Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Στα Τρίκαλα


Του Γιώργου Σταματόπουλου

Είναι υγρή η ομορφιά της Θεσσαλίας. Ο Ληθαίος ποταμός που διασχίζει τα Τρίκαλα εξακολουθεί να ταράσσει ευεργετικά τον επισκέπτη και, υποθέτω, τους μόνιμους κατοίκους. Δεν έχουμε πολλές πόλεις με ποταμούς στην καρδιά τους. Αυτό από μόνο του προσδίδει μοναδικότητα στα Τρίκαλα. Σε συνδυασμό με την παλιά πόλη και το μεσαιωνικό κάστρο με το τεράστιο ρολόι, που πρωτοκατασκευάστηκε το 1648 από Οθωμανούς, η πόλη είναι από τις εντυπωσιακά ελκυστικές της χώρας.

Τόσες φορές που έχω πάει δεν αξιώθηκα να ανεβώ στο κάστρο. Αυτή τη φορά με πήρε από το χέρι ο Γιάννης και περπατήσαμε ώς την κορυφή· ακόμη και στο ρολόι ανεβήκαμε με την πανοραμική θέα όλης της πόλης. Τυλιγμένοι σε απαλή ομίχλη και δροσερή ψύχρα την απολαύσαμε και αμέσως μετά περπατήσαμε στα στενά πλακόστρωτα της παλιάς πόλης (Βαρώσι) με πολλά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα οικιών να ανακατασκευάζονται. Ενας αστικός πολιτισμός πολύτιμος που, ευτυχώς, διασώζεται.

Πολλά μικρά, κομψά, κομψότατα καφέ και εστιατόρια και τσιπουράδικα, ζεστά και φιλόξενα, προκαλούν έναν ξεχωριστό τρόπο βαδίσματος και συμπεριφοράς· αναγκάζεσαι να σιωπήσεις ευλογώντας το τοπίο, τον χώρο. Γενάρης μήνας και πολλοί εκτείνονται σε τραπεζάκια έξω, αγγέλλοντας στους πάντες το ζείδωρο της χώρας κλίμα, τη συμφιλίωση των φυσικών δυνάμεων-αναπνοών. Μεσευρωπαϊκού στιλ καφέ κοσμούν άφθονα τους πεζοδρόμους. Αφθονο και φτηνό, επιτέλους, το φαγητό και, βεβαίως, το τσίπουρο ρέει γλυκύτατα, ουσιαστικά. Ο Ληθαίος κουβαλάει τη μνήμη της πόλης, δροσίζει το παρόν, ξεχύνεται στο μέλλον. Απειρα τα εσωτερικά τσιμπηματάκια, χωρίς παρενέργειες εντούτοις στην ευστάθεια του πεζοπορείν. Εντάξει, οι άνθρωποι ομορφαίνουν το περιβάλλον, αλλά κι αυτό με τη σειρά του ομορφαίνει τους ανθρώπους. Κάτι είχε δει ο Αριστοτέλης που, πάνω απ’ όλα τ’ ανθρώπινα, τοποθετούσε τη φιλία…

Δύο είναι για μένα οι εστίες πολιτισμού και πολιτικής στην πόλη. Το βιβλιοπωλείο «Κηρήθρες», που διευθύνουν, κοντά τρεις δεκαετίες τώρα, ο Κώστας (Κοτρώνης) και η Ρούλα. Ηρωική η παρουσία τους, κόντρα στην απαισιοδοξία της εποχής και στην άρνηση των πολιτών να διαβάζουν. Συνεχείς εκδηλώσεις-ομιλίες για βιβλία και συγγραφείς που πραγματεύονται τις πολύπλοκες πνευματικές προσεγγίσεις-νοηματοδοτήσεις. Ολα τούτα υπό εξοντωτικά αντίξοες συνθήκες. Να γιατί τίποτε δεν είναι μάταιο· η ζωή σπαρταρά και μεγαλουργεί σε τέτοια πρόσωπα, στέλνοντας στην εξορία αντικαταθλιπτικά και νευροκατασταλτικά φάρμακα…

Η ομάδα Από Κοινού έχει στα σπλάγχνα της ανθρώπους που (δια)κηρύσσουν (βιωματικά!) την Αποανάπτυξη στην οικονομία, πιστεύοντας (κι έχουν δίκιο) ότι σ’ έναν πεπερασμένο πλανήτη δεν μπορεί να υπάρχει απεριόριστη (άλογη-άκριτη) ανάπτυξη. Αλλά οι αριστερές δυνάμεις της πόλης περί άλλα τυρβάζουν. Πού θα πάει; Κάποια στιγμή θα αναγκαστούν να ακούσουν· η κοινωνία θα τους εξαναγκάσει να εκδιώξουν την πεποίθησή τους ότι είναι οι μόνοι κάτοχοι της αλήθειας. Οχι; Ναι. Και σύντομα!

Ανασημοσίευση  από την Εφημερίδα των Συντακτών

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Πόλη παιδιών

koutsiabasakos360Του Σπύρου Γιανναρά


Σε αντίθεση με τα όσα γράφονται στο οπισθόφυλλο, νομίζω ότι το μυθιστόρημα Πόλη παιδιών του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου δεν είναι επουδενί «ένα βιβλίο για τις Παιδοπόλεις που, από το 1947 έως το 1998, συνυπήρχαν βουβά με τις υπόλοιπες πόλεις της ελληνικής επικράτειας». Στην περίπτωση, όπως εν προκειμένω, της καλής λογοτεχνίας η ταύτιση του έργου με τον τόπο εξέλιξης της πλοκής ή τη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα, περιορίζει επικίνδυνα το νοηματικό και υπαρξιακό του εύρος, απαξιώνοντάς το λογοτεχνικά. Με άλλα λόγια, η Πόλη παιδιών είναι ένα μυθιστόρημα για τις Παιδοπόλεις στο βαθμό που ο Μόμπυ Ντικ είναι ένα μυθιστόρημα για τα φαλαινοθηρικά ταξίδια ή η Άννα Καρένινα ένα μυθιστόρημα για τον αδιέξοδο έρωτα.
Επιμένω σε αυτό γιατί νομίζω πως εστιάζοντας η κριτική –ελέω ίσως του οπισθόφυλλου– στο θέμα των Παιδοπόλεων, αδίκησε ένα κατά τη γνώμη μου από τα καλύτερα μυθιστορήματα της περασμένης χρονιάς, παραπλανώντας τους αναγνώστες. Ποιον ενδιαφέρει ένα μυθιστόρημα για τις Παιδοπόλεις ή τη φαλαινοθηρία; Ένα ίσως χαρακτηριστικό των έργων της καλής πεζογραφίας είναι ότι δεν μπορεί κανείς να συνοψίσει σε μια φράση το θέμα τους.

Πέρα από στερεότυπα
Μπορεί να θεωρηθεί αυτοβιογραφικό έργο μονάχα με την προϋπόθεση ότι η καθαρή μυθοπλασία, η αμόλυντη από βιογραφικά στοιχεία, είναι ανθρωπίνως αδύνατη.
Η ταύτιση του βιβλίου με τις Παιδοπόλεις είναι διπλά παραπλανητική γιατί οι Παιδοπόλεις ταυτίζονται με τη σειρά τους στο μυαλό του επίδοξου αναγνώστη με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο: με τον Εμφύλιο. Δημιουργείται δηλαδή η δεύτερη πλανερή εντύπωση ότι το μυθιστόρημα του Κουτσιαμπασάκου είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Την ίδια εντύπωση δημιουργεί και η ταύτιση του Μόμπυ Ντικ με την φαλαινοθηρία. Όμως, το ιστορικό μυθιστόρημα έχει ως προγραμματικό στόχο να αναβιώσει το κλίμα και την ατμόσφαιρα μιας συγκεκριμένης ιστορικής εποχής και λιγότερο τη σκιαγράφηση ενός ιδιαίτερου ανθρωπολογικού τύπου, ο οποίος φωτίζει με το υπαρξιακό του αδιέξοδο και τις μεταφυσικές του αγωνίες, όχι τόσο τον ιστορικό χρόνο, όσο την οντολογική πραγματικότητα. Π.χ. τον νεωτερικό άνθρωπο. Υπ’ αυτό το πρίσμα οι Μνήμες του Αδριανού της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ δεν εντάσσονται στο ιστορικό μυθιστόρημα.
koutsiabasakos-eikonaΣυνεχίζοντας την αρνητική διαλεκτική θα συμπλήρωνα ότι η Πόλη παιδιών δεν είναι ούτε ένα αυτοβιογραφικό ή έστω απλά βιογραφικό μυθιστόρημα. Και πάλι νομίζω πως, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι ο συγγραφέας έζησε σε Παιδόπολη τα ίδια ακριβώς χρόνια με τον ήρωα του μυθιστορήματος, Γιώργο Χαλκίτη, από το 1971 ως το 1976, δημιουργείται η πλαστή εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα βιβλίο όπου ένας ακόμα συγγραφέας μας διηγείται, διογκώνοντάς τες, τις περιπέτειες της πρώτης του νιότης. Πόσο αδιάφορο και πάλι θα φάνταζα ένα βιβλίο, όπως π.χ το αριστουργηματικό μυθιστόρημα Άλλες φωνές, άλλοι τόποι του Τρούμαν Καπότε με ήρωα έναν περίπου συνομήλικο του Χαλκίτη, ιδωμένο απ’ αυτό το επίσης περιοριστικό πρίσμα;
Αν οφείλαμε να το προσδιορίσουμε ως είδος, θα λέγαμε ότι η Πόλη παιδιών είναι μια αυτοβιογραφική μυθοπλασία. Αυτός όμως ο γενικόλογος χαρακτηρισμός δεν συνιστά έναν πιθανό ορισμό της λογοτεχνίας; Εφόσον δηλαδή με τον όρο αυτό εννοούμε το φιλτράρισμα των παραστάσεων του βίου που συνθέτουν την βιογραφία του, μέσα από το πνεύμα του συγγραφέα και το πάντρεμά τους με την ποιητική του φαντασία. Η Πόλη παιδιών μπορεί να θεωρηθεί αυτοβιογραφικό έργο μονάχα με την προϋπόθεση ότι η καθαρή μυθοπλασία, η αμόλυντη από βιογραφικά στοιχεία, όπως αντίστοιχα η καθαρή βιογραφία δίχως ίχνος μυθοπλασίας, είναι ανθρωπίνως αδύνατη.
Είναι ένα bildungsroman, ένα μυθιστόρημα μαθητείας, εστιασμένο όμως στη παιδική ηλικία.
Θα αποτολμούσα και πάλι να πω ότι οι βιογραφίες επιφανών πολιτικών ή συγγραφέων είναι περισσότερο μυθοπλασίες, μια υποκειμενική δηλαδή αφήγηση όπου η φαντασία του βιογράφου έχει τον πρώτο λόγο στη διάρθρωση του βιογραφικού υλικού και λιγότερο η ανασύσταση του πραγματικού βίου ενός ιστορικού προσώπου. Με το που ξαπλώνει στο χαρτί, ακόμα και το υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, πόσο μάλλον ο ημι-αυτοβιογραφικός Γιώργος Χαλκίτης, μετατρέπεται, καθώς το οικειοποιείται η λογοτεχνία, σε αυτόνομο λογοτεχνικό ήρωα με τα δικά του βάσανα και όνειρα.
Έχοντας λοιπόν επισημάνει τι δεν είναι το μυθιστόρημα του Κουτσιαμπασάκου, μπορούμε πλέον να αντιστρέψουμε το σχήμα και να επιχειρήσουμε να δώσουμε έναν πολυεπίπεδο ορισμό του που ευελπιστεί να φωτίσει τις διαφορετικές πτυχές του βιβλίου. Η Πόλη παιδιών είναι λοιπόν ένα bildungsroman, ένα μυθιστόρημα μαθητείας, εστιασμένο όμως στη παιδική ηλικία. Ως συνεπές bildungsroman είναι ένα μυθιστόρημα πνευματικής ενηλικίωσης, που στην συγκεκριμένη περίπτωση συντελείται πρόωρα και ταυτίζεται με το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην πρώιμη εφηβεία.
Αυτή η εξαναγκασμένη, τρόπον τινά, ενηλικίωση αποδίδεται με ποικίλους αλληγορικούς τρόπους προσφέροντάς μας μερικές από τις ωραιότερες και πιο μεστές λογοτεχνικά, περιγραφές του βιβλίου. Π.χ. ως εξωτερική πάλη και ως εσωτερική διαπάλη για την υπέρβαση του παιδικού εαυτού: «Συμμετείχε στις μεγάλες μάχες με τα παιδιά της έκτης, τις πιο μεγάλες με τον Ρήβα. Έτρεχε, έμπαινε στα τζαρτζαρίσματα, έκανε τάκλιν, κι όταν είχε στα πόδια του την μπάλα, την κρατούσε πιο πολύ, σαν να ήθελε, μαζί με τον αντίπαλο, να ντριμπλάρει και τον εαυτό του».

Η πορεία της ενηλικίωσης από κορφή σε κορφή

Η εντυπωσιακότερη όμως σκηνή είναι εκείνη με την οποία ανοίγει το βιβλίο, που αποτελεί και μια από τις πιο πετυχημένες (καθότι εξαιρετικά πρωτότυπη και εντυπωσιακή) ενάρξεις μυθιστορήματος: Την περιδιάβαση του ήρωα πάνω στα δέντρα, περνώντας ακροβατικά από κορφή κυπαρισσιού σε κορφή κυπαρισσιού.
Η ενηλικίωση αποδίδεται επίσης και με μια κάθετη διεύρυνση του χώρου, που εικονογραφείται με το περπάτημα πάνω στα δέντρα.
Η ενηλικίωση αποδίδεται συμβολικά ως μια οριζόντια και μια κάθετη διεύρυνση του χώρου. Ως μια οριζόντια διεύρυνση του περίκλειστου ορίζοντα της Παιδόπολης πέρα από την σιδερόφρακτη περίφραξή της, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την ενοποίηση ενός αποσπασματικού έως τότε κόσμου. Την ενοποίηση του κόσμου του σπιτιού και του κόσμου της Παιδόπολης, που συνεπάγεται και την ένταξή τους στον Κόσμο με Κ κεφαλαίο· σε μια οικουμένη που περικλείει την Παιδόπολη, την μεγαλόπολη Θεσσαλονίκη και την πρωτεύουσα όπου και έχει μεταφερθεί η μάνα. «Ο κόσμος ήταν συνεχόμενος, ένας, πουθενά δεν τον έκοβαν Σύρματα, κι εκείνος προχωρούσε μέσα του». Με άλλα λόγια ο Κουτσιαμπασάκος περιγράφει την ενηλικίωση ως το οντολογικό πέρασμα από τον οίκο στην οικουμένη.
Η ενηλικίωση αποδίδεται επίσης και με μια κάθετη διεύρυνση του χώρου, που εικονογραφείται με το περπάτημα πάνω στα δέντρα και με την αναρρίχηση και την κατάκτηση του λόφου, έξω από την Παιδόπολη. «Ανέβηκε στην Κορυφή, το έκανε, έσκισε τον ορίζοντα που έβλεπε από την Παιδόπολη, αλλά στο βάθος ένας καινούργιος υπήρχε, ερχόταν μπροστά του. Ίσως έτσι να ήταν ο κόσμος, έπρεπε να κυνηγήσει πολλούς ορίζοντες για να τον γνωρίσει, έπρεπε να τους σκίσει για να φτάσει στη μάνα του».
koutsiabasakos-paidopoliΗ ανάγκη εξύψωσης πάνω από τη ρουτίνα και τη σκονισμένη τύρβη του καθημερινού βίου, η ανάγκη διεύρυνσης ενός περιορισμένου και περιοριστικού ορίζοντα, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τους ήρωες του Κουτσιαμπασάκου. Ήδη στη Σκεπή, στο ομώνυμο διήγημα της πρώτης του συλλογής διηγημάτων, ο ήρωας περπατάει, σαν άλλος Χαλκίτης στην υπό επισκευή σκεπή του πατρογονικού του σπιτιού βιώνοντας μια πρωτόγνωρη ψυχική ανάταση. Ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει δύο διαφορετικούς ανθρωπολογικούς τύπους που εκφράζουν δύο διαφορετικές Ελλάδες: Την Ελλάδα πριν και μετά τη μεταπολίτευση. Την Ελλάδα της φτώχειας και του ονείρου, της δίψας για δουλειά, των ανθρώπων που ξαναφτιάχνουν με τα ίδια τους τα χέρια τον κόσμο, επιθυμώντας να «ανεβούν λίγο ψηλότερα» και της Ελλάδας της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας και ραστώνης, των ανθρώπων που ψάχνουν να βολευτούν λίγο καλύτερα. Την δεύτερη αυτή ευθυνόφοβη, κοντόφθαλμη και συντηρητική Ελλάδα ενσαρκώνουν στην Πόλη παιδιών, τόσο ο αστυνόμος θείος του Χαλκίτη, που ψάχνει να μπαλώσει τα προβλήματα κρατώντας το παιδί διαρκώς στο σκοτάδι, όσο και οι θλιβερές φιγούρες των εκάστοτε αρτηριοσκληρωτικών διευθυντών του ιδρύματος.
Εκτός όμως από μια κάθετη και οριζόντια μετατόπιση του εξωτερικού ορίζοντα η ενηλικίωση συντελείται μέσω της μετατόπισης του ψυχικού ορίζοντα του ήρωα, της διεύρυνσης των συντεταγμένων του εσωτερικού του κόσμου. Προϋπόθεση της ενηλικίωσης αποτελεί η βίωση της απώλειας ή του μηδενός. Ο Χαλκίτης χάνει τον παιδικό του κόσμο και ξανακερδίζει μέσα από την Παιδόπολη μια θέση εντός ενός διευρυμένου κόσμου. Ωστόσο η καθαυτό αίσθηση της απώλειας βιώνεται μέσω της βίαιης αποκοπής από τον κόρφο της μάνας και το ενιαίο και αδιαίρετο οικογενειακό περιβάλλον. «Ο θείος έφευγε, σε κάθε βήμα τον έβγαζε από πάνω του, τον έκοβε με μαχαίρι, από τα χέρια του, το στήθος του, από μέσα του, ο θείος έφευγε και δεν τον έπαιρνε μαζί του (…) ο θείος έφευγε, με το ίδιο μαχαίρι τον έκοβε από τη μάνα του, από τα μάτια της, από τα χείλη της από τον κόρφο της, τον έκοβε από το κρεβάτι του, το σπίτι τους, η πλάτη του μίκραινε, τον έκοβε από τον κόσμο».
Ο Κουτσιαμπασάκος επαναλαμβάνει ένα από τα μεγάλα μεταφυσικά μοτίβα της λογοτεχνίας, σύμφωνα με το οποίο πρέπει κανείς να χάσει πρώτα τον εαυτό του για να μπορέσει να τον ξαναβρεί.
Ο απογαλακτισμός αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση της ενηλικίωσης όπως και η απομάκρυνση από το σπίτι και το κρεβάτι του. Ο Χαλκίτης χάνει τη μάνα του, δηλαδή τον άξονα αναφοράς του, την παιδική του ταυτότητα και αναζητεί μια νέα εντός του ανοίκειου ακόμα κόσμου ή του μηδενός. Ο Κουτσιαμπασάκος επαναλαμβάνει ένα από τα μεγάλα μεταφυσικά μοτίβα της λογοτεχνίας, σύμφωνα με το οποίο πρέπει κανείς να χάσει πρώτα τον εαυτό του για να μπορέσει να τον ξαναβρεί.
Ο μικρός παιδοπολίτης παλεύει να διευρύνει τον ορίζοντά του προκειμένου να περικλείσει εντός του και τη μάνα του. Παλεύει δηλαδή να διευρύνει τα εξωτερικά όρια του κόσμου προκειμένου να διευρύνει και τα όρια της ψυχής του. Η ενηλικίωση συντελείται ταυτόχρονα και ως μια διαλεκτική του εξωτερικού με τον εσωτερικό χώρο. Το ταξίδι προς τη μάνα είναι ένα ταξίδι αναζήτησης του αναγεννημένου του εαυτού. Ο ξενιτεμός ταυτίζεται με την αναζήτηση του νοήματος και την αναγνώριση του κόσμου. Με άλλα λόγια, το ταξίδι ή ο περίπλους του Χαλκίτη επαναλαμβάνεται αέναα εντός της λογοτεχνίας από την εποχή του Ομήρου.
Η διαδικασία ενηλικίωσης ολοκληρώνεται λογοτεχνικά την στιγμή της συνάντησης με τη μάνα η οποία αποκτά μια αναστάσιμη χροιά, μετουσιώνεται σε υπόσχεση εξοικείωσης του κόσμου, υπέρβασης του μηδενός, δηλαδή του θανάτου. Το γεγονός αναδεικνύει η αναστάσιμη προσευχή που συνοδεύει ως μουσική υπόκρουση τον μονόλογό του Χαλκίτη ο οποίος επαναφέρει τη στιγμή της συνάντησης στη μνήμη του:
«Τον Σταυρό σου Χριστέ προσκυνούμεν…
Η μάνα του ερχόταν, έβγαινε από μέσα του. Την έβλεπε όπως ανέβαινε με τα λόγια. Την αντίκριζε καθώς κατέβαινε. Στεκόταν μπροστά του. (…) …και την αγίαν σου Ανάστασιν υμνούμεν…
Αυτό που ήθελε, το μόνο και τίποτε άλλο, έγινε, έμεινε με τη μάνα του. (…) Αυτούς τους ορίζοντες προσπαθούσε να σκίσει και να βγει στον έξω κόσμο, ανάμεσα στους ορίζοντες κόπιαζε να ισορροπεί…
Ζούσε σαν φιγούρα κομμένη με το μαχαίρι από τον μητρικό κόρφο.
… ιδού γαρ ήλθε στα του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω. (…)
Δια παντός ευλογούντες τον Κύριον…
Τον σκέπαζε η ζεστασιά από το στήθος της, η μυρωδιά του λαιμού της, τα χέρια της δεν τον άφηναν. Δεν τον παράτησε. Όχι, αυτό δεν έγινε ποτέ, ούτε για μια στιγμή. Όλα τα χρόνια που αυτός κοιμόταν σε ξένα κρεβάτια η μάνα του κοιμόταν σε ξένο κρεβάτι (…) Σταυρόν γαρ υπομείνας δι΄ημάς, θανάτω θανάτον ώλεσεν.
Έμεινε να κοιτάζει, τα ακίνητα πόδια του, τα άδεια χέρια του. Πατούσε κάτω στις ψηφίδες του μωσαϊκού. Όλος σηκωνόταν. Χτυπούσε στους τοίχους στο ταβάνι, γλιστρούσε στα τζάμια. Ακόμα κοιτούσε». Χάρη στη μητρική αγάπη που τον στήνει στα πόδια του, η αγάπη γίνεται αντιληπτή ως το πληρέστερο βίωμα, δηλαδή ως γεγονός αναστάσιμο. Η ενηλικίωση είναι και η πρώτη γνωριμία με τον θάνατο και τη δυνατότητα υπέρβασης του θανάτου.
Ο Χαλκίτης που ζούσε στην Παιδόπολη σαν φιγούρα κομμένη με το μαχαίρι από τον μητρικό κόρφο, επιστρέφει σε αυτήν ως ο γιος που έχει αναλάβει την νοσούσα μητέρα του αντιστρέφοντας τους όρους εξάρτησης παιδιού και ενήλικα. «Μέσα του είχε το πρόσωπο της μάνας του, όπως ήταν τώρα, δεν διέφερε από τα άλλα παιδιά». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το βιβλίο κλείνει με μια ακόμα μεταφορά της ενηλικίωσης ως διευρυμένου ορίζοντα που δεν χάνεται πλέον μακριά του χωρίζοντάς τον από έναν άγνωστο κόσμο, αλλά φέρνει προς το μέρος του ένα κόσμο οικείο: «Και άλλοι άνθρωποι και άλλα σπίτια έρχονταν στο παράθυρό και στέκονταν εμπρός του. Έρχονταν κι οι δρόμοι. Ευθείς, με στροφές, φαρδείς, φαρδύτεροι. Έσμιγαν με τους προηγούμενους. Μέσα τους δεν χανόταν. Ήξερε από πού ξεκινούσαν, είχε βρει την αφετηρία τους. Ήξερε που τον οδηγούσαν».

Με το βλέμμα ενός παιδιού
Ο συγγραφέας αποφεύγει συνειδητά την επιλογή του ιστορικού μυθιστορήματος...
Η Πόλη παιδιών είναι ένα μυθιστόρημα του παιδικού βλέμματος. Κάθε εικόνα, λόγος ή σκέψη φτάνει στον αναγνώστη φιλτραρισμένη μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού του δημοτικού. Ο Κουτσιαμπασάκος χρησιμοποιεί ως τέλειο άλλοθι αυτόν τον λογοτεχνικό περιορισμό, προκειμένου να μην επιστρέψει σε μια εξαιρετικά φορτισμένη ιστορική περίοδο της Ελλάδας –το πέρασμα από τη Χούντα στην Μεταπολίτευση– να επισκιάσει την υπαρξιακή περιπέτεια του ήρωά του. Σε οποιοδήποτε άλλο μυθιστόρημα όπου το βλέμμα του ήρωα θα ήταν εκείνο ενός ενήλικα με ώριμη ιστορική συνείδηση, τα ιστορικά γεγονότα θα καταλάμβαναν αναγκαστικά το πρώτο πλάνο επισκιάζοντας τους ήρωες που με τη σειρά τους θα προσδιορίζονταν αναγκαστικά σε σχέση με την ιστορία.
koutsiabasakos-photoΟ συγγραφέας αποφεύγει συνειδητά, όπως είπαμε και στην αρχή, την επιλογή του ιστορικού μυθιστορήματος, θέτοντας τα ιστορικά γεγονότα στο φόντο της αφήγησης. Δεν νομίζω ότι θα βρει εύκολα κανείς πιο πετυχημένη μεταφορά για την Ελλάδα της χούντας, από εκείνη που επιλέγει ο Κουτσιαμπασάκος χαρακτηρίζοντας την Παιδόπολη, ένα στρατόπεδο μέσα στο στρατόπεδο: «Ο κόσμος είχε μπει στην Παιδόπολη, η Παιδόπολη είχε βγει έξω στον κόσμο». Η πτώση της χούντας υπονοείται με την απόσυρση των κάδρων με το έμβλημα της 21ης Απριλίου στην αποθήκη όπου και τα ανακαλύπτουν παίζοντας τα παιδιά και με την αντικατάσταση της διοίκησης της Παιδόπολης με νέα πρόσωπα που όμως στα παιδικά και όχι μόνο μάτια διαφέρουν ελάχιστα από τα προηγούμενα.
Ο ορίζοντας του μυθιστορήματος της ενηλικίωσης διευρύνεται για να αγκαλιάσει ολόκληρη την Ελλάδα. Την ώρα που ο Χαλκίτης αναζητεί μια θέση στον κόσμο κατακτώντας την ενηλικίωση, η ίδια η χώρα γίνεται μέλος μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης διατρανώνοντας ότι έχει αφήσει πίσω της το πρόσφατο ανήλικο παρελθόν της. Σήμερα που ο κύκλος της Μεταπολίτευσης φαίνεται να κλείνει το ερώτημα που μοιάζει να μας απευθύνει ο Κουτσιαμπασάκος είναι εάν και κατά πόσο καταφέραμε ως έθνος να ενηλικιωθούμε, εκφράζοντας φόβους ότι παραμένουμε μια πόλη παιδιών που ταλανίζεται από τις ίδιες πάντα ενδημικές ασθένειες.
Έστησε με εξαίρετο τρόπο και άψογη λογοτεχνική οικονομία αφήγησης και δράσης ένα δύσκολο πρώτο μυθιστόρημα αποφεύγοντας με μαεστρία όλους τους σκοπέλους...
Θεωρώ, όπως προείπα, την Πόλη παιδιών ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του 2012 αν όχι των τελευταίων ετών. Ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος έστησε με εξαίρετο τρόπο και άψογη λογοτεχνική οικονομία αφήγησης και δράσης ένα δύσκολο πρώτο μυθιστόρημα αποφεύγοντας με μαεστρία όλους τους σκοπέλους που το ίδιο το εγχείρημα έθετε μπροστά του. Συνέθεσε ένα μυθιστόρημα που αφηγείται τα πάντα μέσα από το αθώο βλέμμα ενός παιδιού χωρίς να υποπέσει ούτε στιγμή σε αφέλειες, κοινοτοπίες και ό,τι εν γένει αποκαλούμε παιδαριωδία. Δεν υπέκυψε στον πειρασμό του άκρατου συναισθηματισμού και του μελοδραματισμού, χειριζόμενος άψογα το συναίσθημα του αναγνώστη το οποίο κορυφώνεται και τον κατακλύζει την κατάλληλη στιγμή, προσφέροντάς του μια λυτρωτική κάθαρση.
Επίσης μας έδωσε ένα μεστό αλλά ελαφρύ κείμενο το οποίο φρόντισε να μην φορτώσει με ανούσιες και πληκτικές πληροφορίες για τις Παιδοπόλεις που θα επισκίαζαν τους ολοζώντανους χαρακτήρες του. Γιατί η Πόλη παιδιών είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων που συνοδεύουν τον αναγνώστη πολύ καιρό μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης.
Το γεγονός ότι οι μέχρι τώρα κριτικές είτε περιορίστηκαν σε ένα ανιαρό ιστορικό των Παιδοπόλεων, είτε σε μια χλιαρή προσέγγιση του βιβλίου ως εφηβικής λογοτεχνίας, οφείλει να γεννήσει μέσα μας σοβαρά ερωτηματικά όσον αφορά την ποιότητα, την οξυδέρκεια και την αντικειμενικότητά της. Εκτός κι αν δεχθούμε ότι πρόκειται για μια επιπόλαιη κριτική αντάξια μια κοινωνίας ανώριμων εφήβων.

ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
 Αναδημοσίευση  από το Bookpress

koutsiabasakos-poli-paidionΠόλη παιδιών
Πέτρος Κουτσιαμπασάκος
Εκδόσεις Πατάκη, 2012
Τιμή: € 17,50, σελ. 419



Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Η παλιά αγορά στα Τρίκαλα


 '' Καθώς οι κοινωνίες παρακμάζουν, παρακμάζει μαζί τους και η γλώσσα. Οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να συγκαλύπτουν και όχι για να διαφωτίζουν τις πράξεις: «απελευθερώνεις» μια πόλη καταστρέφοντάς την.''
                                                             Gore Vidal, 1925-2012, Αμερικανός συγγραφέας


Υπήρξε κάποτε η παλιά αγορά των Τρικάλων. Το όμορφο αυτό κτήριο που βλέπετε .Δυστυχώς σήμερα υπάρχει μόνο στις φωτογραφίες. Στη θέση του κτίστηκε το πιo άσχημο κτήριο της πόλης. Η πρώην Νομαρχία και τώρα περιφέρεια Θεσσαλίας. Θα μου πείτε ότι είναι το μόνο ιστορικό κτήριο που θυσιάστηκε στο βωμό του κέρδους; Όχι, αλλά ο τόπος αυτός ήταν ένα με την  ιστορία της πόλης για δεκαετίες. Η πόλη είναι οι άνθρωποι και τα έργα τους. Όταν σκοτώνεις αυτά, είναι σαν να διαγράφεις την ιστορία της πόλης.



"ΤΑ ΧΑΣΑΠΙΚΑ" Η ΠΑΛΙΑ ΛΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ


Τα Χασάπικα

Αναζητώντας με ενδιαφέρον πληροφορίες, στοιχεία και υλικό που αφορούσαν την παλιά λαϊκή αγορά των Τρικάλων, προέκυψαν διάφορες φωτογραφίες, σχέδια, σκίτσα και γραπτές αναφορές, (ερανίσματα, σκόρπιες μνήμες και μισοχαμένες αναμνήσεις), που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Τρικαλινούς.
Έτσι χτίζοντας αυτό το υλικό σε ένα ενιαίο σύνολο μας δίνεται η δυνατότητα να γνωρίσουμε ένα κομμάτι της τοπικής ιστορίας και ταυτόχρονα να αντλήσουμε λίγη από την χαμένη αίγλη της παλιάς αγοράς.




Η παλιά λαϊκή αγορά ή τα «Χασάπικα» όπως την έλεγαν πολλοί Τρικαλινοί υπήρξε για πολλά χρόνια το κέντρο της οικονομικής ζωής της πόλης των Τρικάλων. Βρίσκονταν ακριβώς στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το κτίριο που στεγάζει τις υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τρικάλων.
Κατασκευάστηκε το 1890 επί δημάρχου Γεωργίου Κανούτα πάνω σε σχέδια του μηχανικού Μένανδρου Ποτεσσάριου.
Υπήρξε μια από τις ομορφότερες λαϊκές αγορές στην Ελλάδα και το πιο χαρακτηριστικό και εντυπωσιακό κτίσμα της εποχής εκείνης στην πόλη των Τρικάλων.
Ήταν ένα πέτρινο νεοκλασικό κτίσμα με ανατολίτικη φυσιογνωμία.
Είχε τέσσερις θολωτές εισόδους και στο εσωτερικό υπήρχαν 68 καταστήματα με διάφορες δραστηριότητες, όπως, κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, μανάβικα, καφενεία, ουζοπωλεία, πατσατζίδικα, κουρεία κλπ.


Εξωτερικά σύχναζαν διάφοροι υπαίθριοι μικροπωλητές και πλανόδιοι επαγγελματίες όπως τσαγκάρηδες, ομπρελάδες, σαλεπιτζήδες, λούστροι, κοκορετσάδες κλπ.
Στο κέντρο εσωτερικά υπήρχε μια γραφική τουλούμπα, με άφθονο και δροσερό νερό όπου χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες της αγοράς. Κυρίως όμως χρησιμοποιούνταν για το πλύσιμο και τον καθαρισμό του χώρου από τους σφαγείς που έσφαζαν τα ζώα τους. Η τουλούμπα αυτή αντικαταστάθηκε το 1946 από αρτεσιανό.


Λίγα μέτρα από τη βορινή είσοδο, υπήρχε ένας πλάτανος περιτριγυρισμένος με ένα πέτρινο πεζούλι από μεγάλες πέτρες.
Από την οδό Ηρώων Αλβανικού Μετώπου υπήρχαν μέχρι το 1936 υπαίθρια (ανοιχτά) ουρητήρια.
Δυστυχώς όμως, με μια βεβιασμένη και απερίσκεπτη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, του Δήμου Τρικκαίων, το 1969, επί δημαρχίας Ι. Μάτη αποφασίστηκε η κατεδάφισή της.


Με σκοπό την ανέγερση στη θέση της ενός πολυώροφου κτίσματος, ώστε να νοικιασθεί και να δημιουργηθούν έσοδα για το δήμο, η τότε δημοτική αρχή αφάνισε ένα κομμάτι από την ιστορία της πόλης μας.

Γεγονός πάντως είναι ότι η παλιά Αγορά, μέσα στη διαχρονικότητά της από τότε που κτίστηκε μέχρι τότε που κατεδαφίστηκε αλλά και σήμερα που δεν υπάρχει πια, εξακολουθεί να γοητεύει να συγκινεί και να αποσπά το θαυμασμό των Τρικαλινών.



Από τον τοπικό τύπο της εποχής αντλήσαμε τους σατιρικούς στίχους ενός Τρικαλινού, του ΤΣΑΤΣΩΦ, με τίτλο "Τσατσώφια σάτιρα".


"Τα Χασάπικα"


Πάνε τα Χασάπικα,
Έχουν τώρα κατεδαφισθεί
Και εκεί πολύ μεγάλο μέγαρο
Συντόμως θα ανεγερθεί

Θα λείψει ένα κτίριο
Με γραφικότητα
Σε λίγο η πόλη μας θα γίνει
Αθήνα στην πραγματικότητα.

Πάει το αρτεσιανό
Με το κρύο το νερό
Όλα αλλάζουν τώρα
Στον πολιτισμένο τον καιρό.

Ο Δήμαρχος δουλεύει για την πόλη μας
Με ζήλο και με πάθος
Να διατηρήσει το αρτεσιανό
Μην κάνει κανένα λάθος!

Τα Χασάπικα ήταν
Της πόλεως μας η φωλιά
Μόλις είδαμε να τα κατεδαφίζουν
Ράγισε όλων μας η καρδιά.

Είναι λοιπόν να μην πονέσει
Κανείς και να δακρύσει
Αυτά στους παλαιότερους
Αλησμόνητες στιγμές έχουν αφήσει.

Το τραγούδι λέει
Στα Τρίκαλα πηγαίνει και στο Χασαπά
Λυπήθηκα τον φίλο μου
Θανάση τον καλό Παππά.

Στα Χασάπικα αυτόν συναντούσα
Κάθε Δευτέρα
Και μέσα σε αυτά εγώ
Του έλεγα την καλημέρα

Μέσα σε αυτά γινόταν
Πολλές συναντήσεις
Σαν ήθελες να μάθεις κάτι
Εκεί πήγαινες να ρωτήσεις.

Πόσο θα μας λείψουν
τα Χασάπικα τα θεσπέσια
στο μαγαζί του Ζωγάνα
γινόταν και πολλά συνοικέσια!

Τα έφαγε κι αυτά
Το πέρασμα του χρόνου
Και άφησε σε πολλούς
Στίγματα λύπης και πόνου.

Όλα περνούν και χάνονται
Τίποτα εδώ δεν μένει
Η κακία όμως από τον άνθρωπο
Ουδέποτε πεθαίνει!!!

Αναδημοσίευση από το blog του Δημήτρη Τσιγάρα
http://tsigarasdim.blogspot.gr/

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Τα ευτελή και τα σπουδαία

Του Θωμά Ψύρρα

poetic-birds
Μετά από 11 ποιητικές συλλογές, αρχής γενομένης με την Πορεία το 1980, ο Κώστας Λάνταβος έφτασε στη δωδεκάτη με Τα Ευτελή και τα Σπουδαία. Τριάντα χρόνια ποιητικής πορείας. «Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε», που λέει κι Εμπειρίκος το 1937 στην «Ενδοχώρα[1]». Και ωριμάζουμε, λέω εγώ. Αλλά τι είναι η ποιητική ωρίμαση; 
Σίγουρα δεν προκύπτει και μόνο από το γεγονός ότι κυλά και περνά ο χρόνος. Αλλά καθώς περνά ο χρόνος και (όχι εξαιτίας του) συντελείται μια διαδικασία που μεταστοιχειώνει διαρκώς την αρχική ποιητική αναζήτηση και την μεταλλάσσει σε ολοένα ανώτερη ποιότητα. Χρειάζεται καιρός ώστε πάθη, βάσανα, εμπειρίες, χαρές, απολαύσεις, αισθήματα και εικόνες, μνήμες και επανεκτιμήσεις αναμνήσεων, αλλά και «τιποτένια» στοιχεία της καθημερινότητας... να υποστούν συνειδητή ή ασύνειδη κατεργασία και με υπομονή να «πήξει[2]» το από μέσα της ψυχής και τελικά να ρθει η στιγμή να «πήξει» το μελάνι[3] για να εκφραστεί με λέξεις ο ρυθμός της ευφορίας της. Και στη δωδεκάτη του Λάνταβου αναμφίβολα ήρθε. Έχουμε μπροστά μας την πιο ώριμη συλλογή της ποιητικής του πορείας που μαζί με τη Δωρεά του κάμπου (2006) και το Εγκώμιο (2009) επιβεβαιώνουν την εσωτερική και ποιητική του ωρίμαση.
H παρουσίαση ενός βιβλίου είναι ένα ιδιαίτερο κριτικό είδος.
Έχω πει πως η παρουσίαση ενός βιβλίου είναι ένα ιδιαίτερο κριτικό είδος. Δεν είναι ούτε διαφήμιση, ούτε κριτική πραγματεία, δεν είναι ούτε κριτικό σημείωμα σαν αυτά που παρουσιάζουν οι δημοσιογράφοι στη στήλη «Νέες κυκλοφορίες» δίπλα στα ευπώλητα. Η παρουσίαση έχει στόχο να αρθρώσει παρατηρήσεις που θα διευκολύνουν την ανάγνωση και θα δώσουν ευκαιρίες για ουσιαστικότερη κριτική αποτίμηση. Μ' αυτό κατά νου θα επιχειρήσω να αρθρώσω εννιά παρατηρήσεις για τη νέα συλλογή του Κώστα Λάνταβου.
Παρατήρηση 1η με αφορμή τη γενική δομή της συλλογής
lantavosΗ συλλογή Τα Ευτελή και τα Σπουδαία απαρτίζεται από 28 ατιτλοφόρητα ποιήματα η αλληλουχία των οποίων σημαίνεται με την ελληνική αρίθμηση. Επομένως ο Λάνταβος επέλεξε μία και μόνη διαδικασία τιτλοφόρησης –αυτή της συλλογής– γεγονός που καταδεικνύει όχι μόνο τη διαδοχή αλλά κυρίως την εσωτερική ενότητα και την συναισθηματική αλληλουχία των ποιημάτων. Στην πραγματικότητα έχουμε το ξεδίπλωμα ενός και μόνου ποιήματος στη διαδοχή 28 φάσεων. Ο τίτλος της συλλογής είναι ατόφιος στίχος από το ένατο ποίημα της συλλογής – γεγονός επίσης που επιβεβαιώνει την επιθυμία του ποιητή στην επιδίωξη της ποιητικής συνοχής του όλου.
Παρατήρηση 2η με αφορμή τον τίτλο της συλλογής
Ο τίτλος της συλλογής Τα Ευτελή και τα Σπουδαία σε μια επιπόλαια πρώτη πρόσληψη σημαίνει κάτι σαν «Τα Μικρά και τα Μεγάλα» ή «Τα Ασήμαντα και τα Σημαντικά» ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο. Η ποίηση όμως είναι η τέχνη όχι της δήλωσης αλλά και της υποδήλωσης. Μια προσεκτική -ετυμολογική- ανάγνωση δείχνει πράγματα διαφορετικά. Στον τίτλο η λέξη “ευτελής” καθώς περιέχει την έννοια του “τέλους” συνυποδηλώνει την “πληρωμή” (τέλος = φόρος, πληρωμή) αλλά και τον “τελικό σκοπό” (τέλος = σκοπός) και η λέξη “σπουδαίος” καθώς προέρχεται από τη λέξη “σπουδή” συνεμφαίνει την έννοια της “μελέτης”, της “κοπιαστικής φροντίδας”, της “προσπάθειας που γίνεται με ζήλο” αλλά και της “βιασύνης”. Μπορεί λοιπόν κάποιος να διαβάσει τον τίτλο και ως “Όσα εξόφλησα και όσα με πιέζουν και φροντίζω με κόπο και ζήλο”. Έτσι είναι η ποίηση. Και μη ρωτήσετε αν είχε αυτό ακριβώς κατά νου ο ποιητής. Ο αναγνώστης δεν νοιάζεται για το τι “θέλει να πει ο ποιητής”, αλλά ποιες ηδονικές λαβές του προσφέρει ο ποιητικός λόγος στην αναζήτηση του νοήματος και συνακόλουθα της ποιητικής απόλαυσης.
Παρατήρηση 3η με αφορμή το μότο της συλλογής
Το μότο που επιλέγει ο Λάνταβος για τη συλλογή, είναι ο τεσσαρακοστός πρώτος στίχος από την “Έρημη χώρα” του Τόμας Έλιοτ: Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Το ακριβώς αντίθετο. Πρόκειται για συγκείμενο που έρχεται να λειτουργήσει ως τροχιοδεικτικό για τη συλλογή. Η δική του Έρημη Χώρα είναι “η χώρα του Μωάβ” που γεωγραφείται στον πρώτο στίχο του πρώτου ποιήματος της συλλογής: “Θα μείνω εδώ στη χώρα του Μωάβ” και έρχεται να την σημάνει περαιτέρω με τη σημείωση: “Χώρα του Μωάβ: ο τόπος όπου πέθανε ο Μωυσής διότι ο Θεός δεν του επέτρεψε να φτάσει στη Γη της Επαγγελίας”
Στην ποίηση τα αντιθετικά ζεύγη συνυπάρχουν έστω κι αν δεν δηλώνονται.
Ο στίχος από την Έρημη Χώρα είναι: “Looking into the heart of light, the silence”. Σε μετάφραση του Σεφέρη: “Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή” . Επομένως ο Λάνταβος δείχνει και τα βασικά δομικά μοτίβα των ποιημάτων της συλλογής: την επίμονη ματιά και το αντίθετό της (τυφλότητα), το συναίσθημα και το αντίθετό του (αλεξιθυμία), το φως και το αντίθετό του (σκοτάδι), τη σιωπή και το αντίθετό της (λόγος). Στην ποίηση τα αντιθετικά ζεύγη συνυπάρχουν έστω κι αν δεν δηλώνονται. Αν δοκιμάσουμε να τα ορίσουμε διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής ήδη θα έχουμε επιχειρήσει ουσιαστική κατάβαση στον κόσμο της ανάγνωσης.
Έχουμε λοιπόν και στο χώρο των αντιθέτων: τυφλότητα /αλεξιθυμία/ σκοτάδι VS λόγος . Βρισκόμαστε λοιπόν στο χώρο της ουσιαστικής επικοινωνίας αλλά ταυτόχρονα και στην αδυναμία να την επιτύχουμε.
Παρατήρηση 4η με αφορμή τους ποιητικούς τρόπους
Ο Λάνταβος καθώς ωριμάζει γίνεται όσον αφορά τους λεκτικούς τρόπους ολοένα και πιο λιτός. Μόνο τέσσερις παρομοιώσεις[4] περιέχει η συλλογή κι αυτές δεν έρχονται ως επιδίωξη αναλογικής εικονοποιίας αλλά ως προληπτικοί τρόποι ιδεών.
Επίσης ελάχιστος ο τρόπος της μετωνυμίας. Δηλαδή χρησιμοποιεί ελάχιστα μια γλωσσική έκφραση που “παραπέμπει τυπικά, κυριολεκτικά, σε μια οντότητα”[5]. Οι λέξεις του δεν γίνονται –πλην ελαχίστων περιπτώσεων– οχήματα που επιτρέπουν να μετακομίζει σε άλλες σχετικές λεκτικές οντότητες και να αντικαθιστά τις πρώτες[6].
Συμπέρασμα: έχουμε να κάνουμε με ποίηση ιδεών και λεπτομερειακής καθαρότητας.
Παρατήρηση 5η με αφορμή την πρόταξη του ρήματος στον στίχο
poeticΗ ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται από τη λεγόμενη συντακτική ελευθερία. Δηλαδή η σειρά των λέξεων δεν είναι δεδομένη όπως στα αγγλικά. Στην ποίηση του Λάνταβου παρατηρείται το φαινόμενο το ρήμα να τίθεται στην αρχή του στίχου. Μέτρησα -αν μέτρησα καλά- εκατόν είκοσι ένα στίχους που αρχίζουν με ρήμα. Αυτό και στατιστικά σημαίνει ότι ο ποιητής συνειδητά επιλέγει τη ρηματική εκφορά και την προτάσσει ως στοιχείο έμφασης της ποιητικής έκφρασης. Ας μην ξεχνάμε: το ρήμα δηλώνει ενέργεια, πάθος, χρόνο, πρόσωπο, διάθεση. Αυτό πρακτικά για τον αναγνώστη σημαίνει ότι το νόημα πυκνώνει στην έναρξη του στίχου, κι αυτό αποτελεί για όποιον απαγγέλλει έμμεση οδηγία να ανεβάζει τον τόνο στην αρχή, στο ρηματικό σύνολο.
Θα μείνω εδώ στη χώρα του Μωάβ·
δε γυρίζω πίσω σε μια γη αφίξεων -
είναι και τα φαντάσματα που με καλοσορίζουν.
Το νου σας στα ρήματα λοιπόν.
Παρατήρηση 6η με αφορμή την επανάληψη ρηματικών εκφράσεων
Η χρήση του ρήματος οδηγεί στην επιλογή της λεκτικής επανάληψης στο ίδιο ποίημα:
“ Θέλω να θυμάμαι, ...θέλω να θυμάμαι , ...θέλω να θυμάμαι ” (Θ'),
“ Επιστρέφω, ...επιστρέφω , επιστρέφω ” (ΙΓ'),
“ Είμαι... είμαι... είμαι...” (ΚΓ')
“ Ξέρω..., ξέρω..., ξέρω..., ξέρω... “ (ΚΗ')
Ή σε επαναλαμβανόμενες ρηματικές συντακτικές δομές: π.χ. βουλητικές προτάσεις εξαρτώμενες από το ρήμα “θέλω” ή “δεν θέλω”.
“ Θέλω να βλέπω, ...να μην αφήνω, ...να χάνομαι” (Ε).
Ήδη επισημάνθηκε από την Ελένη Χωρεάνθη[7] η λειτουργία της ποιητικής επανάληψης στη συλλογή του Λάνταβου. Επεσήμανε το «Θα μείνω εδώ». Μια στερεότυπη φράση που επαναλαμβάνεται συχνά αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα 28 (Α-ΚΗ) ολιγόστιχα ποιήματα”. Κι όντως αυτό ισχύει.
Η στερεότυπη φράση επανέρχεται στο σύνολο τής συλλογής 14 φορές, λειτουργεί ως ποιητική δήλωση μιας απόφασης που βασίζεται τελικά στην γνώση μέσα από τις βεβαιότητες που προσφέρει η ενδοσκόπηση και η ώριμη αυτογνωσία. Πρόκειται για δήλωση που πίσω της έχει να κάνει με λογής λογαριασμούς του ποιητή (ανοιχτούς και κλειστούς) και λειτουργεί ως έκφραση αποτρεπτική: δήλωση, απόφαση και ξόρκι μαζί.
Ο Λάνταβος και τα δαιμόνιά του.
Παρατήρηση 7η με αφορμή την επιλογή του ρηματικού χρόνου
Η επαναλαμβανόμενη φράση: “Θα μείνω εδώ” είναι μια διατύπωση σε στιγμιαίο μέλλοντα. Δε χρησιμοποιεί την διάρκεια του “Θα μένω εδώ”. Ο στιγμιαίος μέλλοντας έχει συγκεκριμένη διάρκεια, έχει δηλαδή ένα τέλος, γυμνό σαν το θάνατο. Ας προσέξουμε, γιατί είναι εκείνο το στοιχείο που δημιουργεί το υπαρξιακό υπόστρωμα της ποίησης του Λάνταβου που δεν είναι ευδιάκριτο με την πρώτη ματιά. Είναι εκείνο το στοιχείο που διαμορφώνει ακριβώς την ελεγειακή ένταση των ποιημάτων του:
Κι ας μη φανεί παράδοξο ή αντιφατικό που ένας άνθρωπος του λόγου καταφεύγει στη σιωπή.
Θα μείνω εδώ. Και θα σταθώ
μ’ ευλάβεια στη βροχή
λούζοντας την ψυχή μου στη δροσιά της.
- Όσο ο άντρας μεγαλώνει
και στρέφει το βλέμμα του εντός του
ανακαλύπτει ότι στη γέννησή του επιστρέφει.
– Θα μείνω εδώ. Εδώ είναι ο δικός μου κόσμος,
που πάντα έχει αύριο
αν και το αύριο καθημερινά πεθαίνει.
– Θα μείνω. Ασκώντας μόνο το δικαίωμα
της ήρεμης συνείδησης (ΙΕ, σελ. 25).
Παρατήρηση 8η με αφορμή το ποιητική γεωγραφία της συλλογής
Στην ποιητική γεωγραφία του Λάνταβου υπάρχουν δύο τόποι: η χώρα του Μωάβ που ταυτίζεται με το “εδώ/τώρα” (με το υπάρχον και το καθημερινό), και η χώρα του “εκεί/αύριο”, χώρα της Επιθυμίας, (μια γη της επαγγελίας στην οποία ο ποιητής δεν θα φτάσει ποτέ).
Η σχέση των δύο τόπων δεν είναι αντιθετική. Είναι συμπληρωματική. Η πρώτη, η “χώρα του εδώ”, δίνει το υλικό[8] για να χτίζεται η δεύτερη. Έτσι εξηγείται η επίμονη απόφανση: “Θα μείνω εδώ”. Πρόκειται για μια ηθελημένη παραμονή επειδή η ζωή τον τροφοδοτεί με την ομορφιά, την αγάπη, την απόρριψη, την απόγνωση, τη ματαίωση...
Κάθε μέρα μ' εξοντώνει -
αλλά ανυπομονώ να ζήσω την επόμενη. (ΙΖ΄)
Συνεπώς άλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά η επιμονή αφού:
Δεν είναι μάταιο το παιγνίδι
όσο οι δρόμοι ανθίζουν απ' αγάπη,
όσο η ψυχή από έρωτα μεθάει. (ΙΘ΄)
αφού:
Θέλω να βλέπω όλη την εικόνα
όλα τα χρώματα του κόσμου (Ε΄)
Η παραμονή στη χώρα του Μωάβ δίνει τη δυνατότητα της επίγνωσης και της αυτεπίγνωσης. Όσο προχωράει η διαδοχή των ποιημάτων τόσο πληθαίνουν γνωστικά ρήματα κι εκφράσεις για να καταστούν το κύριο νοηματικό όχημα στο τελευταίο ποίημα της συλλογής[9].
Ιδού η γνώση αλλά να και το τίμημα για να την απόκτησεις!
Παρατήρηση 9η με αφορμή τον τρόπο της επίγνωσης
Η κατάκτηση της επίγνωσης γίνεται με ένα και μόνο τρόπο: την εισαγωγή στη σιωπή.
Κι ας μη φανεί παράδοξο ή αντιφατικό που ένας άνθρωπος του λόγου καταφεύγει στη σιωπή. Ο Σεφέρης στη «Στέρνα» (1932), περιέλαβε ανάμεσα στις στροφές 21 και 22 πέντε σειρές με τελείες, μια ολόκληρη στροφή με αποσιωπητικά που, όπως εξήγησε στον Γ. Π. Σαββίδη (1987), το έκανε “επειδή του χρειαζόταν μια σιωπή πέντε στίχων”. Κι ας μην αναφερθούμε στα “χάσματα” του Σολωμού που έχουν την ίδια σημασία με τους στίχους του.
Η συλλογή του Λάνταβου είναι τελικά μια μελέτη πάνω στη χρήση της σιωπής. Ο Λάνταβος αναζητά στιγμές από αυτές που η Βιρτζίνια Γουλφ αποκάλεσε “στιγμές ύπαρξης”, οι οποίες ξεχωρίζουν από “το βαμβάκι της καθημερινότητας”. Έτσι η σιωπή γίνεται το υποκείμενο του ποιητικού λόγου:
Όταν οι άνθρωποι σιωπούν
τ΄ανείπωτα υφαίνουν τ΄ονειρο της στιγμής (ΚΑ΄)
Ξέρω πως η σιωπή μιλάει (ΚΗ΄)[10]
Θα μείνω και θα μπω στη σιωπή (ΙΗ΄)
 
Και -τελειώνοντας- να θυμίσω ένα στίχο του Νίκου Καρούζου:
“μονάχα η σιγή μιλιέται”.[11]

Θωμάς Ψύρρας

Αναδημοσίευση από Bookpress
 

Τα ευτελή και τα σπουδαία
Κώστας Λάνταβος
Αρμός 2013
Σελ. 40, τιμή € 8,00

Δείτε το βιβλίο εδώ












 
 
 [1] Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο πλόκαμος της Αλταμίρας, 3 (1936-7), Ενδοχώρα (1934-1937): Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
[2] Παράφραση του στίχου του Ε. Χ. Γονατά: “ Ὑπομονή. Θὰ πήξει τὸ δάκρυ, θὰ γίνει νησί.” (Ε. Χ. Γονατάς, Ανασκαφή, «νθολογία Νεοελληνικς Ποίησης», Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ, Ἔκδ. Ι.Δ. Κολλάρου & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000).
[3] “πήζει το μελάνι” Από στίχο του Αλέκου Παναγούλη, “Διεύθυνσή μου” , “Vi scrivo da un carcere in Grecia”, 1974 
[4] Σαν να ‘ναι η μόνη δόξα μου / η σύνοψη της μέσα μου πληρότητας (Ζ') 
Συνεπής σαν τον ερχομό των εποχών (Θ') 
και σαν ρομφαία διανοίγει τη στιγμή (Ι') 
και ενώ είμαι γυμνός σαν θάνατος (ΙΖ') 
[5] Γ. Βελούδης, Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα. Αθήνα, εκδ. Κριτική 2005β. 
[6] Είναι αξιοσημείωτη η χρήση της μετωνυμίας σε καταστάσεις που σχετίζονται με τον ύπνο και το όνειρο. Ίσως γιατί εκεί είναι “ευκολότερη” η μετακίνηση από τον τόπο του Μωαβ στην ποθητή Γη της Επαγγελίας. Δύο τρία παραδείγματα : ξαγρυπνούν οι νύχτες (Β'), άγρυπνος ύπνος ενεδρεύει (Ζ'), δεξίωση ονείρων (Θ'). 
[7] Ελένη Χωρεάνθη, κριτική για “Τα Ευτελή και τα Σπουδαία” στο diastixo.gr , 10 Ιουλίου 2013. 
[8] ενδεικτικά: 
Κάθε πρωί θα βγαίνω στον ήλιο πρώτος
αδημονώντας να συναντηθώ
με την καινούργια μέρα (Α΄)
Σε οργασμό η Άνοιξη
προστάζει να της αφεθώ (Β' )
Η θάλασσα είναι ανεξάντλητη
και η παραίτηση δεν χωράει μέσα μου (ΙΑ΄)
Κάθομαι εδώ καταμεσής στον κάμπο,
όπου ο ήχος απ' τη θάλασσα δεν φτάνει (ΙΣΤ΄)
[9] Στο ποίημα ΚΗ΄ :
 Ξέρω τη θλίψη της μέρας ...
 ξέρω την αγωνία της γης...
 ξέρω πως η σιωπή μιλάει...
 ξέρω να δέχομαι...
 [10] Εδώ μπορείτε να αφουγκραστείτε ένα κλασσικό μουσικό κομμάτι των Simon & Garfunkel, το «The Sound of Silence».
 [11] Νίκος Καρούζος, «Αντι-νεφέλωμα», Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος.