, θα το μεγαλώσω μόνη μου".
"Σοβαρολογείς τώρα;".
"Απόλυτα".
"Δεν είναι δικό μου!".
"Και ποιανού είναι;".
"Του άλλου!".
"Ποιου άλλου;".
"Ξέρεις εσύ, του".
"Του;".
"Του πρώην διευθυντή μου".
"Τι σχέση έχει ο πρώην διευθυντής σου με το παιδί μας;".
"Ελα τώρα, ω-στό-σο!".
Είναι προς τιμήν της Μάρθας ότι κίνησε γη και ουρανό για να αποδείξει την αθωότητά της. Η υπόθεση είχε ως εξής: Εκείνη και ο διευθυντής μου συμμετείχαν στην ίδια ομάδα ψυχοθεραπείας εδώ και δύο χρόνια.
"Και δεν ήξερες πως αυτός είναι ο διευθυντής μου;".
"Οχι, βέβαια. Ο άνθρωπος δήλωσε απλώς διευθυντικό στέλεχος κάποιας εταιρείας. Μη μου πεις ωστόσο πως για τον λόγο αυτό άφησες τη δουλειά σου!".
Φέρθηκα ανόητα, το παραδέχομαι. Ομως το μυαλό του ανθρώπου ακολουθεί συχνά παράξενες ατραπούς.
Οταν σε λίγους μήνες γεννήθηκε ο γιος μας, εγώ αναζητούσα ακόμα πάνω του τα σημάδια της αναπόδεικτης μοιχείας.
Σήμερα έχω πεισθεί απόλυτα, ή σχεδόν απόλυτα, πως η υπόθεση αυτή είναι αποκύημα της φαντασίας μου. Για την ώρα μένω στο σπίτι και φροντίζω το παιδί. Η Μάρθα βρήκε δουλειά. Ευτυχώς!
Χτες το πρωί μου τηλεφώνησε από το γραφείο.
"Ξέρεις, με απέλυσαν, ωστόσο".
"Σοβαρολογείς τώρα;".
"Οχι, βρε κουτέ! Αστειεύομαι!".


Δημήτρης Στεφανάκης

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ
Ο Δημήτρης Στεφανάκης μπήκε στα ελληνικά γράμματα το 2000 με το μυθιστόρημα "Φρούτα εποχής". Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Ωκεανίδα" και σύντομα το ακολούθησαν τα μυθιστορήματα "Λέγε με Καΐρα" (Ωκεανίδα, 2002), "Το μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία" (Ωκεανίδα, 2005). Με τις "Μέρες Αλεξάνδρειας" που κυκλοφόρησαν το 2007 από τις εκδόσεις "Πατάκη" γίνεται ευρύτερα γνωστός, επανεκδίδεται φέτος από τις εκδόσεις "Ψυχογιός" και βραβεύεται με το βραβείο Prix Mediterranee Etranger (2011). Εχει γράψει, επίσης, τα βιβλία "Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι" (Πατάκη, 2009), "Θα πολεμάς με τους θεούς" (Πατάκη, 2010). Και έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, έργα των Σωλ Μπέλοου, Ε.Μ. Φόρστερ, Γιόζεφ Μπρόντσκι και Προσπέρ Μεριμέ. Στο μυθιστορηματικό του σύμπαν, η Ιστορία του τελευταίου αιώνα, ο πόλεμος και το εμπόριο, η πολιτική και ο έρωτας, η αποικιοκρατία και ο εθνικισμός, ο κοσμοπολιτισμός της Αλεξάνδρειας και η παρακμή.

πηγή:
http://www.ethnos.gr/
Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύτηκε στο Έθνος 27/7/20011 στη στήλη Ιστορίες με καλό τέλος, που επιμελείται η Ελένη Γκίκα.