Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φωτογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φωτογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

6+1 ποιήματα σε 5+1 στάσεις στην ποιητική διαδρομη για τη Μεσοχώρα

Ασφυξία

Οι λέξεις σου
Έχουν κολλήσει στο στήθος μου
Τόσο που δεν αναπνέω πια αέρα
Αλλά φωνήεντα και σύμφωνα
Που σχηματίζουν τ' όνομά σου

Γεωργία Κολοβελώνη

Από την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο ''Ιστορίες με λυπημένη αρχή''.
Έκδόσεις Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη 2012



     Γέφυρα Πύλης


Θα με βρεις

Θα με βρεις
Στις όχθες των ματιών σου
Καθώς γυρεύω ένα σου βλέμμα

Θα με βρεις
Στις πεδιάδες των χεριών σου
Ποθώντας την αφή σου
Στο γυμνό κορμί μου

Θα με βρεις
Στις ατέλειωτες σιωπές μου
Όταν αναζητώ τις λέξεις
Για να ορίσω το άφατο

Θα με βρεις
Στις ώρες της μοναξιάς σου
Όταν θα σκέφτομαι τα χείλη σου
Σαν δαγκωμένο φρούτο

Θα με βρεις
Σε κάθε μου ανάσα
Που προορίζεται για σένα

Γεωργία Κολοβελώνη

 
     Καταράκτης Παλιοκαρυάς

Συνάντηση

Φυσάει
Από τις ρωγμές των ματιών μου
Αναδύονται κλωστές που οδηγούν στα βήματά σου
Μίτος της Αριάδνης κόκκινος
Οριοθετεί μονοπάτια επιθυμιών
Ένα παλιό γραμμόφωνο
Συλλαβίζει την ορθογραφία της απουσίας
Θέλω μόνο να μ' αγαπάς


Δέντρα φυλλορροούν
Καρποί της λήθης πολιορκούν τα βήματά μου
Λιώνουν κάτω από τις σόλες
Των παιδικών  μου παπουτσιών
Τυλίγομαι με το καινούριο μου κασκόλ
Βρόγχος πολύχρωμος που πνίγει τις σιωπές μου
Θέλω μόνο να μ' αγαπάςΒρέχει
Μικρές σταγόνες αίματος
Ζωγραφίζουν αθέατες γωνιές στο πρόσωπό  μου
Ζητάνε το μερίδιο από τα δάκρυά μου
Μουσκεύω ως το κόκαλο
Στην τσάντα η ομπρέλα μου
Καλά προφυλαγμένη
Από μάταιες επιθέσεις υγρών αισθημάτων

Φθινόπωρο
Σιωπή
Ήθελα μόνο να μ' αγαπάς

Γεωργία Κολοβελώνη


   
     Γκρόπα

Εαρινή βροχή ασύμμετρων αισθημάτων

Ας κλείσει κάποιος το παράθυρο
Η υγρασία μου τρυπάει τα κόκαλα
Όπως τη μνήμη η μορφή σου

Ας ρίξει λίγο φως
Μήπως στεγνώσει έστω μια σταγόνα
Απ' τον ωκεανό των λέξεων
Που στάζουν στο περβάζι μου
Σε ασύμμετρη ρυθμική εναλλαγή
Αυταπάτες και όνειρα
Κι η μπλε σου ομπρέλα χαλασμένη
Κείτεται στον πάτο της ντουλάπας
Κι εγώ εκτεθειμένη
Στις αντιφάσεις του καιρού
Και στις συγκεχυμένες σου προθέσεις

Λέω να βγω
Να μουσκέψω  ως το μεδούλι
Στην καταιγίδα
Της σιωπής σου

Γεωργία Κολοβελώνη



 
     Βαθύρευμα

Αυθαίρετες συναρμογές

Μόνο για σένα
Θα γράφω στίχους
Με μολύβια λυπημένα
Σε λευκά χαρτιά απουσίας
Κανείς δεν θα αντιληφθεί
Ότι οι λέξεις μου είναι δραπέτες
Που απέδρασαν από τη φυλακή τους
Για την αβέβαιη πιθανότητα
Μιας τυχαίας συνάντησης
Σε χρόνο άχρονο
Σ' ένα σκονισμένο ράφι παλιού βιβλιοπωλείου
Δίπλα σε άδειες σελίδες σιωπηλών εραστών
Κάτω από τα βλέφαρα νεκρών στιγμών
Όταν όλα
Θα έχουν πια ξεχαστεί.

Γεωργία Κολοβελώνη



     Νέα Πεύκη -Αυγό

Εγγενής αντίθεση

Το σύμπαν μου όλο
Δυό φωνήεντα
Εύπλαστα και υγρά
Κι ένα σύμφωνο
Σκληρό
Σαρκοβόρο

Εσύ

Γεωργία Κολοβελώνη



 Μεσοχώρα

Ιεροτελεστία

Να σε γδύσω πρώτα από φόβους και όνειρα
Από το βάρος της καλά ζυγιασμένης απόφασης
Από παρελθόν και μέλλον

Να σε λούσω με χρώματα και λέξεις
Απογεύματα στη θάλασσα
Μεσημέρια θαλπωρής
Σ' ένα παρόν από αιθέρα

Να ψαλιδίσω μια τούφα ουρανό
Για να 'χω να πορεύομαι
Σε δρόμους άγνωστους
Όταν εσύ θα λείπεις

Να σε ντύσω τη σάρκα μου
Και εισέλθεις νεοφώτιστος
Στην άγνωστη χώρα μου

Γεωργία Κολοβελώνη


υ.γ Διαβάζοντας τα ποιήματα της Γεωργίας Κολοβελώνη στη διαδρομή  για τη Μεσοχώρα. Την ευχαριστώ!

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Αναζητώντας φως/Στο σκοτάδι/ Αντίδοτο στην ασχήμια /Η ομορφιά

Μύλος Ματσόπουλου
Όταν παλιά κτίρια αντέχουν στον χρόνο.
Κουβαλώντας ιστορία και πολιτισμό.
Όταν με φυσικά υλικά πλάθεις την ελπίδα.
Σήμερα μια πολιτιστική ανάσα.
Στο πάρκο Ματσόπουλου.
Χώροι που στεγάζουν Ό νειρα.







Ο Δημοτικός κινηματογράφος
Η θεατρική ομάδα
Φιλοξενία μικρών θεατρικών σχημάτων
Μουσικές συναυλίες
Ορχήστρα Τσιτσάνη
Το εργαστήρι ζωγραφικής
Ποιητικές και λογοτεχνικές βραδιές
Πολιτιστικά δρώμενενα.
Πρόβες για φτερουγίσματα του νου και της ψυχής.



Το τραίνο σηματοδοτεί αφίξεις και αναχωρήσεις
Πάνω απ'αυτές τις ράγες πέρασαν προσδοκίες και απογοητεύσεις
Ο σταθμός του τραίνου σημείο αναφοράς, όπως το λιμάνι.
Και το σφύριγμα η ώρα, πότε της ανατολής και πότε της δύσης.


Κουρσούμ Τζαμί.
Ανακαινίσθηκε τα τελευταία χρόνια
Αίθουσα ακουστικής μουστικής
Εκθεσιακός χώρος ζωγράφων και καλιτεχνών




Φθινοπωρινός δρόμος
δίπλα στο ποτάμι
πίσω απ' τις παλιές φυλακές.
Πίσω απ'το σκοτάδι κρύβεται το φως.
Πίσω απ΄τα σύννεφα ο ήλιος.
Το μέλλον ανήκει στο παρελθόν.



Μέσα στην ασχήμια αναζήτησα την ομορφιά
Μέσα στην ξέρα το νερό.
Προαιώνιο σύμβολο της ζωής
Η ροή των πάντων.


Ληθαίος ποταμός
Της λήθης τα καμώματα
Το μέλλον κυλάει ανάποδα.



Γ.Σεφέρη – όπου και να ταξιδέψω

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ως που να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαϊτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους
στο ξενοδοχείο της "Ωραίας Ελένης του Μενελάου"
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ' έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται από Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως "έρχεται εξ Ομονοίας"
"Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος" απαντά κι είν' ευχαριστημένος
"βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό".
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν "σωσίτριχα" φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ' ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γέρο φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ' ουρανού.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν "ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς"
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες...
το καράβι που ταξιδεύει το λένε - ΑΓΩΝΙΑ 937





Μια χούφτα περιστέρια
Φτερούγισαν μπροστά μου
Σαν παλιά όνειρα φώλιασαν
Στην ανάσα μου.



Το άσπρο, αντίδοτο στο μαύρο
Μόνος, μόνος
Υφαίνεις το παιχνίδι
Της ομορφιάς.




Παζλ της ροής.
Της εναλλαγής και του καιρού.
Και των στόχων
Μαζί.
Μέχρι την απεραντοσύνη
Της θάλασσας.



















Μικρός o καταράκτης
Μεγάλo τo πεθαμένo Ό νειρo.




Παιχνίδια του μυαλού


Πιό πολύ τη φύση αγάπησα
Ποτέ δεν μένει στάσιμη
Στο μάτι.
Αέναη διαρκώς.Ψηλώνει.


ΤΟ ΒΡΑΔΥ
     του Ηλία Κεφάλα

Πέφτει νωρίς το βράδυ.
Σιωπές, κίτρινα φύλλα και στάσιμα νερά
ναρκώνουν τον κάμπο.
Οι δρόμοι Έρημοι.
Στις εσοχές του ύπνου τα πουλιά
κρύβουν τον φόβο τους.
Άνθρωποι κουρασμένοι
δοκιμάζουν τις αντοχές τους
μέσα σε φευγαλέα όνειρα.

Πέφτει νωρίς το βράδυ
Τα χρόνια πάντα στον κατήφορο κυλούν .
Περπάτησα και ξαναπερπάτησα
χωρίς να φθάσω πουθενά.
Τόσο μόνος μέσα σε μιαν απέραντη επικράτεια
από μεγάλες σιωπές,
κίτρινα φύλλα
και στάσιμα νερά.

Πέφτει νωρίς το βράδυ.
Σε λίγο θα είναι μόνο βράδυ.






....η νύχτα έπεσε, οι δρόμοι χαθήκαν.



Ουτοπιστής





Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Ο ασπρόμαυρος φωτογράφος της ιστορίας



Πέθανε ο φωτογράφος των απλών ανθρώπων.
Θα μείνουν πάντα όμως οι στιγμές που αποθανάτισε. Αιώνια.




''Οι φωτογραφίες του αιχμαλώτισαν το μόχθο και το χρόνο , αποτύπωσαν την πάλη και τον σεβασμό του ανθρώπου, ανέδειξαν τη μνήμη σε διαχρονικό συναίσθημα'' γράφει ο Λάζαρος Τσουμένης στην Έρευνα*1 .Η αφορμή που διαβάζω και ξαναβλέπω τις φορτωμένες με την ιστορία των τελευταίων εβδομήντα χρόνων της ταλαιπωρημένης και περήφανης χώρας μας.

Γεννήθηκε το 1920 στην Κυψέλη (Χώσεψη) της Άρτας.Κατέβηκε από μικρή ηλικία στην Αθήνα.



Το λόγο έχει ο Κώστας Μπαλάφας:

Γεννήθηκα σ’ ένα κακοτράχαλο ηπειρώτικο χωριό που λες πως και το ίδιο γεννήθηκε για αγώνες πρώτα με την ίδια τη φύση, για να μπορέσει να επιβιώσει στην κακοτράχαλη γη που γεννήθηκε. Και ένα μεγάλο μαράζι ήταν ο ξενιτεμός. Ξενιτεύτηκα νωρίς κι εγώ για λόγους βιοπορισμού, μόλις τέλειωσα το Δημοτικό —το τέλειωσα και δεν το τέλειωσα. Ήμουν τότε έντεκα χρονών και δούλευα σ’ ένα γαλακτοπωλείο. Πριν πιάσω τη μηχανή, είχα γράψει λίγα πράγματα με το μολύβι σ’ ένα μπλοκάκι, τα βιώματά μου. Επειδή έγραφα και για το αφεντικό μου πράγματα όχι τόσο ευχάριστα, μου σκίσανε το μπλοκάκι και στενοχωρήθηκα πολύ γι’ αυτό, γιατί είχα γενικά όλα μου τα βιώματα, πως έφυγα από το χωριό μου, πως κατέβηκα σε μια πολιτεία όπου είδα φώτα που δεν τα έσβηνε η βροχή και ο αέρας, πως, τέλος πάντων, μπόρεσα να βοηθήσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Στο αφεντικό μου αυτό είχαν έρθει κάτι συγγενείς του από την Αμερική, ομογενείς, και θεώρησε υποχρέωσή του να τους ξεναγήσει σε διάφορα μέρη. Μια μέρα σκέφτηκαν να ανέβουν στην Πάρνηθα• είπανε, μάλιστα, να πάρουν και μιαν αναμνηστική φωτογραφία. Τότε ήταν τα κουτάκια αυτά τα Brownie της Kodak που στοίχιζαν πολύ φτηνά, ήταν εύκολα στη χρήση, γιατί είχαν aplanar φακό και δεν είχε απαιτήσεις για ειδικούς χειρισμούς. Κάποιος Θα έπρεπε όμως να κρατάει αυτό το κουτί για να φωτογραφηθούν αυτοί, και αγγάρεψαν έμένα. Όταν είδα εγώ ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου μπορώ να το αποτυπώσω στο χαρτί, με μάγεψε και είπα «ένα τέτοιο εργαλείο θα’ θελα για να αποτυπώσω τα βιώματά μου και να καταχωρίσω τους ανθρώπους που έζησα και μόχθησα μαζί τους, που έζησα χαρές και λύπες. Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κάποτε, ώστε με ένα ρολόι και λίγες οικονομίες να αποκτήσω μια μηχανούλα. Ήταν μια junior Kodak με 7.7 φακό. Μετά από αυτό αγόρασα μιαν άλλη• πουλώντας τη μηχανή αυτή και πάλι με κάτι οικονομίες πήρα μια Robot. Με τη Robot και μ’ ένα φιλμ που έπεσε κυριολεκτικά από τον ουρανό, μέσα σ’ ένα βομβαρδιστικό ιταλικό που το ‘ριξαν τα αντιαεροπορικά μέσ’ τα Γιάννενα, κατάφερα να συνεχίσω• έκοβα κομματάκια, γέμιζα τις μπομπίνες κι έτσι φωτογράφισα τον Αγώνα.

Εμένα, σε όλη μου τη δουλειά, κεντρικός άξονας της θεματολογίας μου είναι ο άνθρωπος και οι αντιδράσεις του στη ζωή• ο αγώνας του για επιβίωση, και περισσότερο οι άνθρωποι του πόνου, γιατί έχουμε σχηματίσει κακή ιδέα για τον πόνο. Ο πόνος είναι σύμμαχός μας, είναι ο φίλος μας, μας ειδοποιεί πως αν το χέρι μας πονάει, κάτι συμβαίνει εκεί πέρα, και πρέπει να το δούμε. Έπειτα και στην ίδια τη ζωή, ο άξονας της ζωής κινείται μεταξύ πόνου και ανίας. Ή θα πονάς ή θα ανιάς στη ζωή. Επειδή ακριβώς σ’ αυτή την ψυχολογία των ανθρώπων ήθελα πάντοτε να μπαίνω, στο πετσί τους δηλαδή, και να βγάζω κάτι εσωτερικό δικό τους, το ίδιο θέλησα να κάνω κι εδώ, στο Όρος. Ότι θέλω να φωτογραφίσω, γίνεται στη φαντασία μου πρώτα και μετά το παίρνω• δεν παίρνω στην τύχη φωτογραφίες, τακ, τακ, τακ, ετούτο, το άλλο. Παίρνω ορισμένες λειτουργικές ενότητες που με εντυπωσιάζουν, αλλά που έχουν και κάποιο βαθύτερο νόημα. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να πω, ξέρεις, θα κάνω αυτό και αυτό και γι αυτόν το λόγο. Εφόσον βρεθώ στο χώρο όπου το θέμα με συγκινεί, τότε σχηματίζω εικόνες στο μυαλό. Και αυτές τις εικόνες καραδοκώ τη στιγμή και τη θέση που θα τις πάρω. Αγαπάω τον κόσμο και τον κόσμο φωτογραφίζω. Μου έκανε μια κριτική μια εφημεριδούλα στην Έδεσσα, και αναφέρομαι σ’ αυτήν όχι γιατί με κολακεύει, αλλά είναι μια αλήθεια. Λέει σ’ ένα σημείο: «Στο ναό του Κώστα Μπαλάφα να βγάζεις τα παπούτσια σου, γιατί ο φιγούρες του είναι εξαγνισμένες από το μόχθο και τη στέρηση»• και είναι πράγματι έτσι. Όλοι με κατηγόρησαν στην αρχή ότι φωτογραφίζω την αθλιότητα και τη μιζέρια. Δεν έδειχνα σε κανέναν τις φωτογραφίες μου. Πήρα το δικό μου δρόμο, αυτός είμαι. Και νομίζω πως δεν έκανα άσχημα. Το να βγάλεις λίγα χρυσάνθεμα, ακόμα και μια βαρκούλα που κουνιέται, δεν λέει και σπουδαία πράγματα. Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου• από το γιαταγάνι του Γιουσούφ αράπη και από το σκοινί του πατρο-Κοσμά. Αυτόν το λαό φωτογραφίζω.*2


Τα Μετέωρα με τη ματιά του Κώστα Μπαλάφα


Υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της φωτογραφικής τέχνης φέρνοντας τον
Άνθρωπο πρωταγωνιστή,σε οτιδήποτε αποτυπώνει ο φακός.



Στόν πόλεμο , στην αντίσταση, στο αντάρτικο,φτιάχνει κάδρα
που εκφράζουν πολυδιαστατα τη στιγμή.

''Στην καθημερινότητα σε διαπερνούν τα βλέμματα της αθωότητας των ορεσίβιων,
το περιποιημένο ντύσιμο για το πανηγύρι, η περηφάνια του τσέλιγκα'' Λ.Τ


Από την αντίπερα όχθη προβάλουν γυναικείες μορφές ,αδρές γραμμές τοπίων,
ένας καλογερος στην κορυφή των Μετεώρων.



Όταν ρωτήθηκε κάποτε σε μια συνέντευξη αν πιστεύει ότι έχασε μια καλή
φωτογραφία απάντησε: ''Ήρθε να δουλέψει στη Γλυφάδα ένας ξερακιανός
λογιστής τραπέζης που τον είχαν απολύσει. Το βράδυ έπαιρνε ότι περίσσευε
από το φαγητό, για να το πάει στην οικογενεια του.Βγήκε μια μέρα με χιόνι
για να φέρει ένα βαρέλι με πετρέ.λαιο Φορούσε καμπαρντίνα και προσπαθούσε
μέσα στο κρύο να το μεταφέρει από μια ανηφόρα. Αυτό το βαρέλι καθώς
κυλούσε έμοιαζεμε την ίδια τη ζωή που, ή θα τον έπαιρνε από κάτω ή θα τα
έβγαζε πέρα.


Πριν λίγα χρόνια ο Μπαλάφαςδώρισε στο Μουσείο Μπενάκη 15.000
ασπρόμαυρα αρνητικά και 60 κινηματογραφικές ταινίες μικρού μήκους,
καθιστώντας τούτο τον θησαυρό κτήμα των επόμενων γενεών.


Ήπειρός. Ξεφυλλίζω το Λεύκωμα . Άλλο ένα ταξίδι.
Ένας θησαυρός.


Αφιερωμένο στα παιδιά, στα παιδιά όλου του κόσμου
σ'αυτά που ανήκει το μέλλον ....


*1 Ημερήσια εφημερίδα των Τρικάλων

*2 Απόσπασμα από το λεύκωμα Κώστας Μπαλάφας. Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιον Όρος 1969-2001, εκδ. Αγιορείτικη Φωτοθήκη – Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Άγιον Όρος - Αθήνα 2006.

υ.γ Ευχαριστώ τον φίλο δημοσιογράφο Λάζαρο  Τσουμένη και για την αφορμή
και για ότι δανείσθηκα, σ'αυτή τη μικρή αναφορά σε ΄Εναν μεγάλο Φωτογράφο
της Ιστορίας μας.




Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Μια άλλη ελπίδα

Λόγια  που λέγονται μέσα μας ακόμα και όταν μένουμε
αμίλητοι

Αλίμονο, η βαρύτερη τιμωρία είναι να μην μπορείς να
βρεις τα λόγια για όσα πράγματα θα ήθελες να
πεις.

Τίτος Πατρίκιος, Έχουν την ώρα τους τα λόγια
Η νέα χάραξη, Κέδρος 2007

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Αιγαίο πέλαγος, η ομορφιά






Ψηλά στη Δίρφη ,με θεά το Αιγαίο

  Στην Κεφαλονιά, ψηλά στον Αίνο(1628 μ.), σε υψόμετρο πάνω από 1300 μέτρα αγναντεύεις την απεραντοσύνη,  η μυρωδιά της μοναδικής Κεφαλληνιακής ελάτης να σε ταξιδεύει στο πιο αχνισμένο γαλάζιο, εκεί που σμίγει ο ουρανός με τη θάλασσα.
  Στην Εύβοια μετά τη Στενή σκαρφαλώνεις την Δίρφη (1743 μ) και χάνεσαι ανάμεσα σε  πλατάνια, καστανιές, δρύες, πεύκα και άλλα φυλλοβόλα, φτάνεις ψηλά στο ελατόδάσος για να αγναντέψεις  από κει το Αιγαίο, να αγγίξεις τον ουρανό, με μια απλή κίνηση του χεριού. Μυρίζει έλατο και οξυγόνο, είσαι στο ψηλότερο νησιώτικο βουνό -μετά τα βουνά της Κρήτης, είσαι πιο κοντά στον θεό, στον θεό του έρωτα και της φύσης.
Παραλία Χιλιαδούς
  Δεν συνάντησα άλλο νησί να σμίγουν οι μυρωδιές της ρετσίνας και της αλμύρας, το  σκούρο πράσινο και το ανοιχτό γαλάζιο, ο ψηλός ουρανός να κατεβαίνει ως τη θάλασσα. Μετά ο κατηφορικός δρόμος. Στρόπωνες, Λάμαρη, Παραλία Χιλιαδούς και μια ρεματιά γεμάτο σκηνές, ο παράδεισος του ελεύθερου κάμπινγκ, αμέτρητοι κατασκηνωτές κρυμμένοι μες τα πλατάνια, δίπλα στο ποτάμι που κυλάει να  συναντήσει τη θάλασσά του. Σπαρμένοι βράχοι παντού, μέσα κι έξω στη θάλασσα χρωματίζουν με την πέτρα τους τα νερά μιας από τις όμορφες παραλίες  της Εύβοιας.

Παραλία Χιλιαδούς
   Απ’ τη Χιλιαδού δεν θες να φύγεις, σε λίγες  παραλίες νοιώθεις ότι κάτι με κρατάει εδώ. Απ΄ τη μια το πέτρινο βουνό και απ’ την άλλη τα πεύκα, φθάνουν ως τη θάλασσα, το αλμυρό πεντακάθαρο νερό αλλάζει χρώματα, καθρεφτίζει τις πιο μικρές αχτίδες του καλοκαιρινού ήλιου, μαγεμένο ίσως απ΄ την Πανσέληνο της νύχτας, το Αυγουστιάτικο ολόγιομο φεγγάρι.


Αγία Άννα
  Η Εύβοια έχει τόσα πεύκα, όσα η υπόλοιπη Ελλάδα ολόκληρη. Ατέλειωτοι φιδωτοί δρόμοι και γύρω το πεύκο, λες και φύτρωσε χθες και μεγάλωσε αμέσως να ομορφύνει το μάτι σου, να κάνει ξεκούραστη τη διαδρομή, ανοιχτό πράσινο, αραιώνει μόνο να σ’ αφήσει να αγναντέψεις συμφωνική αρμονία της φύσης. Και ελιές, πολλές ελιές. Και όμορφες θάλασσες, πολύ όμορφες .
  Στήσαμε τη σκηνή στο κάμπινγκ Ροβιές, τελευταία  κενή θέση ,παραμονές Δεκαπενταύγουστου, όλη η Ελλάδα στις θάλασσες και στα βουνά. Φύγαμε αμέσως ,παραλία Αγίας Άννας, κάμπινγκ Αγίας Άννας  απ’τα καλύτερα στην Ελλάδα, και μια παραλία γεμάτη βότσαλα  περίμενε να δύσει ο ήλιος, ήθελε το φεγγάρι εκείνο το βράδυ.

Η πανσέληνος του Αυγούστου στην Αγία Άννα
  Η πόλη έμεινε πίσω, πολύ πίσω, γραφική φιγούρα ανίατου κουκλοθέατρου. Η εθνική κατάθλιψη που έσπειραν τη χρονιά που πέρασε ξεπεσμένοι πολιτικάντηδες και αγύρτες δημοσιογράφοι έμοιαζε με μαύρη σακούλα απορριμμάτων. Οι νέοι τους έλεγαν στ’αρχίδια μας.Και το φεγγάρι ούτε που τους έδινε σημασία, βγήκε  σε λίγο και λαμπύριζε τη θάλασσα και τα βότσαλα.Τι να καταλάβει το μεταξωτό βρακάκι του Γιωργάκη και της λυσσασμένης για εξουσία συμμορίας του, από τις αποχρώσεις της ζωής. Μόνο κάποτε που θα κρεμαστούν απ ΄τις γραβάτες τους τις ίδιες, θα τους ξεράσει ακόμα και η θάλασσα .
  Τα τζιτζίκια δοξάζουν την ομορφιά του καλοκαιριού, ένας απορημένος σκύλος φυλάει τη νύχτα τα αστέρια, το αλμυρό αεράκι πλέκει καινούρια όνειρα, ένας κόσμος που απλόχερα να μοιράζει δίκαια την ομορφιά του φεγγαριού, μια φωτιά, μια κιθάρα και οι ακατέργαστες αγνές φωνές μια νεαρής παρέας είναι η Ελπίδα, το κύμα προϊδεάζει μια καινούρια χαραυγή, οι γερασμένες κάλπικες κραυγές των ηλιθίων αργοπεθαίνουν .
  Ποιος έκλεψε τόση ομορφιά, απ’ αυτή τη χώρα; Ποιός έκλεψε τόσο φως; Τόση ιστορία ;
  Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει ,είπε ο ποιητής ,οι διάβολοι όμως δεν ξέρουν από ποίηση. Γίνονται βρικόλακες και μας κλέβουν τα μάτια μας, αρπάζουν  την ακοή μας, μας παίρνουν την αφή μας, λυντσάρουν τη γεύση μας, μας στειρώνουν την όσφρηση.
  Ατέλειωτη, απέραντη η ομορφιά της χώρας μας, απ’τη Κρήτη ως την Αλεξανδρούπολη, απ’το Καστελόριζο ως τις Πρέσπες. Διάσπαρτα νησάκια ακτινοβολούν τις νύχτες σαν αστέρια της γης, λαμπυρίζουν τις μέρες σαν κοχύλια πεταμένα στη θάλασσα.
  Η Εύβοια ανταγωνίζεται την δικιά της ύπαρξη, μοιάζει αυτάρκης απ΄τη Φύση, εγκαταλειμμένη απ’τους ανθρώπους της, όπως όλη η Ελλάδα. Πρωινή βόλτα στην ατέλειωτη παραλία των Ροβιών, σκουπίδια παντού, λες και κανένας δεν νοιάζεται, φτάνεις κοντά στην Αιδηψό και αναπνέεις μπόχα και δυσοσμία υπονόμων.
Κι όταν περάσει το τρίμηνο του καλοκαιριού, τότε;
  Η Ελλάδα το καλοκαίρι είναι ένα ατέλειωτο λούνα πάρκ διασκέδασης, τον χειμώνα μια ανοιχτή πληγή που δεν κλείνει.
  Γυρίσαμε αργά το βράδυ στο κάμπινγκ, βράδυ Δεκαπενταύγουστου, η απόλυτη ερημιά στο διάδρομο που μέναμε, ήμασταν μόνοι, ολομόναχοι. Το προηγούμενο βράδυ οι φωνές ήταν περισσότερες απ΄ τα τζιτζίκια, η ζωγραφιά της μοναξιάς. Το φεγγάρι ήδη άρχισε να μικραίνει. 
Αγιόκαμπος
   Ιαματικά λουτρά Αιδηψού, το Πευκί, η Ιστιαία,η Χαλκίδα, η Κύμη, η Κάρυστος, σκόρπιες λέξεις και ονόματα απ΄τον χάρτη είχα στο μυαλό μου. Η Εύβοια είναι όλα αυτά, αλλά είναι  πολλά ακόμα, είναι τα ζωντανά χωριά της, είναι τα χωριά που κρατάν ζωντανή ακόμα όλη την Ελλάδα, όταν οι πόλεις αργοπεθαίνουν. Ήμουν δίπλα της και δεν πήγα ποτέ, λες και δεν ήθελα να πάω.

Συνομιλία με τους γλάρους
  Απ’τον Αγιόκαμπο το πλοίο ώσπου να πεις δυό κουβέντες με τους γλάρους φτάνει στη Γλύφα, σε λίγο η θάλασσα μένει πίσω,Ο Θεσσαλικός καυτός κάμπος τα καλοκαίρια αγναντεύει τα βουνά του για να δροσιστεί . Η Εύβοια, το Αιγαίο.
Άνθισαν μαζί!
  Στην τσιμεντένια πόλη με περίμεναν δυό ανοιχτά λουλούδια. Ο κάκτος κατά καιρούς κάνει τις δικές του εκπλήξεις. Δεν μύριζαν πεύκο, χαμογελούσαν όμως Ελπίδα.


Ουτοπιστής