Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Δύο ποιήματα της Ελένης Αλεξίου

Η ποιήτρια Ελένη Αλεξίου πρώτη από αριστερά σε εκδήλωση
του βιβλιοπωλείου Κηρήθρες


Δύο ποιήματα της ποιήτριας Ελένης Αλεξίου μεταφρασμένα στ' αγγλικά στο diasporic literatur.

Κηδείες εντόμων

Κηδέψαμε το τελευταίο έντομο
στο μαυσωλείο των προγόνων.
Πεταλούδες στομάχου
μέλισσες του έρωτα
αράχνες του θανάτου.


Ξεπλύναμε τις μυγοσκοτώστρες μας
και ήπιαμε καφέ.
Αμετανόητα συνένοχοι.
Απαρηγόρητα βουβοί.
Δεν είχαμε άλλον συγγενή να χάσουμε
παρά ο ένας τον άλλον.



Burial for Insects

We buried the last insect
in the ancestors mausoleum
stomach butterflies
bees of Eros
spiders of death.

We washed our flyswatter
and had some coffee.
Unregretful conspirators.
Inconsolably silent.
We had no other relative to lose
but each other.

poetry: Eleni Alexiou
translation: Manolis Aligizakis






How Long Still?


My love
the loom has been worn away.
Widows
suitors
the child
gathered yesterday
and wandered
“how long still?”

I replied:
“I count the years no more.
The fingers have finished.
After ten I do not know, I will get lost.

Who counted the leaves that scattered
from the beginning of the world?
Who held account for the flying birds
the coming and going of the waves?”

I have no way of telling you
how much I want you.
I haven’t learned the superlative
of continually more.

My love
the loom has been worn away
the thread has finished
and now awaiting in the darkness
I only have my hair left to spin.

Eleni Alexiou
Translation by Eleni Alexiou, Athanasios Michail


Δείτε το How Long Still?στα Ελληνικά στο YouTube





Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Σελίδες γιὰ τὸν Ἠλία Κεφάλα



Τέσσερα ποιήματα του Ηλία Κεφάλα στο Γαλλικό Litterales του Νοεμβρίου

 

Περιοδικὸ Littérales No 11/2014
BREST / FRANCE

C:\Users\user\Desktop\σάρωση0001.jpg

.//.
C:\Users\user\Desktop\σάρωση0002.jpg

.//.


C:\Users\user\Desktop\σάρωση0003.jpg

.//.

C:\Users\user\Desktop\σάρωση0004.jpg

.//.


C:\Users\user\Desktop\σάρωση0005.jpg

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ο διηγηματογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης







Το ελάχιστο
ΔΙΑΒΑΖΑ ΕΝΑ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ που δεν διαβάζεται. Κουράστηκα. Μπάφιασα. Πόθησα την απόλαυση του συμπυκνωμένου ελάχιστου-θυμήθηκα τον παππού μου τον Θόδωρο, που στην Αρετσού της πόλης, κάποτε, επί ώρες έπινε μιαν ολόκληρη νταμιτζάνα ούζο χωρίς ψωμί, χωρίς μεζέ, χωρίς τίποτε, παρά γλείφοντας μόνο το κεφάλι ενός παστωμένου τσίρου.
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Το παραπάνω μικρό κείμενο, είναι το μικρότερο  από τα 33 διηγήματα, της τελευταίας συλλογής διηγημάτων με τον τίτλο Νοέμβριος, του Θεσσαλονικιού διηγηματογράφου- συγγραφέα Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Μετά τις συλλογές Μεταξύ  σφύρας και Αλιάκμονος (2009)  και  Περιπολών περί πολλών τυρβάζω (2011), ο συγγραφέας επανέρχεται με τον Νοέμβριο (Πατάκης 2014).




Κατ' εξοχήν διηγηματογράφος ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Από πολύ νέος, -εγώ ήμουν στο  βιβλιοπωλείο Μόλχο τότε (1984-5), ερχόταν τουλάχιστον δυό φορές την εβδομάδα και έφευγε με τσάντες βιβλία. Πίσω από τα γραπτά του κρύβεται μια τεράστια γνωστική υποδομή. Μοιάζουν τα διηγήματά του με παλιό κρασί, απόσταγμα σοφίας χρόνων.
'Εγραφε στη δεύτερη σελίδα της Θεσσαλονίκης, τα μικρά κειμενάκια του κάθε μέρα. Για μικρά, ασήμαντα πράγματα, που τα έπιανε στο χέρι του και γινόταν σπουδαία, εμβληματικά, τρυφερά, ανατρεπτικά.  Ένας αναπτήρας
Zippo
, ένα κοτσιδάκι στα μαλλιά μιας γυναίκας, ένα τρανζίστορ, ένα μυρμήγκι, και το αποτέλεσμα απρόβλεπτο. Προέκυψαν έτσι τα πρώτα του διηγήματα ''Μάτι φώσφορο κουμάντο γερό" Ιανός 1989, "Η ψίχα της μεταλαβιάς", Τραμ 1990, '' Πάλι κεντάει ο στρατηγός'' Καστανιώτης 1996. Επειδή φιλοξενούμε την Παρασκευή, κύρια τον διηγηματογράφο Γιώργο Σκαμπαρδώνη, έκανα την αναφορά μόνο στα διηγήματα, από τα πρώτα... ως τα τελευταία του Νοέμβριος. Μήπως το κάθε γραπτό του Σκαμπαρδώνη δεν είναι ένα διήγημα; Κομψός, πολυεπίπεδα αναγνώσιμος ο λόγος του πάντα, δεν είναι τυχαία από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους του καιρού μας.




Το διήγημα ταιριάζει στον Σκαμπαρδώνη.
Αν η ποίηση είναι η πιο λιτή μορφή λόγου, ακολουθεί το διήγημα. Ούτε μια περιττή λέξη στα γραπτά του. Ακριβολόγος ισορροπεί πάνω στις λέξεις.

Πολυγραφότατος, αν δούμε και την δημοσιογραφική του ιδιότητα, έγραψε το εξαιρετικό μυθιστόρημα, Γερνάω επιτυχώς (Κέδρος 2000), το σημαντικό Ουζερί Τσιτσάνης, (Κέδρος 2001, Πατάκης 2013), το Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου (Κέδρος 2006) και το Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας (Ελληνικά Γράμματα 2008)







Φιλοξενήθηκε τον Νοέμβρη του 2006 από το βιβλιοπωλείο Κηρήθρες, με το
Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου.



Βιβλιοπωλείο Κηρήθρες.  Νοέμβριος 2006.
Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο Θεόφιλος Αναστασίου
στην παρουσίαση του βιβλίου Πολύ βολύτυρο στο τομάρι του σκύλου.










Ο συνδυασμός της επινόσης με τα γεγονότα στη γραφή του Σκαμπαρδώνη είναι αδιάκριτος. Μόνο όσοι τον ξέρουν καλά θα διακρίνουν τον τόπο και τον χρόνο της έμπνευσης. Πως να μη συνδιάσω την παλιά σκάλα του Μόλχο με το αντίστοιχο διήγημα ή την αντίδραση των χοίρων στο Θαμπό φεγγάρι;

Την Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014, στις 8,30 μ.μ ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης θα είναι και πάλι μαζί μας. Για το έργο του θα μιλήσει η συγγραφέας Τούλα Τίγκα.








Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ποιητής Ηλίας Κεφάλας


"Έμπνευση είναι η στιγμή που αιωρείται πάνω στη λουλουδιασμένη κυδωνιά και ξαφνικά γίνεσαι πουλί, πετάς και προσγειώνεσαι πάνω στο λευκό χαρτί, όπου η γραφή σου δίνει τα επίγεια στηρίγματά σου.''
                                                                     Ηλίας Κεφάλας

 
Ο ποιητής Ηλίας Κεφάλας πάλι μας ξάφνιασε με το καινούριο του βιβλίο,ΤΡΙΚΑΛΑ,1951-1969. Η πόλη που γεννήθηκα. Μετά το ''Χώμα Χώματα'' επανέρχεται στον πεζό λόγο με ένα αυτοβιογραφικό, των πρώτων χρόνων του, βιβλίο και μέσα απ' αυτό την πόλη που γεννήθηκε και αγάπησε. Η σημαντικότητα του ποιητή, πεζογράφου και δοκιμιογράφου, δίνει τώρα ένα μικρό μικρό μεγάλο βιβλίο για τη γεννέθλια πόλη.Ένα βιβλίο παρακαταθήκη για τα Τρίκαλα και τη Θεσσαλία γενικότερα. Ξεφυλλίζω για τρίτη φορά το βιβλίο και νοιώθω πόσο τυχεροί είμαστε, που έχουμε κοντά μας τέτοιους ανθρώπους. Ποιός θα έγραφε για την άχνα του Θεσσαλικού κάμπου, για τις μοναχικές λεύκες και τις κλωστές της βουνοκορφής του Κόζιακα; Μόνο ένας ποιητής θα μπορούσε να γράψει ένα τέτοιο πεζό αριστούργημα, μια ιστορική φωτογραφική ματιά με την πένα της λογοτεχνίας. 
Την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου στις 8.30 μ,μ ραντεβού με τον συγγραφέα στο βιβλιοπωλείο Κηρήθρες. Θα μιλήσουν οι ποιητές Αγαθοκλής Αζέλης και Αντώνης Κάλφας. Σας περιμένουμε σε μια συνάντηση με τον  ποιητή και την πόλη που αγαπάμε.(Κώστας Κοτρώνης)



Γαβριηλίδης 2014
"Πριν τα γνωρίσω και τα αγαπήσω τα Τρίκαλα ήταν για μένα μια μυστηριώδης κουκίδα στον γεωγραφικό χάρτη. Πρόφερα το όνομα γοητευμένος- αργ'α και συλλαβιστά- και ασυναίσθητα το ετυμολογούσα μόνος μου. Τρίκαλα: τρία καλά. Μα ποιά; Η φαντασία μου τα αναζητούσε, αλλά πάντα, όταν τα μετρούσα, έβγαιναν πολύ περισσότερα.
Αργότερα, όταν μπορούσα να διαβάζω και να συνειδητοποιώ τις ενδείξεις του χάρτη, έλεγα ότι γεννήθηκα στο κέντρο της Ελλάδας. Ήμουν μαθητής στην τρίτη ή τετάρτη τάξητου δημοτικού σχολείου και με τα μικρά μου δάχτυλα μετρούσα τις αποστάσεις των άκρων της χώρας δεξιά και αριστερά της πόλης ή πάνω και κάτω της ή , ακόμα και λοξά, διαγωνίως. '' Βέβαια'' επαναλάμβανα, μονολογώντας στον εαυτό μου, ''βρίσκομαι ακριβώς στη μέση της πατρίδας, πάνω από την καρδιά της'' (σελ.9)




Ηλίας Κεφάλας
Ο Ηλίας Κεφάλας γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Μέλιγος Τρικάλων. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, όπου και έζησε από το 1969 έως το 1992. Σήμερα ζει και πάλι στον γενέθλιο τόπο του, παρακολουθώντας φωτογραφικά τη φύση, γράφοντας ποίηση, δοκίμιο και πεζογραφία και ασκώντας λογοτεχνική και εικαστική κριτική, σε περιοδικά λόγου και τέχνης. Ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο και περιστασιακά με την τηλεόραση. Μεταφράζει και παρουσιάζει γαλλόφωνους ποιητές. Σε στήλη του περιοδικού "Ευθύνη" δημοσιεύει κριτικές αποτιμήσεις προσώπων και κειμένων της νεοελληνικής γραμματείας, ως ύστερες εντυπώσεις από μια δεύτερη ανάγνωση. Σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά ("Αυγή", "Διαβάζω", "Εντευκτήριο", κ.λπ.) παρουσιάζει τις εντυπώσεις τους από τη σύγχρονη λογοτεχνική δημιουργία. Συντελεί στην έκδοση της επιστημονικής επετηρίδας "Τρικαλινά". Συνεργάζεται με τα κυριότερα λογοτεχνικά περιοδικά, όπου φιλοξενούνται ποιήματά του και άλλα κείμενα. Παλαιότερα διακόνησε επισταμένως της κριτική βιβλίου στα περιοδικά "Τομές", "Νέες Τομές", "Διαβάζω" και "Οδός Πανός", όπου φιλοξενήθηκαν περισσότερα από χίλια κείμενά του. Κάποια ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και πολωνικά.

"
Στον Κώστα Τοπούζη εμπιστεύτηκα αμέσως τις ποιητικές μου ανησυχίες. Του άρεσαν οι προσπάθειες μου και μου έδωσε πολλές συμβουλές, κυρίως ως προς τις αναγνωστικές επιλογές. Κάποιες φορές μου διόρθωνε και τα ποιήματά μου. Μου έδωσε, μάλιστα, σε μια στιγμή έντονης οικειότητας, και ένα '' υπόδειγμα''.

'' Έτσι Ηλία, προσπάθησε να γράφεις: λιτά και παθιασμένα, θέλω να πω με την εμπειρία του βιωμένου συναισθήματος''.
Επρόκειτο για ένα μικρό ποιήμα που το κρατάω ακόμα στα χαρτιά μου, για το οποίο δεν θέλησε να διευκρινήσει την προελευσή του. Αργότερα διαπίστωσα ότι ήταν δικό του, καθώς όλο αυτό το διάστημα ήταν ο ίδιος ένας κρυφός ποιητής. Περιέγραφε έναν άνθρωπο που όλη την ημέρα επιχειρεί ταξίδια νοερά ή πραγματικά, σε τόπους, σε ιδέες, σε οράματα και το βράδυ επιστρέφει στο σπίτι του εύφλεκτος σαν το δαδί, έτοιμος να καεί από τις νέεςτου εντυπώσεις.'' (σελ.83)




''Το κάθε βιβλιοπωλείο της πόλης μας ήταν και ένας άλλος μαγνητικός πόλος που με τραβούσε κοντά του κάθε μέρα, Δεν είχα βαρεθεί ποτέ να περνάω καθημερινώς μπροστά από κάθε βιβλιοπωλείο και να βλέπω τα ίδια και τα ίδια σχεδόν βιβλία στις προθήκες των.'' (σελ.77)







Δείτε το έργο του ποιητή Ηλία Κεφάλα ΕΔΩ.







Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Ο ποιητής Γιώργος Θεοχάρης


      Γράφουμε ποιήματα,
     βότσαλα μνήμης ρίχνουμε

     στο σιωπηλό βυθό του χρόνου
             Γιώργος Χ. Θεοχάρη
ς



ΤΑΞΙΔΕΨΕ ΜΕ


Ταξίδεψέ με. Πάρε με.
Ρίξε με στο πελώριο κύμα της ορμής σου.

Ανύψωσέ με.

Βγάλε με στον αφρό των επιθυμιών.

Ναυάγησέ με στο πέλαγο των ματιών σου
εκεί που λαμπυρίζουν όλα τα όνειρα μαζί.


Άσε με να περιπλανιέμαι ευτυχισμένος ναυαγός
στην απεραντοσύνη των ματιών σου,
να κολυμπώ και να μη βρίσκω ορίζοντα
άλλον, 
πέρα απ’ τ’ απαλά σου βλέφαρα.

Οπισθόφυλλο του βιβλίου


Ο ποιητής Γιώργος Χ. Θεοχάρης


Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα της Φωκίδας. Από το
1965 διαμένει στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Συνταξιοδοτήθηκε από τη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, όπου εργάστηκε ως τεχνικός μηχανολογικής συντήρησης. Είναι ποιητής. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό "Εμβόλιμον" και μετέχει στη σύνταξη της εφημερίδας "Book Press". 

Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και ισπανικά. Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
 Έργα του: - "Πτωχόν μετάλλευμα", έκδοση του περιοδικού "Εμβόλιμον", Άσπρα Σπίτια, 1990 - "Αμειψισπορά", Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας, Λειβαδιά, 1996 - "Ενθύμιον", Καστανιώτης, Αθήνα, 2004 - "Δίστομο, 10 Ιουνίου 1944: το ολοκαύτωμα", Σύγχρονη Έκφραση, Αθήνα, 2010
Το βιβλίο του «Δίστομο, 10 Ιουνίου 1944: το ολοκάυτωμα»  πήρε το Κρατικό Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας [2011]
Το περιοδικό Εμβόλιμον που διευθύνει ο Γιώργος Χ, Θεοχάρης , όπως και το περιοδικό Παρέμβαση που επιμελείται ο συγγραφέας - ποιητής Β. Π. Καραγιάννης  στην Κοζανη, τιμήθηκαν για την συμβολή τους στη νεοελληνική λογοτεχνία, στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2013.


Δείτε τα βιβλία του Γιώργου Χ.Θεοχάρη
ΕΔΩ

Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Γιώργου Χ. Θεοχάρη με τίτλο '' Πιστοποιητικά θνητότητας'' Ποιήματα 1970-2010 από τη Σύγχρονη Έκφραση, το γνωστό βιβλιοπωλείο της Λιβαδειάς, είναι η αφορμή συνάντησης με τον σημαντικό ποιητή.
Για το έργο του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, θα μιλήσει ο φιλόλογος και συγγραφέας Αλέξανδρος Βαναργιώτης. 
Θα απαγγείλουν οι ποιήτριες, Ελένη Αλεξίου και Γεωργία Κολοβελώνη

Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης θα διαβάσει ποιήματά του.


Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο χώρο του βιβλιοπωλείου Κηρήθρες, Γλάδστωνος 13, Τρίκαλα, την Παρασκευή 9 Μαϊού 2014 στις 9 μ.μ.



Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Μετανάστευση και λογοτεχνία


Γράφει ο Θανάσης Β. Κούγκουλος
Δρ. Νέας Ελληνικής Φιλολογίας
Πανεπιστήμιο Αδριανούπολης - Τουρκία



Βαγγέλης Αυδίκος, Η σκιά της Μίκας, μυθιστόρημα

Ο Βαγγέλης Αυδίκος, καθηγητής λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και προηγουμένως στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, εμφανίζεται με καθυστέρηση στον χώρο της λογοτεχνίας. Η αργοπορία του πιθανώς εξηγείται από το γεγονός ότι η ισορροπία ανάμεσα στον θεωρητικό – επιστημονικό λόγο, που καλλιεργεί εδώ και χρόνια, και στην τέχνη του λόγου είναι επώδυνη αλλά ταυτοχρόνως και άκρως ερεθιστική∙ εξάλλου είναι αποδεδειγμένο πως η επιστήμη ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα επιδρά και υφολογικά στη λογοτεχνία.  Ωστόσο ο Αυδίκος –πριν την πρώτη του πεζογραφική κατάθεση (2001)- έρχεται σε στενή επαφή με τη λογοτεχνία μέσα από ποικίλες δραστηριότητες. Συμμετέχει στις συντακτικές επιτροπές λογοτεχνικών περιοδικών ή περιοδικών εκδόσεων που στεγάζουν και αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα (Πρεβεζάνικα Χρονικά και Εξώπολις της Αλεξανδρούπολης που διευθύνει τότε ο αείμνηστος ποιητής Θανάσης Τζούλης), γράφει επίσης λογοτεχνική κριτική και φιλολογικά δοκίμια και, προπαντός, η επιστημονική του δουλειά για την παραδοσιακή και τη σύγχρονη κοινωνία αποτελεί υλικό πρώτης τάξης για λογοτεχνική χρήση.

Το τέταρτο, και τελευταίο μέχρι στιγμής πεζογράφημά του, είναι το μυθιστόρημα Η σκιά της Μίκας. Φαίνεται να εμπνέεται από το πρόσφατο επιστημονικό του ταξίδι σε διάφορα Πανεπιστήμια και πόλεις της Αμερικής. Όπως προκύπτει από το ηλεκτρονικό του ιστολόγιο, στο ταξίδι γνωρίζεται με τη λέκτορα ελληνικής γλώσσας Μίκα Τσεκούρα στο Κέντρο Γλωσσών του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας. Το όνομα του υπαρκτού προσώπου της ελληνοαμερικάνικης κοινότητας μοιάζει να παραφράζεται στο μυθιστόρημα για να δώσει σάρκα και οστά στη χάρτινη ηρωίδα Μίκα Τσεκουρίδου.  Όπως προσημαίνεται έμμεσα στον τίτλο, το κείμενο ακολουθεί τη δομή του αστυνομικού μυθιστορήματος. Η υπόθεσή επικεντρώνεται στην αναζήτηση της σκιάς -των σκοτεινών δηλαδή και αμφιλεγόμενων ιχνών- μιας Ελληνίδας μετανάστριας που καταφεύγει στην Αμερική μετά την καταστροφή της Σμύρνης.

Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και πραγματοποιείται σε δώδεκα κεφάλαια από τον κεντρικό ήρωα και μετανάστη Κοσμά Τρίκαρδο. Ο Κοσμάς, με ρίζες από τη Σμύρνη, σπουδάζει κλασική φιλολογία στην Αμερική, παντρεύεται με την Αμερικανο-πολωνίδα Μαρία Τερέζα, ζει στη Φιλαδέλφεια, εργάζεται σε μία εταιρεία οικονομικών συμβούλων και αναλαμβάνει να εντοπίσει για λογαριασμό της εταιρείας τους κληρονόμους μιας ιδιοκτήτριας μετοχών που αγοράστηκαν το 1927 και έχασαν την αξία τους με το κραχ του 1929. Πλέον οι μετοχές αποδίδουν κέρδη, που θα εισπράξει η οικονομική υπηρεσία του Μπρονξ αν δεν βρεθούν οι νόμιμοι κληρονόμοι. Ο Κοσμάς προσπαθεί να ξετυλίξει το κουβάρι της αινιγματικής ζωής της ιδιοκτήτριας, της Μίκας Τσεκουρίδου, ερευνώντας σκόρπιες ενδείξεις της παρουσίας της στη Νέα Υόρκη (Μπρονξ, Αστόρια, μουσείο του σταθμού υποδοχής των μεταναστών του Έλλις Άιλαντ), στο Κολόμπους του Οχάιο και ξανά στη Νέα Υόρκη.  Παράλληλα με τη δοκιμασία του Κοσμά, ο αναγνώστης πληροφορείται σταδιακά τραγικές λεπτομέρειες του βίου της Μίκας και εμβαθύνει στο δράμα των Ελλήνων μεταναστών του Μεσοπολέμου, που με κόπο και ιδρώτα παλεύουν να κατακτήσουν το άπιαστο αμερικάνικο όνειρο. Με βάση εσωτερικές χρονολογικές νύξεις, η αναζήτηση του Κοσμά τοποθετείται χρονικά την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας του πρώτου αφροαμερικανού προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα, δηλαδή το έτος 2008.

Η Μίκα Τσεκουρίδου αναδύεται τμηματικά μέσα από τις έρευνες του Κοσμά. Πρόκειται για μια παραδειγματική μορφή μαχητικής μετανάστριας των αρχών του 20ου αιώνα. Αγωνίζεται για να κερδίσει τη ζωή της παλεύοντας πολύ σκληρά σε αντίξοες συνθήκες. Σπουδάζει ιστορία στο Παρίσι. Βιώνει τον χαμό της Σμύρνης το 1922 και σέρνεται ως πρόσφυγας στον Πειραιά. Από εκεί παίρνει κατευθείαν το βαπόρι για την Αμερική, συμφωνώντας να δουλέψει για τρία χρόνια σ’ ένα άγνωστο αφεντικό. Στο πλοίο συναντά και ερωτεύεται τον Πάτρικ, έναν Ιρλανδό που ψάχνει καλύτερες μέρες στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Πουλάει λουλούδια με καρότσι στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Το σκάει για το Κολόμπους του Οχάιο για να βρει τον Πάτρικ. Συζεί μαζί του στο πατάρι ενός ιρλανδέζικου κλαμπ και αγοράζει διακόσιες μετοχές μιας εταιρείας. Το 1929 οι μετοχές γίνονται άχρηστα χαρτιά. Ο Πάτρικ σκοτώνεται κατά την απόβαση της Νορμανδίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για χάρη της νέας του πατρίδας.

Μετά τον θάνατο του αγαπημένου της νιώθει αφόρητη μοναξιά και βασανίζεται από το αίσθημα της αποτυχίας.  Βρίσκει παρηγοριά στον Τζον Κόντακ, έναν αλήτη γεννημένο στην Αμερική από Έλληνες γονείς, και εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο. Υιοθετεί ένα κατατρεγμένο ελληνόπουλο κατά την εποχή του Εμφυλίου. Δωρίζει στην ορθόδοξη εκκλησία της πόλης ένα ποσοστό των μετοχών της και τρέπεται σε φυγή πίσω στη Νέα Υόρκη. Καταλήγει σε γηροκομείο του Μπρονξ ενώ ο θετός γιος της σμίγει με τη φυσική του μητέρα στην Ελλάδα. Παραλείπω κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες από την περίληψη της ταραχώδους ζωής της Μίκας, για να μην αποκαλύψω την έκπληξη που περιμένει τον αναγνώστη στο τέλος της ιστορίας. Η αστυνομική πλοκή του μυθιστορήματος επιβάλλει, εξάλλου, το κλείσιμο με μια περίτεχνη ανατροπή.

Οι δύο βασικοί ήρωες κινούνται παράλληλα σε δύο χρονικά επίπεδα, τα οποία καθρεφτίζουν αντίστοιχες φάσεις της υπερπόντιας μετανάστευσης. Η Μίκα αντιπροσωπεύει το μεταναστευτικό ρεύμα του Μεσοπολέμου, όσους εκδιώκονται με ευθύ ή πλάγιο τρόπο, ριζώνουν στην Αμερική και διαμορφώνουν μια σχέση νοσταλγίας και απέχθειας για τη μητέρα -  Ελλάδα, που στη συνείδησή τους ταυτίζεται ταυτοχρόνως με τον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας και την κόλαση των ονείρων τους. Αυτή η αμφίθυμη σχέση αποτυπώνεται εύγλωττα στα ονόματα μαγαζιών και κέντρων διασκέδασης. Μέσω της συμβολικής ονοματοθεσίας εκφράζεται ο πόνος του χωρισμού, καθώς ο γενέθλιος τόπος ανασυντίθεται συμβολικά στη φιλόξενη μητριά πατρίδα: π.χ.Λευκός Πύργος, Η Ελληνική Κουζίνα, Γκρικ Μουσακά, Ωραίος ως Έλλην. Ο Κοσμάς εκπροσωπεί τη νεώτερη γενιά μεταναστών. Τους ανθρώπους που επιλέγουν την Αμερική ως χώρο σπουδών και επαγγελματικών ευκαιριών. Μένουν μόνιμα εκεί, φτιάχνουν μεικτές οικογένειες και σφυρηλατούν νέα ταυτότητα. Οι δύο ομάδες αντιμετωπίζουν κοινά αλλά και διαφορετικά προβλήματα, που σχολιάζονται άλλοτε αναλυτικά κι άλλοτε υπαινικτικά στο περιθώριο της αφήγησης.

Το σημαντικότερο ζήτημα είναι αυτό της οικοδόμησης της πολιτιστικής ταυτότητας. Ο μετανάστης στέκεται μετέωρος ανάμεσα σε δύο πολιτισμικά πλαίσια, αυτό της χώρας που αφήνει και αυτό της χώρας που έρχεται. Τόσο ο Κοσμάς όσο και η Μίκα -αλλά και τα άλλα δρώντα πρόσωπα- με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση βιώνουν διλήμματα ταυτότητας. Παρότι σέβονται και ως ένα βαθμό θέλουν να διατηρήσουν την ελληνική καταγωγή τους, την ίδια ώρα επιθυμούν διακαώς να αποτινάξουν από πάνω τους το στίγμα του ξένου και να γίνουν Αμερικανοί. Έτσι διαπλάθεται η ερμαφρόδιτη ταυτότητα του Ελληνοαμερικάνου, η οποία εμπεριέχει πλήθος αντιθετικών στοιχείων. Κατά βάση πρόκειται για έλξη και απώθηση της Ελλάδας με όρους ψυχαναλυτικούς. Έλξη διότι αποτελεί τον πυρήνα του «Εμείς» στον ξένο τόπο αλλά και απώθηση διότι ο Ελληνοαμερικανός πιέζεται από τις καταστάσεις να μεταμορφωθεί σε πολίτη μιας πολυεθνικής και συνάμα βαθύτατα συντηρητικής κοινωνίας. Η συντηρητικότητα και η πίστη σ’ ένα φαντασιακό έθνος είναι ο συνδετικός κρίκος της αμερικάνικης πανσπερμίας.

Το σχήμα της έλξης / απώθησης βρίσκει εφαρμογή στο σύνολο της καθημερινότητας του μετανάστη. Δίνω ορισμένα παραδείγματα - πάντα από το μυθιστόρημα. Ο Κοσμάς ψηλαφώντας τα αχνά ίχνη της Μίκας στο μουσείο του Έλλις Άιλαντ έχει την ψευδαίσθηση ότι η παραμονή του στην Αμερική είναι προσωρινή: Καθώς γίνομαι ένα με τους τουρίστες έχω την εντύπωση πως, μετά το τέλος του ταξιδιού, θα πάρω το αεροπλάνο της επιστροφής στην Ελλάδα. Ο ίδιος ήρωας μέσω της γεύσης αποπειράται να επικοινωνήσει με το ελληνικό παρελθόν του. Αν και η αλλοεθνής γυναίκα του αρνείται να του προσφέρει τη γευστική επιστροφή στις ρίζες -θεωρώντας πως η φασολάδα με το ωμό κρεμμύδι αποτελεί γαστρονομική βαρβαρότητα- η ερωμένη του σπεύδει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Ο Κοσμάς αναστατώνεται, διότι η απουσία του από την οικογένεια λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων ωθεί τα δίγλωσσα παιδιά του να εγκαταλείπουν τα ελληνικά και να στρέφονται αποκλειστικά στα αγγλικά. Η ίδια αντίθεση έλξης / απώθησης εντοπίζεται και στο υπόβαθρο της κιτς διακόσμησης μαγαζιών και σπιτιών των Ελληνοαμερικάνων. Στο σπίτι ενός παράγοντα της ομογένειας, που δυσκολεύεται να μιλήσει ελληνικά, ένας θολωτός πετρόκτιστος διάδρομος δέκα μέτρων αντιγράφει τις Μυκήνες υπογραμμίζοντας τις ποικίλες αντινομίες στη ζωή του μετανάστη.

Ο τόπος καταγωγής αλλά και τόποι διαμονής του συγγραφέα παρεισφρέουν ως γενέθλιοι τόποι δευτερευόντων ηρώων. Για παράδειγμα η Πρέβεζα είναι η πόλη του θείου του Κοσμά, το γενέθλιο Συρράκο της Ηπείρου είναι το χωριό της γυναίκας του μεγαλοεπιχειρηματία Ελ Κοναρίδη και από την Αλεξανδρούπολη είναι η Φωτεινή Πετρούδη, ψυχολόγος και αξιοσέβαστο μέλος της ομογένειας. Στο πρόσωπο του Ηλία Καλοσίμου, καθηγητή και διευθυντή του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο Οχάιο Στέιτ Γιουνιβέρσιτι, ο συγγραφέας μεταφέρει ψήγματα της ακαδημαϊκής του εμπειρίας και, όπως συμβαίνει και στο Ο δικός μου Θεός (2004), το μυθιστόρημα ρέπει ελαφρώς προς το λεγόμενο campus novel, το δυτικότροπο δηλαδή πανεπιστημιακό μυθιστόρημα.

Οι ομοιότητες με το προηγούμενο μυθιστόρημά του συγγραφέα Ο δικός μου Θεόςείναι, κατά τη γνώμη μου, έκδηλες εξαιτίας της κοινής ανθρωπολογικής οπτικής. Ο επιστήμονας Αυδίκος, συνειδητά ή ασυνείδητα, δανείζει τη διεισδυτική ματιά του ανθρωπολόγου στους ήρωές του. Ο Anoop Chandola, καθηγητής ανατολικών ασιατικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα και μυθιστοριογράφος, διαπιστώνει ότι μια κατηγορία μυθιστορημάτων που ονομάζονται από την κριτική εθνογραφικά ήανθρωπολογικά «συνθέτουν ένα καινούργιο είδος, όχι ιδιαίτερα γνωστό. Τέτοιου τύπου μυθιστορήματα περιέχουν μια ανθρώπινη ιστορία που εστιάζει στο έθνος, τον πολιτισμό και το πολιτισμικό περιβάλλον όπως παρατηρείται από έναν έμπειρο συγγραφέα». Πιστεύω πως ο παραπάνω ορισμός ταιριάζει απόλυτα στα μυθιστορήματα Η σκιά της Μίκας και Ο δικός μου Θεός του Βαγγέλη Αυδίκου, ο οποίος συμπλέκοντας τις ιδιότητες του λαογράφου και του πεζογράφου, ανοίγει έναν γοητευτικό δρόμο στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.


 *Η σκιά της Μίκας, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2013, 267 σελίδες, Από την παρουσίαση της "Μίκας" στην Αλεξανδρούπολη, 3 Οκτωβρίου 2013, Εθνολογικό Μουσείο Θράκης





Τίτλος:Η σκιά της Μίκας 
Μυθιστόρημα
Συγγραφέας:Αυδίκος, Ευάγγελος Γ.Εκδότης:Ταξιδευτής
Κατηγορία:1. Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα
ISBN:960-9692-18-4
Έτος Έκδοσης:2013
Σελίδες:267
Συντελεστές: Αυδίκος, Ευάγγελος Γ.
Τιμή Εκδότη:15,00
€Τιμή ΚΗΡΗΘΡΕΣ:15,00 €








Η Μίκα και ο Κοσμάς. Δύο άνθρωποι διαφορετικών εποχών, που προσπαθούν να ριζώσουν στην Αμερική. Ο Κοσμάς διάλεξε να σπουδάσει στην Αμερική στα τέλη του 20ού αιώνα και στη συνέχεια παντρεύτηκε με Αμερικανίδα, εργάζεται ως ερευνητής σε μια επενδυτική εταιρεία. Αναζητεί τα ίχνη της Μίκας, Ελληνίδας από τη Σμύρνη που βρέθηκε στην Αμερική μετά την καταστροφή, πέθανε φτωχή, αλλά οι οικονομικές συγκυρίες την έκαναν πλούσια μετά το θάνατό της. Τους χωρίζει μισός αιώνας, μα, τα όνειρα και οι ελπίδες είναι ίδια. Τους ενώνουν οι μετοχές. Η Μίκα αγόρασε μετοχές με την παρακίνηση του Ιρλανδού συντρόφου της κυνηγώντας το αμερικανικό όνειρο. Το οικονομικό κραχ του 1929 και οι δυσκολίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου την οδήγησαν σε περιπέτειες και ταλαιπωρίες. Πίστεψε πως οι μετοχές θα της άλλαζαν τη ζωή. Το ίδιο πιστεύει και ο Κοσμάς, ο οποίος αναζητούσε μια ευκαιρία να πετύχει. Ένα μυθιστόρημα που επιχειρεί να μιλήσει για τη μοναξιά και τα διλήμματα των μεταναστών. Ένα μυθιστόρημα για τις ελπίδες αλλά και τις απογοητεύσεις. Ένα μυθιστόρημα που ψάχνει τις πληγές που συχνά κρύβονται πίσω από επιτυχημένα όνειρα. Ένα βιβλίο για την ελληνική διασπορά αλλά και για τα όνειρα κάθε μετανάστη. Με έρωτες που πονάνε αλλά και δίνουν ελπίδα.



Βαγγέλης Αυδίκος

Δείτε τα βιβλία του Βαγγέλη Αυδίκου ΕΔΩ

   



















Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ: «Η ποίηση είναι η εθνική μας παραγωγή»


Συνέντευξη του Ποιητή Ηλία Κεφάλα στην Έφη Δούλη,
για την εφημερίδα Τα Μετέωρα


Ένας από τους σημαντικούς ανθρώπους των ελληνικών γραμμάτων, ο ποιητής και συγγραφέας Ηλίας Κεφάλας, ο λογοτέχνης με την πανελλήνια αναγνώριση, μιλά για την εποχή μας, για την ποίηση στις μέρες μας, για όλα και για όλους, σε μια συνέντευξη - ποταμό. Αναφέρεται στη σχέση του με τον πολιτισμό και την παιδεία, όπως επίσης και στις κακοδαιμονίες και τα ελλείμματα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, αλλά και στην έλλειψη δεδομένων και αναβάθμισής του, κόντρα στο κυρίαρχο και στην παρακμή.



Κύριε Κεφάλα, είναι τιμή για μένα που μου δίνετε την ευκαιρία να συνομιλήσω μ' έναν σημαντικό πνευματικό άνθρωπο της πατρίδας μας, που έλκει τις ρίζες του από την περιοχή των Τρικάλων. Θα ήθελα ν' αρχίσω την κουβέντα μας δανειζόμενη τους στίχους σας, «όχι δεν θέλω όνειρα, φρονούσε ο πατέρας μου, πασχίζοντας τους εφιάλτες της ζωής να σβήσει». Μας στέρησαν ακόμη και το δικαίωμα στο όνειρο;

Κατ' αρχάς θέλω να σας ευχαριστήσω, κ. Δούλη, που θελήσατε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση μαζί. Κάθε λόγος για την τέχνη είναι και μια ενίσχυση της ονειρικής θέασης της ζωής. Και να που έτσι μπήκαμε αμέσως στα όνειρα. Ο ονειρικός λοιπόν κόσμος είναι για μένα ένα μετείκασμα του πραγματικού και μια ασυναίσθητη συνέχεια της παγιωμένης καθημερινότητας. Όταν η καθημερινότητα με τις συνεχείς αντιξοότητές της σε φαρμακώνει, τότε και τα όνειρά μας αποδίδονται φαρμακωμένα. Ο πατέρας μου, για να γυρίσουμε στον στίχο που επιλέξατε, κουραζόταν τόσο πολύ που δεν πρόφταινε ποτέ να ξεκουραστεί στη διάρκεια της ημέρας. Όταν τη νύχτα έπεφτε για ύπνο, έλπιζε ότι θα μπορέσει να ξεκουραστεί μέσα στο βύθος και την πλασματική ανυπαρξία του. Δεν το κατάφερνε όμως, γιατί τα αδηφάγα όνειρα συνέχιζαν την κούραση της ημέρας. Υπέφερε και εκεί, επειδή έβλεπε μόνο κακά όνειρα. Προσπαθούσε λοιπόν εξορκιστικά να διώξει τα όνειρα από τον ύπνο του, να σβήσει τους εφιάλτες, να ελαφρώσει τη δοκιμασία της νύχτας. Αυτού του είδους τα όνειρα είναι οι εκβλαστήσεις της αγωνίας μας. Και βέβαια αυτά μας τα έχουν ήδη κυριεύσει. Αυτά που δεν μπορούν να τα αλλοιώσουν είναι τα οραματικά όνειρα, οι κρυφοί σχεδιασμοί μας που προβάλουν τις επιθυμίες και τις προοπτικές μας μέσα στο αύριο.
Ο τίτλος ενός από τα ποιήματά σας είναι «Η Ποίηση σε γονατίζει κι αδιαφορεί». Αντιπροσωπεύει αυτή η ρήση τούς ποιητές;

Έχω δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό μέσα από το συγκεκριμένο ποίημα. Θέλω να πω ότι η ποίηση απαιτεί θυσίες και σε θέλει ταγμένον. Η ποίηση ενδιαφέρεται μόνο για την ανέλιξή της και για καμία εγκόσμια δόξα. Σε κυριεύει και σε κατέχει. Σε κατευθύνει. Χαρακτηριστικός είναι ο στίχος του Πάουντ: «Αχ κι αυτό το καταραμένο έργο τής γραφής που θέλει το μυαλό σου όλη την ώρα να δουλεύει». Και εννοεί βέβαια να δουλεύει ακατάπαυστα υπέρ της ποίησης. Οπότε, όλοι οι πραγματικοί ποιητές υπακούουν τυφλά σ' αυτό το απροσδιόριστο εν τι της σκοτεινής παρόρμησης.
Βασικά στοιχεία τής ποίησής σας είναι η Φύση, η ελπίδα, η μνήμη, η θλίψη. Πόσο επηρέασε ο γενέθλιος τόπος σας, ένα μικρό χωριό των Τρικάλων, ο Μέλιγος, την έμπνευσή σας;

Σίγουρα το μικροπεριβάλλον, που καθορίζει την ηλικιακή ωρίμανση του κάθε ανθρώπου, επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και του εν γένει συναισθηματισμού του. Το περιβάλλον στην περίπτωση τη δική μου ήταν μία μικρή αγροτική οικογένεια του συνεχούς μόχθου, που τη διαπερνούσε δυναμικά ένα αίσθημα ανυποχώρητης αξιοπρέπειας και τιμιότητας, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο κόσμο τού μικρού χωριού, που διέθετε αρετές ακέραιας συνύπαρξης. Αυτά με σημάδεψαν για όλη μου τη ζωή. Φανταστείτε τις δράσεις αυτές τοποθετημένες στον ανοιχτό ορίζοντα και να αλληλοεπηρεάζονται ανεπαίσθητα από τις φυσικές μεταβολές. Αυτό υπήρξε μάθημα για μένα. Έτσι κάθε πλοκή και κάθε προβληματισμός τής ποίησής μου τοποθετείται μέσα στην πολύφυλλη φύση, για να υπονοούνται όλες οι μεταβολές σαν μέρος της φύσης και σαν απόλυτα φυσικό επακόλουθο.
Γι' αυτό και ο κάθε ποιητής εμπνέεται όχι τόσο από τον κόσμο που τον περιβάλλει, αλλά από τον κόσμο που έχει διαμορφώσει μέσα του και τον κουβαλά μαζί του κάθε στιγμή.
Υπάρχει κάποιος ή κάποιοι ποιητές, που θαυμάζετε, κύριε Κεφάλα;

Κάθε ποιητής είναι ένας διαρκής αναγνώστης. Έτσι όλες οι κατά καιρούς αναγνώσεις του τον φέρνουν κοντά και σε κάθε καινούριο συγγραφέα, που τότε τον γνωρίζει. Κατά καιρούς λοιπόν, και ανάλογα με τα διαβάσματά μου, βρισκόμουν κάτω από τη γοητευτική έκλαμψη διαφορετικών ποιητών. Όταν ήμουνα στο δημοτικό αγαπούσα τον Κρυστάλλη, καθώς ο πατέρας μου είχε αγοράσει τα άπαντά του στην τρικαλινή πανήγυρη. Ύστερα γνώρισα τον Δροσίνη, τον Πορφύρα, τον Παλαμά (από τα σχολικά αναγνώσματα πάντα – ούτε να διανοηθεί κανείς ότι υπήρχε βιβλιοθήκη στο σπίτι) και, μπαίνοντας πιο πολύ μέσα στα νάματα της ποίησης, αιχμαλωτίστηκα από τον Σολωμό και την ποίηση του μεσοπολέμου. Ύστερα θαύμασα τον υπερρεαλισμό. Βγαίνοντας έξω από τα σύνορα της χώρας, διαπίστωσα ότι οι ποιητές που διακονούσαν το αγροτικό σύνδρομο, όπως π.χ. ο Λόρκα και ο Γιεσένιν ή ακόμα και η Ντίκινσον ήταν οι αγαπημένοι μου. Πάντως, σε όλες τις περιόδους και σε όλα τα μήκη και πλάτη, υπάρχουν ποιητές που έχουν να προσφέρουν στιγμές εκφραστικής μαγείας και πολύ υψηλής έμπνευσης.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας Έλληνας ποιητής;

Δεν υπάρχει ένας αγαπημένος ποιητής, αλλά ομάδες ποιητών ή μεμονωμένα έργα κάποιων ποιητών. Θα ξεχώριζα εύκολα τον αθάνατο Όμηρο με την Ιλιάδα του, τα φραγκμέντα των αρχαίων λυρικών, την Παλατινή ανθολογία, την αχλύ τού μεσοπολέμου με το παρακμιακό κλίμα τής απαισιοδοξίας και το spleen, το κλίμα του Καρυωτάκη που μας ωθεί να είμαστε καριωτακικοί αλλά όχι καριωτακίζοντες, ο ήπιος υπερρεαλισμός, η τέταρτη διάσταση του Ρίτσου, οι εκφραστικές μινιατούρες της άπω Ανατολής και πολλά άλλα. Εδώ θα ήθελα να συμπληρώσω, κυρία Δούλη, ότι η Ελλάδα έχει ποιητές πολύ υψηλής στάθμης σε όλες τις εποχές τής γραμματείας της, που δύσκολα συγκρίνονται με ποιητές άλλων χωρών. Όμως, το φράγμα της γλώσσας εμποδίζει τη διάδοση ανά τον κόσμο τής πανάξιας αυτής ποίησης. Αυτή είναι η εθνική μας παραγωγή, αυτήν πρέπει να φροντίσει και να προβάλει η πολιτεία, αφού βιομηχανική παραγωγή δεν θα έχουμε ποτέ.
Παράλληλα με την ποίηση ασκείτε λογοτεχνική κριτική, κριτικές αποτιμήσεις προσώπων και κειμένων τής νεοελληνικής γραμματείας και συνεργάζεστε με περιοδικά λόγου και τέχνης, καθώς είστε κι ένας από τους πνευματικούς ανθρώπους που συντελούν στην έκδοση των «Τρικαλινών». Είναι τρόπος έκφρασης, οπτική ζωής, είναι ανάγκη προσφοράς μέσω της παιδείας , ή κάτι άλλο;

Για μένα είναι συμπλήρωμα της ποίησης. Ο αναγνώστης μπορεί να το εισπράξει ποικιλοτρόπως. Η ανάγκη πάντως για έκφραση ωθεί συνεχώς τον δημιουργό να κονταροχτυπηθεί και με άλλα είδη του λόγου. Η δική μου κριτική βρίσκεται πολύ κοντά στην ποιητική έκφραση. Υπάρχουν ταυτόχρονα ένας εξπρεσιονισμός και ένας ιμπρεσιονισμός, που την διαποτίζουν και την κάνουν να λειτουργεί με τη λογική του συναισθήματος, που παράγεται από την κατανόηση και την αποδοχή οικείων πραγμάτων. Όταν δεν μιλήσει πραγματικά μέσα μας το κρινόμενο έργο, τότε η αναφορά μας σ' αυτό δεν θα έχει κανένα στοιχείο συναισθηματικής αληθοφάνειας και αντιληπτικής σαφήνειας. Σήμερα παρατηρούμε ότι σχεδόν όλοι οι μεγάλοι ποιητές είναι και πολύ καλοί δοκιμιογράφοι. Αυτό υπήρξε για μένα ένας κατευθυντήριος δρόμος, γι' αυτό και οι κριτικές μου στα λογοτεχνικά περιοδικά υπερβαίνουν τις χίλιες, γι' αυτό και τα δοκιμιακά μου βιβλία έφθασαν αισίως τα πέντε.
Ποιος ήταν ο άνθρωπος που σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με την ποίηση;

Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σε οδηγήσει κάπου, αν αυτό το κάπου δεν σε καλεί το ίδιο κοντά του και αν εσύ ο ίδιος δεν το βλέπεις μπροστά σου με τα εσωτερικά σου μάτια, από τις προμήτριες ακόμα καταστάσεις. Ασχολούμαστε με την ποίηση, επειδή δεν μπορούμε να ενεργήσουμε διαφορετικά. Είναι ένας σκοτεινός νόμος, στον οποίο υπακούμε τυφλά, μια δεξιότητα που μας δυναστεύει. Μια ομορφιά που υπόσχεται πολλά και αποκαλύπτεται λίγο-λίγο και κάποτε ποτέ.
Σε ποια ηλικία γράψατε το πρώτο σας έργο;

Αν με τη λέξη έργο εννοείτε ολοκληρωμένο βιβλίο, τότε το 1980 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική μου συλλογή με τίτλο «Τα Μαστίγια», ύστερα από παρότρυνση του ποιητή Δημήτρη Δούκαρη, που τότε εξέδιδε το περιοδικό «Τομές». Ήμουνα στην ηλικία των 29 ετών και το πρώτο βιβλίο περιλάμβανε ποιήματα του αμέσως προηγουμένου διαστήματος. Αυτά είχε δει ο Δούκαρης και με τον τρόπο του μου επιβεβαίωσε ότι είμαι ποιητής και ότι πρέπει να εκδώσω χωρίς φόβο τα ποιήματά μου. Βέβαια μεμονωμένες δημοσιεύσεις ποιημάτων είχαν προηγηθεί σε τοπικές εφημερίδες των Τρικάλων και το περιοδικό «Μετέωρα» του Αχ. Καρανάσιου, αλλά όλα αυτά δεν ήταν παρά ποιητικές αφέλειες. Η πρώτη επίσημη δημοσίευση ποιήματός μου έγινε στο περιοδικό «Νέα Εστία» του Πέτρου Χάρη το 1977.
Ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή στην πορεία σας;

Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε μια τέτοιου είδους απογραφή, όταν η ζωή μας συνεχίζεται. Θυμάστε τον Σόλωνα και τη ρήση του «μηδένα προ του τέλους...». Θέλω να πω απλώς ότι στενοχώριες δοκιμάζουμε και υφιστάμεθα συνεχώς στη ζωή μας και ότι αυτές συνιστούν μια ατελείωτη αρμαθιά λυπημένων ημερών. Όπως επίσης και πολλές χαρές, τις συναντούμε και αυτές και επικεντρώνονται στις διαλεχτές στιγμές τής ζωής μας όταν γνωρίζουμε σημαντικούς ανθρώπους, όταν δημιουργούμε άξιες φιλίες, όταν κάνουμε οικογένεια, όταν ως καλλιτέχνες παραδίδουμε στο κοινό ένα περαιωμένο έργο. Δεν έτυχε μέχρι στιγμής να ζήσω κάτι το τόσο πολύ καλό ή κακό, ώστε να το αξιολογήσω στον υπερθετικό βαθμό. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω οπωσδήποτε κάποιες στιγμές καλές ή κακές, τότε θα θυμόμουνα τις απώλειες προσφιλών μου προσώπων, τη γνωριμία με τη γυναίκα μου Αθηνά και τη γέννηση των παιδιών μου και, βέβαια, γιατί όχι, τις πρώτες ημέρες που ακολουθούσαν την έκδοση του κάθε βιβλίου μου, όταν το κρατούσα στα χέρια μου με τη μυρωδιά ακόμα του τυπογραφείου και έψαχνα αγωνιωδώς να δω αν είχαν παρεισφρήσει τυπογραφικά λάθη.
Η θεωρία τής λογοτεχνίας βοηθάει τον ποιητή, κύριε Κεφάλα;

Καμία θεωρία δεν υποκαθιστά τον ποιητή. Οι θεωρίες είναι «άχρηστες γενικεύσεις που ποικίλλουν από εποχή σε εποχή και από άνθρωπο σε άνθρωπο» είχε πει ο Μπόρχες, θέλοντας να υπογραμμίσει ότι ο ποιητής μπορεί να κάνει και χωρίς τη θεωρία. Ωστόσο, τα πράγματα σήμερα δεν είναι τόσο απλά ή απλοϊκά. Θέλω να εξηγήσω ότι πέρασε ο καιρός που ένας ποιητής ή ένας καλλιτέχνης εν γένει μπορούσε να ήταν αγράμματος και να βασιζόταν μόνο στο ένστικτό του. Όλοι πρέπει να διαθέτουν τα όπλα της γνώσης, γιατί αυτά τον κάνουν αξιόμαχο, προσεκτικό, σοβαρό. Η θεωρία λοιπόν έρχεται αρωγός στον ποιητή, επειδή τον ολοκληρώνει και του δείχνει από πού πέρασε η ποίηση και από πού και πώς προχωράει στο μέλλον.
Πώς είναι η ζωή στην επαρχία για έναν δημιουργό, έναν λογοτέχνη;

Υπάρχει σήμερα επαρχία; Πέρασε ο καιρός που υπήρχαν οι κεντρικοί και οι περιφερειακοί ποιητές (Παππάς στα Τρίκαλα, Σκαρίμπας στη Χαλκίδα – αντιμέτωποι με το κράτος των Αθηνών), τώρα πια είναι ανόητη μια τέτοια κατάταξη. Ο Βρεττάκος έγραφε στις Κροκεές, ο Παυλόπουλος στον Πύργο, ο Λάσκαρης στην Πάτρα, για να αναφέρω μόνο ποιητές που έφυγαν και ήταν πάντα τόσο κεντρικοί. Σήμερα με την καταπληκτική τεχνολογία δεν υπάρχει κέντρο και απόκεντρο. Χάρις στο διαδίκτυο συνομιλώ κάθε μέρα με ποιητές από την Αθήνα, το Παρίσι, το Μεξικό, το Μπουένος Άιρες. Βρίσκομαι παντού. Και με καλούν από παντού. Σε δύο μήνες πρέπει να βρίσκομαι στη Λοντέβ της μεσημβρινής Γαλλίας, για το φεστιβάλ της μεσογειακής ποίησης. Λίγο αργότερα στην Αλγερία για να συντονίσουμε μια κοινή έκδοση αλγερινών και ελλήνων ποιητών. Οι ποιητές με γνωρίζουν σχεδόν από παντού. Το κοινό, πού είναι;
Γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ποίηση (ή τους ποιητές);

Επειδή ο κόσμος έμαθε, του έμαθαν, να μη νιώθει την ανάγκη τής ποίησης. Και είναι τόση ομορφιά μέσα στην ποίηση, που συνιστά την καλύτερη παιδεία για την ηθική, γνωστική και αισθητική ανύψωση του ανθρώπου. Κρίμα, γιατί όλος αυτός ο πλούτος πάει χαμένος. Ο διεισδυτικός Νερούντα διείδε ότι η ποίηση δεν ανήκει σ' αυτούς που τη γράφουν, αλλά σ' αυτούς που την έχουν ανάγκη. Οπότε πρέπει να διαφοροποιηθούν οι ανάγκες τού ανθρώπου και αυτό είναι χρέος συλλογικό. Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς είπε χαρακτηριστικά ότι η ποίηση δεν έχει καθόλου χρήμα και το χρήμα καθόλου ποίηση. Μακάρι ο κόσμος να πλησιάσει την ποίηση και να γίνει αυτό που οραματίστηκε ο Ντέιβιντ Καραντάιν: αν δεν μπορείς να είσαι ποιητής, τότε γίνε το ποίημα.
Τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο σήμερα ποιητή, κύριε Κεφάλα; Γεννιέται κανείς ποιητής ή γίνεται; Εσείς για παράδειγμα, την ποίηση θα μπορούσατε να την αποφύγετε;

Νομίζω ότι το έχουμε απαντήσει με όλα τα προεκτεθέντα. Ο ποιητής γεννιέται με έναν ανεξήγητο τρόπο. Δεν γίνεται, η ποίηση δεν σπουδάζεται και όλα τα εργαστήρια λογοτεχνίας των πανεπιστημίων δεν παράγουν νέους συγγραφείς, ματαιοπονούν πάνω σ' αυτό, απλώς επιμορφώνουν λογοτέχνες ήδη ξεκινημένους από τη φύση τους. Γι' αυτό και κανένας δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του. Θέλοντας να εκφράσει αυτό το δαιμονιακά ανεξήγητο του θέματος ο Βαλερύ είχε πει: Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τί τραγουδάει και τί είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, τότε δεν θα τραγουδούσε ποτέ.
Ποιο είναι το τελευταίο σας ποίημα;

Έχει τίτλο «Το φεγγάρι» και σας το παραθέτω:
Γνωστή κι αυτή η αλήθεια από πολλούς αρχαίους συγγραφείς: οι Θεσσαλές γυναίκες την τέχνη της μαγείας γνώριζαν και κατεβάζαν το φεγγάρι στην αυλή τους, κάνοντας το υπαίθριο αλωνάκι μυστικό ναό. Έτσι κι απόψε που βλέπω αυτό το υπέρλαμπρο φεγγάρι να γρατσουνά διογκωμένο το βουνό και ύστερα, χρυσίζοντας τα νέφη και τα ρείθρα των πηγών, συρόμενο να κατεβαίνει τα δρομάκια των χωριών, σαν λυπημένο πρόσωπο παιδιού που χάθηκε, ψάχνω να βρω πού γίνονται τα μάγια, πού δένονται τα ξόρκια, πού θα δοθούν της μοίρας μας οι τελικοί χρησμοί.
Θυμάστε πότε γράψατε τον πρώτο σας στίχο;

Ναι, είναι μια πολύ ποιητική εικόνα και γι' αυτό δεν την έχω ξεχνώ ποτέ. Είμαι στην τετάρτη δημοτικού, έχω ανέβει στην ανθισμένη κυδωνιά, κουνιέμαι στο κλαδί και τρώω αυτό το τριανταφυλλένιο χιόνι που βγαίνει από τα άνθη της. Τραγουδώ. Ξαφνικά σταματώ γοητευμένος, πηδάω σαν πουλί κάτω από το δέντρο και παίρνω τη σχολική μου σάκα από το έδαφος. Βγάζω το πρόχειρο τετράδιο και σημειώνω τον πρώτο μου στίχο. Ο στίχος δεν διασώθηκε, διασώθηκε μόνο η πρωτογενής εικόνα της διαδικασίας. Κάθε φορά που θέλω να δώσω έναν ορισμό για το τί είναι έμπνευση, έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα αυτή.
Τί σας ανησυχεί περισσότερο στην εποχή μας;

Οι παντός είδους εκπτώσεις στη ζωή μας. Η έλλειψη οράματος. Η έλλειψη αλληλεγγύης. Η ανεργία και η φτώχεια. Η έλλειψη των μεγάλων ανδρών που θα είναι σε θέση να μας οδηγήσουν κάπου μακρύτερα. Η αποδιοργάνωση των κοινωνικών ιστών. Η Ελλάδα.
Αν κλείνατε αυτή τη συζήτηση μ' έναν στίχο σας ποιος θα ήταν αυτός;

Είναι από το ποίημα «γραφή» της συλλογής «Τα μνήστρα της αβύσσου» (2003): «Αυτήν τη λέξη εγώ την έγραψα ή μήπως μια απορημένη λέξη είμαι κι εγώ που μυστικά την έγραψε ένας άλλος;»

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Ηλίας Κεφάλας γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Μέλιγος Τρικάλων. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα, όπου και έζησε από το 1969 έως το 1992. Σήμερα ζει και πάλι στον γενέθλιο τόπο, καλλιεργώντας την ποίηση και παρακολουθώντας τη φύση να επιμένει στην αέναη ανθοφορία της. Ασκεί λογοτεχνική και εικαστική κριτική, συνεργαζόμενος με περιοδικά λόγου και τέχνης. Σε στήλη του περιοδικού «Ευθύνη» δημοσιεύει κριτικές αποτιμήσεις προσώπων και κειμένων της νεοελληνικής γραμματείας. Σε πολλές εφημερίδες και άλλα περιοδικά παρουσιάζει τις εντυπώσεις του από τα θέματα της σύγχρονης λογοτεχνικής δημιουργίας. Παλαιότερα διακόνησε επισταμένως τη κριτική βιβλίου στα περιοδικά «Τομές», «Νέες Τομές», «Διαβάζω» και «Οδός Πανός», όπου φιλοξενήθηκαν περισσότερα από χίλια κείμενά του. Εξέδωσε συνολικά 25 βιβλία, από τα οποία τα 10 ποιητικά, 4 πεζογραφικά, 5 δοκιμιακά, 5 παιδικά και μία ποιητική ανθολογία. Κάποια ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και πολωνικά.

Πηγή: Τα Μετέωρα