Αργύρης Χιόνης |
"Πέρασε τη ζωή του
γράφοντας ποιήματα
με τη γομολάστιχα"
Αργύρης Χιόνης
~ Είμ' ένα βιβλίο. Κάποιος με διαβάζει. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνει από μένα, δεν ξέρω αν μου βρίσκει κάποιο βάθος. Πάντως δυσκολεύεται στο διάβασμα η βαριέται' συχνά με παρατά, τσακίζοντας τα φύλλα μου, εγκαταλείπει για καιρό και, όταν κάποτε επιστρέφει, έχει πλέον χάσει τη συνέχεια, έχει ξεχάσει ο,τι έχει διαβάσει. Έτσι, με ξαναπιάνει απ΄ την αρχή, για να με παρατήσει πάλι, υστερ΄από λίγο, κουρασμένος.
Δεν ξέρω αν διαβάζει άλλα βιβλία, δεν ξέρω καν πως βρέθηκα στα χέρια του, όμως εδώ είμαι, αυτός είναι η μοίρα μου και, αν αυτός δεν με διαβάσει, άλλον αναγνώστη δεν πρόκειται να βρω.
~ Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου -γάτες με πέλματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής - τρίβονται μια στιγμή αναμεσα στα πόδια μου' σκύβω να τις χαιδεψω' έχουνε κιόλας φύγει.
~ Η φωνή της, στο τηλέφωνο, ήταν τόσο γλυκιά, τόσο ζεστή, τόσο φρέσκια, που του ’ρχοταν να φάει το ακουστικό.
Το ’φαγε κι ήταν γλυκό κι αφράτο σαν τσουρέκι.
Τώρα, η φωνή της ηχεί, μέσα στα σπλάχνα του, ακόμη πιο γλυκιά, ακόμη πιο ζεστή, ακόμη πιο φρέσκια. (από την ενότητα "Παίγνια και σάτιρες")
~ '' Γιατί έκαψες τη στέγη μου ;'' ρώτησα τη
φωτιά.
"Για να κοιτάς τον ουρανό ανεμπόδιστα" μου απάντησε.
Από μιαν άποψη είχε δίκιο, τον έβλεπα
Όντως ανεμπόδιστα, αλλ’ ήταν τόσο άδειος,
Που έφτιαξα καινούρια στέγη αμέσως.
Ειν’ αρκετό το μέσα μου κενό, δεν θέλω κι άλλο
Πάνω απ’ το κεφάλι μου.
~ Περιπλανώμενος πλασιέ ανθέων
μες την βαλίτσα μου,
τσαλακωνένα κρίνα
που με κρίνουν.
~ Παραπατώντας
έφτασε στον θάνατο
τον μέθυσε η ζωή.(χαικου)
~ Εγώ θα φύγω,
αλλά οι ελιές που φύτεψα
εδώ θα μείνουν'
έλαιον προσφέροντας και έλεος σε όσους θα' ρθουν.
~ Ό,τι χαλάει, ο΄τι σπάει, περίτρανα τους γέροντες τρομάζει, με το δικό τους τέλος ομοιάζει, με το δικό τους τσάκισμα από του χρόνου τις απρόσεχτες και βιαστικές κινήσεις ...............................................
''Όσο κρατούν τα πράγματα κρατώ κι εγω''φαίνεται να' ναι η κρυφή τους ελπίδα.
~Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε όροφο· ισόγειο είναι χωρίς υπόγειο. Ποιος μου χτυπά λοιπόν, τις νύχτες, το πάτωμα από κάτω, ποιος μου φωνάζει οργισμένος: "Χαμήλωσε τη μουσική· υπάρχει κόσμος που κοιμάται, κόσμος εργαζόμενος, νεκρός από τον μόχθο!". (από την ενότητα "Εκδοχές του τέλους, I-XVII")
γράφοντας ποιήματα
με τη γομολάστιχα"
Αργύρης Χιόνης
~ Είμ' ένα βιβλίο. Κάποιος με διαβάζει. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνει από μένα, δεν ξέρω αν μου βρίσκει κάποιο βάθος. Πάντως δυσκολεύεται στο διάβασμα η βαριέται' συχνά με παρατά, τσακίζοντας τα φύλλα μου, εγκαταλείπει για καιρό και, όταν κάποτε επιστρέφει, έχει πλέον χάσει τη συνέχεια, έχει ξεχάσει ο,τι έχει διαβάσει. Έτσι, με ξαναπιάνει απ΄ την αρχή, για να με παρατήσει πάλι, υστερ΄από λίγο, κουρασμένος.
Δεν ξέρω αν διαβάζει άλλα βιβλία, δεν ξέρω καν πως βρέθηκα στα χέρια του, όμως εδώ είμαι, αυτός είναι η μοίρα μου και, αν αυτός δεν με διαβάσει, άλλον αναγνώστη δεν πρόκειται να βρω.
~ Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου -γάτες με πέλματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής - τρίβονται μια στιγμή αναμεσα στα πόδια μου' σκύβω να τις χαιδεψω' έχουνε κιόλας φύγει.
~ Η φωνή της, στο τηλέφωνο, ήταν τόσο γλυκιά, τόσο ζεστή, τόσο φρέσκια, που του ’ρχοταν να φάει το ακουστικό.
Το ’φαγε κι ήταν γλυκό κι αφράτο σαν τσουρέκι.
Τώρα, η φωνή της ηχεί, μέσα στα σπλάχνα του, ακόμη πιο γλυκιά, ακόμη πιο ζεστή, ακόμη πιο φρέσκια. (από την ενότητα "Παίγνια και σάτιρες")
~ '' Γιατί έκαψες τη στέγη μου ;'' ρώτησα τη
φωτιά.
"Για να κοιτάς τον ουρανό ανεμπόδιστα" μου απάντησε.
Από μιαν άποψη είχε δίκιο, τον έβλεπα
Όντως ανεμπόδιστα, αλλ’ ήταν τόσο άδειος,
Που έφτιαξα καινούρια στέγη αμέσως.
Ειν’ αρκετό το μέσα μου κενό, δεν θέλω κι άλλο
Πάνω απ’ το κεφάλι μου.
~ Περιπλανώμενος πλασιέ ανθέων
μες την βαλίτσα μου,
τσαλακωνένα κρίνα
που με κρίνουν.
~ Παραπατώντας
έφτασε στον θάνατο
τον μέθυσε η ζωή.(χαικου)
~ Εγώ θα φύγω,
αλλά οι ελιές που φύτεψα
εδώ θα μείνουν'
έλαιον προσφέροντας και έλεος σε όσους θα' ρθουν.
~ Ό,τι χαλάει, ο΄τι σπάει, περίτρανα τους γέροντες τρομάζει, με το δικό τους τέλος ομοιάζει, με το δικό τους τσάκισμα από του χρόνου τις απρόσεχτες και βιαστικές κινήσεις ...............................................
''Όσο κρατούν τα πράγματα κρατώ κι εγω''φαίνεται να' ναι η κρυφή τους ελπίδα.
~Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε όροφο· ισόγειο είναι χωρίς υπόγειο. Ποιος μου χτυπά λοιπόν, τις νύχτες, το πάτωμα από κάτω, ποιος μου φωνάζει οργισμένος: "Χαμήλωσε τη μουσική· υπάρχει κόσμος που κοιμάται, κόσμος εργαζόμενος, νεκρός από τον μόχθο!". (από την ενότητα "Εκδοχές του τέλους, I-XVII")
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αργύρη Χιόνη, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2010.
Αργύρης Χιόνης
Ο Αργύρης Χιόνης (1943-2011) γεννήθηκε στην Αθήνα. Έζησε είκοσι χρόνια σε πόλεις της βόρειας Ευρώπης (Άμστερνταμ, Βρυξέλλες), δουλεύοντας την περίοδο 1982-1992 ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι που τα εγκατέλειψε όλα για χάρη της ποίησης και της γεωργίας και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί Κορινθίας. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1966, με την ποιητική συλλογή "Απόπειρες φωτός" (εκδ. "Δωδεκάτη Ώρα"). Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: "Σχήματα απουσίας" ("Αρίων", 1973, αγγλική και ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. Tor/Amsterdam, 1971), "Μεταμορφώσεις" ("Μπουκουμάνης, 1974, ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. De Beuk/Amsterdam, 1976, μαζί με ποιήματα από τη συλλογή "Τύποι ήλων"), "Τύποι ήλων" ("Εγνατία-Τραμ", 1978), "Λεκτικά τοπία" ("Καστανιώτης", 1983), "Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη" ("Υάκινθος", 1986), "Εσωτικά τοπία" ("Νεφέλη", 1991, 1η ανατύπωση: 1999), "Ο ακίνητος δρομέας" ("Νεφέλη", 1996, 1η ανατύπωση: 2000), "Ιδεογράμματα" ("Τα τραμάκια", 1997), "Τότε που η σιωπή τραγούδησε" ("Νεφέλη", 2000), "Στο υπόγειο" ("Νεφέλη", 2004), "Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (Γαβριηλίδης, 2010). Το 2006 κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική έκδοση των δέκα πρώτων ποιητικών του συλλογών, με τίτλο "Η φωνή της σιωπής: ποιήματα 1966-2000" ("Νεφέλη"). Μετά το 1981 ασχολήθηκε παράλληλα, με την πεζογραφία, με αφηγήματα για μεγάλους, παιδιά και νέους, όπως "Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα" ("Αιγόκερως", 1981), "Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς" ("Πατάκης", 1995), "Τρία μαγικά παραμύθια" ("Πατάκης", 1998), "Όντα και μη όντα" ("Γαβριηλίδης", 2006) και "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες" ("Κίχλη", 2008, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, εξ' ημισείας με τον Τόλη Νικηφόρου). Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση, μεταφράζοντας έργα των Οκτάβιο Πας ("Ποιήματα", 1981), Ράσελ Έντσον ("Όταν το ταβάνι κλαίει", 1986), Τζέιν Όστεν ("Περηφάνια και προκατάληψη", 1997), Ρομπέρτο Γιάρος ("Κατακόρυφη ποίηση", 1997) και Ανρί Μισώ ("Με το αγκίστρι στην καρδιά: μια επιλογή από το έργο του", 2003). Έφυγε από τη ζωή απροσδόκητα το απόγευμα των Χριστουγέννων του 2011, από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 68 ετών, στο Θροφαρί Κορινθίας, όπου ζούσε επί είκοσι χρόνια.