Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Σελήνη 20 ημερών

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

(1922-1988)



Σελήνη 20 ημερών

Γεγονότα και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της φανταστικής,
που δεν την έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους μεταγενέστερους.

Και συχνά σχεδίασα ταξίδια στο άγνωστο — θέλω να πω καλύτερα να μη ρωτάει κανείς
γιατί ώσπου να γυρίσω εκείνο το βράδυ απ’ το συμβολαιογραφείο του θείου Ιάκωβου
είχαν όλοι πεθάνει —
από τότε περιπλανιέμαι στην τύχη ή αργοπορώ στα δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων
όπου στενάζει το ανεκπλήρωτο των εραστών, απομεινάρια μοναξιάς κάτω απ’ τα έπιπλα, σκιές από φτωχές αμαρτίες.
Και συνήθως τα πράγματα που κράτησες στα χέρια σου
χάνονταν μυστηριωδώς: σα να 'σουν κάπου άλλου την ώρα που τα χρησιμοποιούσες.
Ίσως γι' αυτό κι οι αποτυχίες σου δε σε πλήγωσαν ποτέ, αφού βέβαια την ώρα που αποτύχαινες
εσύ δεν ήσουν εδώ. Πού ήσουν λοιπόν;
Και γιατί γύρισες;

Στο δρόμο, κάτω απ’ τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν χρόνια τώρα
ακουμπισμένος στο φανοστάτη. Ποιος άγνωστος! Κι οι φλόγες των κεριών τα βράδια
που τις σαλεύει μια πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη — ποιόν συγχωρεί;

Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του πατρικού κήπου
σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων — κι ένιωθα σα να μ' έχουν μυστικά ετοιμάσει
να υποδεχτώ τη μητέρα
τη μέρα που θα με γεννούσε.

Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας
στον άλλον ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.

Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ' αλλάξει ο κόσμος, γιατί όπως όλοι μας
έζησα κι εγώ αφηρημένα — βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά
αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν' ανεβάσουμε εν' άρρωστο πουλί στο δέντρο)
και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν
ή ονειρευόμουν να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές ευδαιμονίες
και στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι
νεκροί έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα.

Τώρα ανεβαίνω σε μιαν άμαξα απ’ αυτές που διασχίζουν τον ύπνο μου
και δραπετεύω. Θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του
άλλου αιώνα
να νοσταλγώ τον Θεό.

Άλλα τις νύχτες παίρνω χάπια και πλαγιάζω νωρίς, όχι για να κοιμηθώ,
αλλά για να πάω σε παράξενες συναντήσεις με ανθρώπους που έχασα
ή με πρόσωπα αβέβαια, θαμπά, πριν από χρόνια σε κάποιες νύχτες ξαφνικά συναντημένα — και δόξα τω Θεώ δεν κατάλαβα ποτέ τον κόσμο
και αυτό το ρίγος που διατρέχει το σπίτι είναι από πράξεις που
αποφύγαμε (και μετανιώσαμε)
μεγάλα γεγονότα που χάθηκαν μες στη συντομία των ήμερων, σκέψεις υπέροχες που αρκέστηκαν στα δάκρυα
και τις νύχτες η πικρή ανάμνηση εκείνων που σε πρόδωσαν
και που ο ύπνος τους συγχωρούσε. Κι αγάπησα τις λέξεις που με ταπείνωσαν γιατί με ανακαλούσαν σε μιαν άλλη παιδικότητα.
Α, έχασα τις μέρες μου
αναζητώντας τη ζωή μου.

Ώσπου σιγά-σιγά όλα σωπαίνουν και μόνο το χαλασμένο πάτωμα τρίζει δυσοίωνα — συλλογιέμαι τους δρόμους έρημους κατά κει που
φύγαν τα χρόνια
τα θρανία να σαπίζουν κάτω απ’ τα παλιά υπόστεγα και το ρολόι
πάνω στον κομό χτυπούσε σα μια πληγή, αλλά γιατί να μας παιδεύουν πράγματα
που τα 'χουμε ξεχάσει
ενώ τα βράδια η σελήνη έβγαινε απαλά απ’ τα σύννεφα φωτίζοντας τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο
και τα όνειρα των τρελών που είναι ίσως αθάνατοι — στιγμές που ανοίγεις ένα παράθυρο σα να
λύνεις ένα αίνιγμα ή κλείνεις μια πόρτα σα να συνοψίζεις μια ζωή.

Όμως, εγώ το προαισθανόμουνα ότι αυτή η υπόθεση που άρχισε
τόσο αινιγματικά
θα τελείωνε εντελώς ανεξήγητα — τι θέλω να πω; μα γιατί οι
άνθρωποι να θέλουν πάντα κάτι να πούνε; κι άλλοτε διάβαζα τα γράμματα που είχα γράψει ο ίδιος στον
εαυτό μου έτσι δε μου 'λειψε ποτέ μια μικρή ανταπόκριση —

θυμάμαι κάποτε που κουρασμένος κάθισα πάνω στη βαλίτσα μου σε κάποιον έρημο
σταθμό:
περίμενα να περάσει ένα παιδικό τραίνο ή να κατέβει από ένα βασιλικό βαγόνι η αξέχαστη Ρεζεντά
γιατί υπήρξα κι εγώ παιδί κι υστέρα νέος κι έκλαψα σε μοναχικά δωμάτια
ή στο πάρκο, νύχτες... Ώ μακρινά πράγματα του κόσμου, δε θα
σας γνωρίσουμε ποτέ όμως εσείς είναι που δίνετε αυτό το νόημα στη ζωή μας.

Λόγια που δεν τα καταλάβαμε παρά όταν ήταν πια αργά, πράξεις ακατανόητες που εξηγήθηκαν μια νύχτα σ' έναν εφιάλτη κι ίσως η μεγάλη περιπέτεια μας περίμενε σε μια πάροδο που δεν της δώσαμε σημασία.

Όμως
η πραγματικότητα, φίλοι μου, έχει πεθάνει από καιρό, γι' αυτό σαν πέφτει η νύχτα
θυμηθείτε με. Και συχνά διέσχισα μεγάλους δρόμους χωρίς να φτάσω ακόμα πουθενά
με το φόβο ότι κάποια στιγμή θα εννοήσω, ίσως γι' αυτό ενδίδω εύκολα κι αχ
δε θα μάθει ποτέ κανείς ποιος είναι ο προορισμός του, «μα, επιτέλους, τι ζητάς;» με ρωτούσε η μικρή εξαδέλφη
«να με θυμούνται, εξαδέλφη».

Κι αλήθεια πόσοι δε χάθηκαν σε μια κάμαρα που δεν τους περίμενε
κανείς και κοίταξα πίσω απ’ τις κουρτίνες μήπως και ξαναβρώ τα παιδικά
μου χρόνια ή τα βήματα ενός μοναχικού διαβάτη αργά τη νύχτα μου θύμιζαν
πάντα πόσο εφήμεροι είμαστε... Κι η ποίηση είναι σα ν' ανεβαίνεις μια
φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.

Ά, πότε θα γυρίσουμε, είναι αργά, φέρτε εν' αμάξι από κείνα τα παλιά
που στάθμευαν στις πλατείες των προαστίων ή απ’ αυτά που φτιάχνουν οι σκιές τ' απόβραδο
κι εγώ γιατί μεγάλωσα στη σκάλα; τι περίμενα; Φωνές μακρινές ακουσμένες στ' όνειρο
ή μια νύχτα ερήμωσης κι η ηδονή να κλαις σιωπηλά για πράγματα ξεχασμένα απ’ όλους
ούτε θα ξαναβρούμε εκείνη την εποχή που ζήσαμε ό,τι καλύτερο είχαμε: τον ερωτά για ένα χρωματιστό βότσαλο, τη μυστική ταφή ενός πουλιού
ή ένα γράμμα που πήγαμε στο ταχυδρομείο χωρίς διεύθυνση, γιατί ο παιδικός φίλος τού καλοκαιριού είχε φύγει ξαφνικά χωρίς να μας ειδοποιήσει, «μα δεν έχει διεύθυνση», είπε ο υπάλληλος — από τότε ξέρεις πως ο κόσμος δεν μπορεί να σου δώσει καμιά βοήθεια.
Έξαλλου ήρθε ο καιρός να παραδεχτούμε ότι δεν κάναμε κι εμείς τίποτα, σπουδαίο. Άλλα και ποιο είναι το σπουδαίο; Και σε τι θα βοηθούσε;
Άνθρωποι που μας ξεγέλασε η τύχη ή μας πρόδωσε τ' όνειρο
κι ώ μάταιες ελπίδες, πόσο σας αγαπήσαμε έναν καιρό.

Σελήνη 20 ήμερων απόψε... Πώς έφυγαν τα χρόνια!

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Δεν είναι λύση η σιωπή ή νυχτερινή διαδρομή μ' ένα CD.

Έρχονται μάχες μη δειλιάσεις
γίνε ο δρόμος να περάσεις
δεν είναι η σιωπή φωνή
φωνή είναι μόνο η φωνή.

στίχοι:Οδυσέας Ιωάννου




Παραφράζοντας τον τίτλο του τραγουδιού-Δεν είναι η σιωπή φωνή-δίνω μουσικό χρώμα στο αποψινό μου βράδυ, μέσα από μια ολοήμερη περιπλάνηση σε τίτλους και στίχους αγαπημένων παλιών cds. Ξεχασμέναστα ράφια και τα συρτάρια της βιβλιοθήκης. Άλλα φθαρμένα και άλλα ανέγγιχτα.
Είναι άλλο η μουσική στο youtube κι άλλο να ξεφυλλίζεις το μικρό βιβλιαράκι  με τους στίχους, τις φωτογραφίες και τους μουσικούς. Κλείνεις τα μάτια και ταξιδεύεις στις δικές σου εικόνες, στις ολοδικές σου θάλασσες.Είναι κάτι ανάλογο με αυτό που έλεγε ο Κάφκα για τη διαφορά ανάμεσα στο κείμενο και τον κινηματογράφο.Διαβάζεις ένα βιβλίο, πλάθεις τους δικούς σου ήρωες, ο σκηνοθέτης πλάθει τους δικούς του και καλά κάνει. Στον κινηματογράφο ακολουθείς, στο βιβλίο συνδημιουργείς.


Πάμε ξανά απ'την αρχή -απόψε -παρέα με τη φωνή της Ρίτας Αντωνοπούλου, τους στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου και τη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Ο δίσκος κυκλοφόρησε πριν τρία χρόνια Και οι τρεις σουδαίοι και αγαπημένοι. Κρατάω στα χέρια μου το cd , λες και το πήρα χθες. Ήταν οι Παρασκευές τ' απογευματα και το δισκορυχείο, τότε που μια βόλτα γινόταν ο γύρος του κόσμου....

''Πάμε ξανά απ΄την αρχή
πάμε να δούμε αν υπάρχει κάπου αλλού μια αρχή
αν έχει μείνει  Ο-υρανός''

                  

Πίσω μη μ' αφήνεις,-πάρε με μαζί σου σ' έναν καινούριο κόσμο, αυτόν που από παιδιά ονειρευτήκαμε.

''Ξανά, θα περπατήσουμε ξανά
μέσα από χρόνια ανοιχτά
όταν οι δρόμοι θα`χουν κλείσει.
Φωνές, γέλια, τραγούδια και γιορτές
οι ελπίδες όλες ζωντανές
κι όλοι θα έχουνε γυρίσει''


Πάντα θα κλαις τις Κυριακές- οι ίδιες αντοχές, πάλι η ίδια φυλακή, κόβω και ράβω στίχους του Ιωάννου στα μέτρα μου...Όταν σμίγουν οι στίχοι, η μουσική και η φωνή. Αυτό το κράμα σε απογειώνει, Αυτό κάνει, ένα καλό τραγούδι , σε κρατά απ'το χέρι  την ώρα που πας να πέσεις
, πάντα θα είμαι εδώ ...

''Κι αν σκοτείνιασες
κι άμα νομίζεις όλα πια τα έχεις χάσει
έλα, εγώ είμαι εδώ
σ' ορκίζομαι κι αυτό πως θα περάσει''


Και τι μ'αυτό-ε και τι έγινε λοιπόν....

''Και λοιπόν
και τι έγινε που οι άλλοι δεν περίμεναν
κι αν για μας
οι καινούριες μέρες τίποτα δε σήμαιναν
και τι μ` αυτό.''

Και λοιπόν .. Τι έγινε;
Οι φίλοι μας προχωρήσανε
έφτιαξαν μεγάλα σπίτια, πήραν μεγάλα αυτοκίνητα,
έβαλαν λεφτά στην άκρη για τα γεράματα,
σκέφτηκαν από νωρίς τα γεράματα,
όπως ο δημόσιος τη σύνταξη.
Ε και τι έγινε λοιπόν...
Εμείς έχουμε τα τραγούδια, έχουμε τα πουλιά
που δεν πρόλαβαν να ακούσουν..
Εμείς που μείναμε πίσω
είδαμε την πορεία τους
ανάμεσα σε στίχους ποιητών
και  σκοτωμένα πτώματα
από έναν αθέατο πόλεμο.
Τίποτα δεν σήμαιναν οι καινούριες μέρες για μας....


Θάρθουν μέρες- άγριες μέρες...

''Άλλαξε ο αέρας, το φως καθαρό
ήμουνα πέτρα και είμαι νερό
γίνομαι ένα με όλους μαζί
βλέπω να βγαίνουν οι πρώτοι καπνοί

Θα ρθουν μέρες
Άγριες μέρες
που οι αλήθειες θα σκίζουν σαν σφαίρες

Και οι νίκες
Άγιες νίκες
σαν μαχαίρια θα βγουν απ τις θήκες

Πάλι ανοίγει ο καιρός
άσπρα ρούχα και ήλιος ζεστός
μπαίνω μέσα σ αυτή τη γιορτή
φως τα χρόνια και γλύκα η ζωή.''

Και αν κάποτε  τα παιδιά μας, ψάξουν τα ίχνη μας
κάτι να βρούν
Κάτι κι από μας
Μια ιδέα, ένα συμβολο, μια αμυχή απ΄τον αγώνα
ένα βιβλίο, με τις σημειώσεις μας μέσα,
ένα τραγούδι, που μας άρεσε να τραγουδάμε..
Να βρουν έστω την αγάπη μας
Και πόσο αγαπήσαμε την ζωή..
Φαντάσου να πουν ότι ο μπαμπάς έλειπε σε δουλειές ...
Πάντα έλειπε στην τράπεζα...



Μια νίκη ...με μια ήττα...-ποιά η νίκη και ποιά η ήττα;



''Με μία νίκη δεν κερδίζει
με μία ήττα δεν ξοφλάς
με ένα "όχι" καθαρίζεις
με ένα "ναι" παντού χρωστάς''



Κάνε με πάλι να μπορώ- δείξε μου πάλι πως να θέλω....

Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Ρίτα Αντωνοπούλου


Πάλι δε βγαίνει η φωνή
και μες στα φώτα περισσεύω
νιώθω καλά μες στη σιωπή
στην ευτυχία κινδυνεύω.

Βλέπω μονάχα μια πλευρά
κι αυτή μου κόβει τον αέρα
πες μου πώς φτάνουν στη χαρά
πώς πάνε από`δώ πιο πέρα.

Κάνε με πάλι να μπορώ
δείξε μου πάλι πώς να θέλω
μη μου μαθαίνεις το σωστό
θέλω να θέλω,όχι να ξέρω.

Έζησα μόνο μια εκδοχή
κι όλα μισά τα έχω μάθει
αξίζω άλλη μια αρχή
αξίζω πάλι τα ίδια λάθη.


Κράτα ανοιχτή την αγκαλιά - και σε μια ώρα θα μαι πίσω...

Μόνο τα τραγούδια
Μόνο τα βιβλία
Μόνο τα σινεμά
Μόνο ένα στίχο εμείς θελήσαμε
Μόνο μια φέτα Ο υρανό
Μόνο αυτά ζητήσαμε


Ό- λα θα γίνουν-κάποτε..

Τότε που η γη θα βλαστήσει ένα Ο νειρο
Τότε που η έρημος θα  ξεδιψάσει
Τότε που ο άνθρωπος θα αναστηθεί
Πάλι.....



Πιτσιρικάς-μες απ'τα μάτια ενός πιτσιρικά...

Τότε που η αθώα ματιά θα γίνει Έρωτας
Έρωτας. Σαν στίχος του Λειβαδίτη...


Οι χαρτογράφοι-Ως εδώ κατάφερα να φτάσω ....

''Ως εδώ κατάφερα να φτάσω
πέρα από 'δω ο κόσμος είναι ξένος
ως εδώ ο δρόμος που θα γράψω
τόση εγώ , τόσος ο κόσμος ο δοσμένος.''




Εσωτερικοί μετανάστες- θα γίνουμε όλοι...

Ερήμωσε η χώρα
ούτε ένα Ο-νειρο
δεν ανθίζει...

Εμείς εγκυμονούμε τ' Ο νειρο
Η χώρα θα ξαναγεννηθεί
Οι καμένη γη θα χορταριάσει ξανά
Ένα κοπάδι γέλια θα απλωθούν πάλι στους κήπους
Ο φασισμός ποτέ δεν έβγαλε λουλούδια
Ο νεκρός θα αναστηθεί
Η μάνα θα δει τον γιό της, πάλι να χαμογελάει
Ο παππούς θα διηγείται πάλι στον εγγονό του, ένδοξες ιστορίες
για πολέμους
Οι ληστές κρεμασμένοι, θα περελαύνουν πάλι στις σελίδες μελλοντικών βιβλίων
Η ιστορία επαναλαμβάνεται....


Ουτοπιστής









Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Ας μιλήσουμε απλά

Ότι συμβαίνει στη χώρα μας σήμερα , δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Είναι αποτέλεσμα συνειδητών και ασυνείδητων επιλογών λαού και εξουσίας. Κάθε ένας από μας έχει ότι πάλεψε, κάθε πόλη έχει τον δήμαρχο που της ταιριάζει και κάθε χώρα την εξουσία που της αξίζει. Είδωλο στον καθρέφτη η εξουσία και οι νόμοι της πολιτείας.
Αιτία ελομένου θεός αναίτιος.(ο θεός δεν έχει ευθύνη για τις πράξεις αυτών που έχουν ελευθερία επιλογής) έλεγε ο Πλάτων. Αυτές ήταν οι επιλογές μας, εδώ φτάσαμε.
Τώρα τι κάνουμε;
Αν δεν κάνουμε, το μόνο βέβαιο είναι ότι θα ¨αυτοκτονήσουμε¨ μαζικά. Τέτοια χάρη δεν αξίζει να την κάνουμε για κανένα, μα για κανένα υλικό λόγο και για κανένα πούστη.
Φταίει η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, δηλαδή της εικονικής πραγματικότητας που βιώνει ο σύγχρονος κόσμος. Φυσάει στην Αμερική και γκρεμίζεται η καλύβα στο χωριό μου. Ξύνει τα τέτοια του  ο Ομπάμα να ανοίξει πυρ εναντίον των ¨τρομοκρατών¨ και χορεύει το ταψί της δορυφορικής. Δουλεύουν πυρετωδώς τα εργοστάσια παραγωγής όπλων ανά την οικουμένη και σκάει παλιά ξεχασμένη χειροβομβίδα στο σοκάκι της γειτονιάς μου. Πέφτουν οι οικονομικοί κολοσσοί της διάρροιας και σπάει το μπαλόνι του πιτσιρικά που παίζει στο πάρκο. Δεν  πήδησε καλά ο σεΐχης τη νύχτα και το πρωί ακριβαίνει το πετρέλαιο. Μαχαιρώνονται δυό νταβαντζήδες στα πορνεία του Άμστερνταμ και  ματώνει  η Οδός Φυλής στην Αθήνα.
Πιάνουν ένα φορτίο με χασίσι ανοιχτά των Αζορών και φουρτουνιάζει  ξαφνικά  ο Μύλος, η πιο ήρεμη τυρκουάζ παραλία της Λευκάδας.
Κι εμείς συνεχίζουμε να πίνουμε coca cola κι ας μας τρυπάει τα στομάχια. Και να καπνίζουμε Marlboro και ας πέθαναν οι καουμπόηδες, και μεις συνεχίζουμε να βάζουμε πλάτες στις πολυεθνικές κι ας μην είμαστε ο Ηρακλής. Έτσι και πέσει καμία στο κεφάλι μας θα αναγκασθούμε να γυρίσουμε στο μπακάλη της γειτονιάς και πάει τ’ όνειρο. Για φαντάσου να πέσει όλο αυτό το καταναλωτικό όνειρο, να ερημώσουν  οι ναοί της ευδαιμονίας, οι δρόμοι από γυαλιστερά αυτοκίνητα, τα τραπεζάκια των καφέ χωρίς τα αξεσουάρ  των κινητών, και τη γιαγιά μου που άναβε την γκαζιέρα να χαμογελά σαν  εφιάλτης στον ύπνο μου..
Η γιαγιά μου σας το διαβεβαιώνω ήταν μια ευτυχισμένη γυναίκα, ίσως γιατί δεν ήξερε γράμματα και δεν διάβαζε εφημερίδα, ίσως γιατί δεν υπήρχε τηλεόραση και έκανε από νωρίς έρωτα με τον παππού μου, ίσως επειδή είχε μεγάλο κήπο με όλα τα καλά της φύσης, ίσως γιατί δεν πήγε ποτέ στις βελούδινες ηλεκτροφόρες πολυθρόνες των τραπεζών, ίσως επειδή δεν υπήρχε τότε χρηματιστήριο, ίσως επειδή είχε αρχίδια, όπως ο παππούς. Η γιαγιά μου έζησε μέσα στα χρόνια του πολέμου, είδε τον εμφύλιο κατάματα, την φοβέρισαν στη χούντα και πρόσεχε όταν έβγαινε στη λαϊκή με το καροτσάκι τους χαφιέδες, ήταν λυγερόκορμη, με ψηλά το κεφάλι ως τα βαθειά γεράματα, ίσως επειδή δεν  έβλεπε τόλμη και γοητεία  την ώρα που μαγείρευε τις νόστιμες συνταγές της.
Πάντα με παρασύρουν οι θύμησες, ξαναγυρίζω στο τώρα, το δικό μας τώρα, όχι της Ελβετίας, τα ελβετικά ρολόγια και οι διαφημίσεις του Κλούνει μ’ αφήνουν παγερά αδιάφορο, ντεμοντέ, ουδέν πρόβλημα.
"Είσαι πάντα ελεύθερος να αλλάξεις γνώμη και να διαλέξεις ένα διαφορετικό μέλλον. Ή ένα διαφορετικό παρελθόν", έλεγε  ο Ρίτσαρντ Μπαχ και ο γλάρος του πέταξε ψηλά.
Το παρελθόν δεν μπορούμε να το διαλέξουμε πια, μπορούμε όμως να διαλέξουμε το μέλλον.
Το μέλλον  όχι το δικό μας, αυτό το χαρίσαμε στην χαρμολύπη των αδέσποτων θηρίων, στην ματαιότητα των ελπίδων. Το μέλλον των νεογέννητων. Εκτός αν κάνουμε λαϊκή στείρωση, γιατί εκεί το πάει η παρέα των τσοπαναραίων μας, Θέλει  λέει να σώσει τα λιβάδια, να σώσει τα μαντριά και θυσιάζει τα πρόβατα. Ωραίο τοπίο αυνανίζονται, χωρίς ζώο να τους χαλάει τον μακάριο ύπνο τους.
Εμείς τα ζώα, εμείς που σας δίνουμε το γάλα άσπρο άσπρο-τυχαία έχει τέτοια μαγουλάκια ο Βενιζελοβοσκός-αποφασίσαμε από αύριο να κάνουμε μαύρο γάλα.
Όσο μας ταΐζετε σκοτάδι, θα σας ταΐζουμε χολή.
Όσο μας σημαδεύετε με αριθμούς, θα σας σημαδεύουμε με χαμόγελα.
Ακόμα και στη θλίψη μας φροντίζουμε την περηφάνια μας .(Ουίλιαμ Σαίξπηρ)
Αλλάζουμε ρότα, να το ξέρετε……
Θέλουμε εδώ και τώρα συμμετοχή στις αποφάσεις, μια ζωή αποφασίζατε κεκλεισμένων των θυρών, το λιβάδι γέμισε θανατηφόρα μανιτάρια…..
Κανένα αυτοκίνητο πια, κανένα ραδιενεργό κινητό στο κεφάλι μας, κανένα απόβλητο πολυεθνικής στον Ουρανό μας. Μολύνατε τα πάντα γύρω μας , ακόμα και τον αέρα που αναπνέουμε.
Όχι άλλα αστεία. Όταν καταλάβετε ότι δεν είμαστε πρόβατα, όταν καταλάβετε ότι δεν είμαστε αριθμοί, θα είναι αργά .Θυμάστε την καμένη γη που ανταλλάσσατε κάθε φορά με πράσινους ήλιους και με γαλάζιες σημαίες …Τότε που νομίζαμε κι εμείς ότι είστε σοσιαλιστές, ως τώρα που γίνατε δικτάτορες.  Εσείς ξέρετε καλά από μετάλλαξη των λέξεων, την απόλυση πως τη λένε τώρα; Εφεδρεία !!!
Σας χρειάζεται λοιπόν μια εφεδρεία, ίσα ίσα να σας αλλάξουμε, δεν βλέπετε πόσο σκατωθήκατε; Δεν πάει άλλο!

υγ . Μη ξεχνάς τα τραγούδια, είναι βότανα....




μουσική: Γιάννης Χαρούλης
στίχοι: Γιώργος Γαρεφαλάκης

Τώρα τελευταία έχεις γευτεί πάρα πολλές
συμπράξεις ανατολίτικες, προσμίξεις ατμοσφαιρικές
είναι χιλιάδες συνδυαστικές επιλογές
ευχάριστα σε ξάφνιασε όμως ραπ και αμανές
ανατολικές καταβολές, αφυπνίσεις γονιδιακές
σου ξυπνάνε μνήμες κυτταρικές
από κρεπάλες βυζαντινές
και όλα αυτά σε χρόνο ρεκόρ τρία λεπτά
ταξιδεύεις νοητικά με εισιτήρια μουσικά
σε κλίματα τροπικά,
το κορμί σου βαφτίζεις σε νερά ζεστά
σε παν καϊκια κρητικά,
σου σπάνε τη μύτη μπαχαρικά...

Μακάρι να ταιριάζαν και οι άνθρωποι, μακάρι
όπως ταιριάζει το θυμάρι, το κάρυ το μπαχάρι
δεν πίστευες στ' αυτιά σου,
μα είν αλήθεια που να πάρει,
ακούς σ'ένα κομμάτι βέδες
ουπανισάδες και ντάρι ντάρι
οι fusion καταστάσεις δεν είναι πλέον πρωτότυπο
το θέμα είναι να μην αναπαράγεις το στερεότυπο
να είσαι πρότυπο,
είναι πρόκληση που δε σκουριάζει
δες τι ωραία το λαούτο σαν σάζι σου μοιάζει
το κλαρίνο στενάζει Ασία κι Αμερική
ένα τσιγάρο δρόμος Δύση κι Ανατολή

Μακάρι να ταιριάζαν και οι άνθρωποι, μακάρι
είναι οι δρόμοι μακρινοί, τα εμπόδια πολλά
τι κι αν η τύχη γύρισε παράξενα το ζάρι
ολόιδια ας μη γίνουνε τα διαφορετικά.

Στις αντιθέσεις είναι η γοητεία, σε κάθε είδους οντότητα
δες πόσο βαρετή θα ήταν χωρίς διαφορετικότητα
η πραγματικότητα,
ολόκληρη η ανθρωπότητα ένα μυστήριο χαρμάνι,
πάντα μυστήριες ταχύτητες ο δερβίσης θα πιάνει
μυστήρια στον πεντοζάλη θα χτυπά το στιβάνι
κι ένα ζεστό ρεύμα ανάτασης, από το σβέρκο θα σε πιάνει
είναι συναίσθημα βαρύτητας και συνάμα λυτρωτικό
να εκτιμώ και να μη φοβάμαι... κάθε τι διαφορετικό...

Ουτοπιστής