Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Σιωπηλές Φωνές

της Μάνιας Ζούση


 
Σε ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο Βυρσοδεψείο της οδού Ορφέως στον Βοτανικό, ζωντανεύει η άγνωστη, αποσιωπημένη ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, έτσι όπως αυτή καταγράφεται μέσα από προσωπικές μαρτυρίες ανδρών και γυναικών. Πρόκειται για την θεατρική παράσταση «Σιωπηλές Φωνές», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Μαρούλας Κλιάφα, που παρουσιάζει στις έξι το πρωί και για δυο ακόμη Σαββατοκύριακα, η ομάδα «Ασίπκα». Είναι η ίδια ομάδα που στο παρελθόν έχει παρουσιάσει παραστάσεις οι οποίες έχουν κάνει αίσθηση και συζητηθεί, όπως οι «Νυχτερίδες» της Κιτσοπούλου, «Τρίπτυχο» του Μίλλερ, «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου, «Ελένη» του Ρίτσου κ.α.

 Μέσα από προσωπικά βιώματα, εμπειρίες, πάθη και περιπέτειες, άνδρες και γυναίκες, αποτυπώνουν με λόγο λιτό και μεστό, γεγονότα που σημάδεψαν την σύγχρονη ιστορία του τόπου. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπίτος και η ηθοποιός Ειρήνη Δράκου μιλούν στο in2life για την παράσταση, αλλά και την ανάγκη να παρουσιαστεί ξημερώματα.

Δημήτρης Μπίτος: «Πρόκειται για ένα θέατρο - ρεπορτάζ»
«Θα προσπαθήσουμε να επινοήσουμε από την αρχή τις λέξεις και τις αισθήσεις που παράγουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Προσπαθούμε να θέσουμε από την αρχή ένα καινούριο πλαίσιο και μέσα σε αυτό να επινοήσουμε μια δική μας πραγματικότητα, σε ότι αφορά αυτά που ακούγονται και έχουν ήδη συμβεί. Έτσι δεν πρόκειται για μια παράσταση εξέλιξης αλλά επινόησης. Ένα θέατρο - ντοκιμαντέρ και ένα θέατρο - ρεπορτάζ. Αυτό που θέλουμε είναι απλά να ακουστούν αυτές οι ιστορίες.

Η ώρα δεν είναι τυχαία επιλογή, καθώς τις πρόβες μας, τα καλοκαίρια τις κάνουμε 4 το πρωί. Αυτό που μας αφορά είναι καταρχήν πώς θα μπορέσουμε να ανακαλύψουμε μια άλλη πηγή αντίδρασης προς τον λόγο, ο οποίος δεν είναι απλά αυτό που ακούς αλλά αυτό που λες όταν δεν μιλάς. Και αυτό είναι που με απασχολεί στη δουλειά που κάνω, και στην αναζήτηση χρόνο με τον χρόνο. Δεν πρόκειται για μέθοδο. Απλά προσπαθώ μέρα με τη μέρα να εξελίξω τον λόγο που δεν ακούγεται, που δεν παράγει ήχο. Και αυτά τα κείμενα δεν έχουν ήχο, άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η Μαρούλα Κλιάφα τα ονόμασε «Σιωπηλές Φωνές». Όταν λέω πως δεν έχουν ήχο, εννοώ πως δεν έχουν τον ήχο της έντασης που οι άνθρωποι κουβαλάνε στην καθημερινότητά τους, όταν μιλάνε και δρουν. Είναι καταθέσεις, μαρτυρίες, αναμνήσεις και αισθήσεις όλων αυτών που μίλησαν στην Μαρούλα Κλιάφα. Τίποτα δεν είναι επινοημένο. Είναι ντοκουμέντα. Είναι αυτά που η επίσημη ιστορία συνήθως αποσιωπά. Είναι μια «άναρχη εισβολή και κατάθεση μιας αυθεντικής ιστορίας της Ελλάδας».

Ειρήνη Δράκου: "Η αποσιωπημένη ιστορία που δεν διδαχθήκαμε"
Το συγκεκριμένο υλικό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον καθώς ο τρόπος που το έχει συλλέξει η Μαρούλα Κλιάφα σου δίνει την δυνατότητα να μην έχεις εκ προοιμίου μία απάντηση, μία θέση. Και αυτό συμβαίνει καθώς πρώτα από όλα το ίδιο αυτό υλικό δεν έχει πάρει θέση. Πρόκειται για μαρτυρίες ανθρώπων από όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις, από αυτούς που χαρακτηρίζουμε δεξιούς, αριστερούς, και ανάλογα την εποχή, αντάρτες, πολιτοφύλακες, γαιοκτήμονες, κολίγους, τσιφλικάδες.
 

Η συγγραφέας έχει καταγράψει πρωτογενές υλικό, αυθεντικές μαρτυρίες, χωρίς να πειράξει τίποτα. Το γράφει και η ίδια στον πρόλογο, ότι χρειάστηκε κάποια στιγμή να πάρει μια δεύτερη συνέντευξη καθώς αισθάνθηκε πως οι ίδιοι άνθρωποι είχαν την ανάγκη να καλλωπίσουν τον λόγο τους και έτσι τους ζήτησε να είναι ακόμα πιο αυθεντικοί. Πρόκειται για την αποσιωπημένη ιστορία που δεν διδαχθήκαμε επίσημα. Άλλωστε την ιστορία μας την βιώνουμε πάντα μέσα από ένα δεύτερο χέρι που γράφει και διορθώνει. Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτή η εμπειρία καθώς για εμάς ήταν η πρώτη επαφή με τέτοιο λόγο που τούτη την ώρα είναι πολύ επίκαιρος. Αυτό που γίνεται εμφανές σε αυτό το υλικό είναι ο διχασμός που προκύπτει. Υπάρχει πάντα ένα «εμείς», «αυτοί», «οι δεξιοί», «οι αριστεροί», υπάρχει πάντα ένα στρατόπεδο.

Πολλοί μας ρωτούν γιατί ανεβάζουμε την παράσταση στις έξι το πρωί. Εκεί μας οδηγεί η διαδικασία της δουλειάς μας. Και έχουμε ανάγκη να προσκαλέσουμε τους ανθρώπους σε αυτήν την παράσταση αυτήν την ώρα, ζητώντας τους ένα ραντεβού - αντίδραση σε αυτό που συμβαίνει γύρω μας, μια συνάντηση στο λυκαυγές.

Ταυτότητα
«Σιωπηλές Φωνές» της Μαρούλας Κλιάφα
Από την θεατρική ομάδα «Ασίπκα»
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπίτος

Σκηνικά-κοστούμια: Αλεξάνδρα Σιάφκου - Αριστοτέλης Καρανάνος
Φωτισμοί: Νύσος Βασιλόπουλος
Μουσική: Λάμπρος Πηγούνης
Ερμηνεύουν: Ειρήνη Δράκου, Ιωακείμ Πανάγος, Μαργαρίτα Καλαντζοπούλου, Ρίτα Λυτού, Αντώνης Τσίλλερ, Νίκος Κρούγιας

Παραστάσεις: Πρωινή: 24/12, 7, 8, 14, 15, 21, 28/1, 4, 11, 18/2
Ώρα έναρξης: 06.00 το πρωί
Διάρκεια: 90 λεπτά

Τιμή Εισιτηρίου: 10 € (γενική είσοδος), 5 € (φοιτητικό, κάρτες ΟΑΕΔ)
Παλαιό Βυρσοδεψείο. Ορφέως 174 Βοτανικός / Τηλ κρατήσεων:6930394959 & 6976408158



Ποιος θα μπορούσε να σκιαγραφήσει μια εποχή καλύτερα από τους ανθρώπους που την έζησαν; Εξήντα εννέα Θεσσαλοί, άντρες και γυναίκες, γεννημένοι μεταξύ του 1888 και του 1981 και προερχόμενοι από όλα τα κοινωνικά στρώματα, ξεδιπλώνουν τις αναμνήσεις τους. Μέσα από τα προσωπικά τους βιώματα, τις εμπειρίες τους, τα πάθια και τις περιπέτειές τους, με λόγο λιτό και ταυτόχρονα μεστό, αποτυπώνουν όχι μόνο την καθημερινότητα, αλλά και γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο μας. Οι αφηγητές, με όσα εξιστορούν, φέρνουν στο προσκήνιο την αθέατη πλευρά των πραγμάτων, αυτήν που η επίσημη ιστορία συνήθως αποσιωπά.
Οι "Σιωπηλές φωνές" είναι ένα βιβλίο ντοκουμέντο. Τίποτα δεν έχει επινοηθεί. Εξήντα εννέα άνθρωποι, πέρα από σκοπιμότητες και εξωραϊσμούς, καταθέτουν ο καθένας τη δική του μαρτυρία, συνθέτοντας μια μοναδική εικόνα του 20ού αιώνα.

Πηγή: in2Life
http://www.in2life.gr/

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Σελήνη 20 ημερών

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

(1922-1988)



Σελήνη 20 ημερών

Γεγονότα και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της φανταστικής,
που δεν την έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους μεταγενέστερους.

Και συχνά σχεδίασα ταξίδια στο άγνωστο — θέλω να πω καλύτερα να μη ρωτάει κανείς
γιατί ώσπου να γυρίσω εκείνο το βράδυ απ’ το συμβολαιογραφείο του θείου Ιάκωβου
είχαν όλοι πεθάνει —
από τότε περιπλανιέμαι στην τύχη ή αργοπορώ στα δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων
όπου στενάζει το ανεκπλήρωτο των εραστών, απομεινάρια μοναξιάς κάτω απ’ τα έπιπλα, σκιές από φτωχές αμαρτίες.
Και συνήθως τα πράγματα που κράτησες στα χέρια σου
χάνονταν μυστηριωδώς: σα να 'σουν κάπου άλλου την ώρα που τα χρησιμοποιούσες.
Ίσως γι' αυτό κι οι αποτυχίες σου δε σε πλήγωσαν ποτέ, αφού βέβαια την ώρα που αποτύχαινες
εσύ δεν ήσουν εδώ. Πού ήσουν λοιπόν;
Και γιατί γύρισες;

Στο δρόμο, κάτω απ’ τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν χρόνια τώρα
ακουμπισμένος στο φανοστάτη. Ποιος άγνωστος! Κι οι φλόγες των κεριών τα βράδια
που τις σαλεύει μια πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη — ποιόν συγχωρεί;

Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του πατρικού κήπου
σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων — κι ένιωθα σα να μ' έχουν μυστικά ετοιμάσει
να υποδεχτώ τη μητέρα
τη μέρα που θα με γεννούσε.

Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας
στον άλλον ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.

Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ' αλλάξει ο κόσμος, γιατί όπως όλοι μας
έζησα κι εγώ αφηρημένα — βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά
αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν' ανεβάσουμε εν' άρρωστο πουλί στο δέντρο)
και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν
ή ονειρευόμουν να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές ευδαιμονίες
και στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι
νεκροί έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα.

Τώρα ανεβαίνω σε μιαν άμαξα απ’ αυτές που διασχίζουν τον ύπνο μου
και δραπετεύω. Θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του
άλλου αιώνα
να νοσταλγώ τον Θεό.

Άλλα τις νύχτες παίρνω χάπια και πλαγιάζω νωρίς, όχι για να κοιμηθώ,
αλλά για να πάω σε παράξενες συναντήσεις με ανθρώπους που έχασα
ή με πρόσωπα αβέβαια, θαμπά, πριν από χρόνια σε κάποιες νύχτες ξαφνικά συναντημένα — και δόξα τω Θεώ δεν κατάλαβα ποτέ τον κόσμο
και αυτό το ρίγος που διατρέχει το σπίτι είναι από πράξεις που
αποφύγαμε (και μετανιώσαμε)
μεγάλα γεγονότα που χάθηκαν μες στη συντομία των ήμερων, σκέψεις υπέροχες που αρκέστηκαν στα δάκρυα
και τις νύχτες η πικρή ανάμνηση εκείνων που σε πρόδωσαν
και που ο ύπνος τους συγχωρούσε. Κι αγάπησα τις λέξεις που με ταπείνωσαν γιατί με ανακαλούσαν σε μιαν άλλη παιδικότητα.
Α, έχασα τις μέρες μου
αναζητώντας τη ζωή μου.

Ώσπου σιγά-σιγά όλα σωπαίνουν και μόνο το χαλασμένο πάτωμα τρίζει δυσοίωνα — συλλογιέμαι τους δρόμους έρημους κατά κει που
φύγαν τα χρόνια
τα θρανία να σαπίζουν κάτω απ’ τα παλιά υπόστεγα και το ρολόι
πάνω στον κομό χτυπούσε σα μια πληγή, αλλά γιατί να μας παιδεύουν πράγματα
που τα 'χουμε ξεχάσει
ενώ τα βράδια η σελήνη έβγαινε απαλά απ’ τα σύννεφα φωτίζοντας τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο
και τα όνειρα των τρελών που είναι ίσως αθάνατοι — στιγμές που ανοίγεις ένα παράθυρο σα να
λύνεις ένα αίνιγμα ή κλείνεις μια πόρτα σα να συνοψίζεις μια ζωή.

Όμως, εγώ το προαισθανόμουνα ότι αυτή η υπόθεση που άρχισε
τόσο αινιγματικά
θα τελείωνε εντελώς ανεξήγητα — τι θέλω να πω; μα γιατί οι
άνθρωποι να θέλουν πάντα κάτι να πούνε; κι άλλοτε διάβαζα τα γράμματα που είχα γράψει ο ίδιος στον
εαυτό μου έτσι δε μου 'λειψε ποτέ μια μικρή ανταπόκριση —

θυμάμαι κάποτε που κουρασμένος κάθισα πάνω στη βαλίτσα μου σε κάποιον έρημο
σταθμό:
περίμενα να περάσει ένα παιδικό τραίνο ή να κατέβει από ένα βασιλικό βαγόνι η αξέχαστη Ρεζεντά
γιατί υπήρξα κι εγώ παιδί κι υστέρα νέος κι έκλαψα σε μοναχικά δωμάτια
ή στο πάρκο, νύχτες... Ώ μακρινά πράγματα του κόσμου, δε θα
σας γνωρίσουμε ποτέ όμως εσείς είναι που δίνετε αυτό το νόημα στη ζωή μας.

Λόγια που δεν τα καταλάβαμε παρά όταν ήταν πια αργά, πράξεις ακατανόητες που εξηγήθηκαν μια νύχτα σ' έναν εφιάλτη κι ίσως η μεγάλη περιπέτεια μας περίμενε σε μια πάροδο που δεν της δώσαμε σημασία.

Όμως
η πραγματικότητα, φίλοι μου, έχει πεθάνει από καιρό, γι' αυτό σαν πέφτει η νύχτα
θυμηθείτε με. Και συχνά διέσχισα μεγάλους δρόμους χωρίς να φτάσω ακόμα πουθενά
με το φόβο ότι κάποια στιγμή θα εννοήσω, ίσως γι' αυτό ενδίδω εύκολα κι αχ
δε θα μάθει ποτέ κανείς ποιος είναι ο προορισμός του, «μα, επιτέλους, τι ζητάς;» με ρωτούσε η μικρή εξαδέλφη
«να με θυμούνται, εξαδέλφη».

Κι αλήθεια πόσοι δε χάθηκαν σε μια κάμαρα που δεν τους περίμενε
κανείς και κοίταξα πίσω απ’ τις κουρτίνες μήπως και ξαναβρώ τα παιδικά
μου χρόνια ή τα βήματα ενός μοναχικού διαβάτη αργά τη νύχτα μου θύμιζαν
πάντα πόσο εφήμεροι είμαστε... Κι η ποίηση είναι σα ν' ανεβαίνεις μια
φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.

Ά, πότε θα γυρίσουμε, είναι αργά, φέρτε εν' αμάξι από κείνα τα παλιά
που στάθμευαν στις πλατείες των προαστίων ή απ’ αυτά που φτιάχνουν οι σκιές τ' απόβραδο
κι εγώ γιατί μεγάλωσα στη σκάλα; τι περίμενα; Φωνές μακρινές ακουσμένες στ' όνειρο
ή μια νύχτα ερήμωσης κι η ηδονή να κλαις σιωπηλά για πράγματα ξεχασμένα απ’ όλους
ούτε θα ξαναβρούμε εκείνη την εποχή που ζήσαμε ό,τι καλύτερο είχαμε: τον ερωτά για ένα χρωματιστό βότσαλο, τη μυστική ταφή ενός πουλιού
ή ένα γράμμα που πήγαμε στο ταχυδρομείο χωρίς διεύθυνση, γιατί ο παιδικός φίλος τού καλοκαιριού είχε φύγει ξαφνικά χωρίς να μας ειδοποιήσει, «μα δεν έχει διεύθυνση», είπε ο υπάλληλος — από τότε ξέρεις πως ο κόσμος δεν μπορεί να σου δώσει καμιά βοήθεια.
Έξαλλου ήρθε ο καιρός να παραδεχτούμε ότι δεν κάναμε κι εμείς τίποτα, σπουδαίο. Άλλα και ποιο είναι το σπουδαίο; Και σε τι θα βοηθούσε;
Άνθρωποι που μας ξεγέλασε η τύχη ή μας πρόδωσε τ' όνειρο
κι ώ μάταιες ελπίδες, πόσο σας αγαπήσαμε έναν καιρό.

Σελήνη 20 ήμερων απόψε... Πώς έφυγαν τα χρόνια!

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Εωθινές επιγνώσεις


Η καινούρια ποιητική συλλογή του Αγαθοκλή Αζέλη (Πλανόδιον). Οι νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο, ήταν η προηγούμενη(Μεταίχμιο 2008).Το βιβλίο  θα παρουσιαστεί την Πέμπτη, 22 Δεκεμβρίου 2011 στις 8. 30 μ.μ στο βιβλιοπωλείο Κηρήθρες, Ασκληπιού 34 Τρίκαλα.

Θα μιλήσουν

Η κ. Όλγα Κασιαρδή-Hering, Καθηγήτρια Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού στο Τμήμα  Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο κ. Γιώργος Κόκκινος, Καθηγητής Μεθοδολογίας και Διδακτικής της Ιστορίας  στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου

Ο κ. Θανάσης Χονδρός, Εθνομουσικολόγος- Εκπαιδευτικός

Την εκδήλωση θα προλογίσει η κ. Βάσω Κάκλα, Φιλόλογος, Αντιδήμαρχος Παιδείας- Πολιτισμού-Αθλητισμού του Δήμου Τρικκαίων

Λίγα λόγια για την ποιητική συλλογή

Αν ισχύει ότι η μέρα ανήκει στη δράση και η νύχτα στο στοχασμό, το εωθινό τους μεταίχμιο αφιερώνεται στον αναστοχασμό που οδηγεί σε επιγνώσεις. Η ποιητική νύχτα είναι ίσως η χρονική περίοδος που το ποιητικό υποκείμενο διαλέγει στα αποθηκευμένα θραύσματα της μέρας τα στοιχεία που μέσα από τον αναστοχασμό και τις επιγνώσεις θα οδηγήσουν στη σύνθεση της ποιητικής του μυθολογίας, η οποία θα αποτελέσει τη γέφυρα για τη μετάβαση στην εκάστοτε επιούσα. Την απόπειρα διαμόρφωσης μιας τέτοιας υποκειμενικής μυθολογίας αποτελούν και οι τυπωμένες «Εωθινές Επιγνώσεις», με την προσδοκία να επιδώσουν στον εταίρο τους ένα όχημα με το οποίο θα χαράξει τη δική του, λυσιτελή ή μη, Οδύσσεια

Λίγα λόγια για τον ποιητή

Ο Αγαθοκλής Αζέλης είναι φιλόλογος στο Μουσικό Σχολείο Τρικάλων. Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης, εργάστηκε ως έμμισθος ερευνητής στην Ακαδημία Επιστημών της Αυστρίας, ως Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου δίδαξε ελληνική γλώσσα, λογοτεχνία και ιστορία των ιδεών, και ως καθηγητής στο Vienna International School. Έχει δημοσιεύσει εκπαιδευτικά βιβλία, ενώ βραβεύτηκε από το αυστριακό κράτος για τη μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας στα Ελληνικά. Έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις σε συνέδρια με επιστημονικό ή εκπαιδευτικό περιεχόμενο και έχει δημοσιεύσει ποιήματα στα περιοδικά "Η Λέξη" και "Η Παρέμβαση" και στην επετηρίδα "ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ". Η πρώτη του ποιητική συλλογή "Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο" εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ το 2008.


3+1 ποιήματα


Νυχτερινές αναπολήσεις

Είσαι ένα δίκοπο μαχαίρι
Κι εγώ το θηκάρι σου
Εφαρμόζεις μέσα μου
Δεν με κόβεις, δεν σε σφίγγω
Γίνεσαι ακίνδυνη
Αν και πάντα ετοιμοπόλεμη
Είμαι ένα δίκοπο μαχαίρι
Κι εσύ το θηκάρι μου
Εφαρμόζω μέσα σου
Δεν σε κόβω, δεν με σφίγγεις
Γίνομαι ακίνδυνος
Αν και πάντα ετοιμοπόλεμος
Είμαστε δυο μαχαίρια
Που διασταυρώθηκαν κι έγιναν δίκοπα
Μα σαν στοιχειωμένες πτυσσόμενες
Μπάμπουσκες, πότε το ’να
Γίνεται θήκη, πότε τ’ άλλο

      (Εωθινές επιγνώσεις)

Ρωγμές Το ποίημα είναι κατηγορική προσταγή
Σε υποδέχεται, αποκλειστικό καλεσμένο
Στον περίκλειστο κήπο του
Σου σφηνώνει την πένα στο χέρι
Καθηλώνοντάς σε να το γράψεις
Αν γελαστείς και υποκύψεις
Το άγος του ποιητή αν αποδεχτείς
Οι νύχτες σου διαρκώς θα μεγαλώνουν
Το ρολόι θα χτυπάει λέξεις
Παλιές; Πρωτότυπες; Πάντως πτερόεσσες
Ο χρόνος σου θα γίνει άνεμος
Ο τόπος θα σφαδάζει από το
Σύνδρομο στέρησης όλο αποδοκιμασία
Η ζωή σου θα τροχοδρομεί, βαγονέτο
Σκαπανέας που ανοίγει ρότα προς τον
Εαυτό του, με σύντομες επαναλήψεις
Για εμπέδωση
Γι’ αυτό λοιπόν νοικοκυρέψου. Αγόρασε
Ομόλογα πρόζας, τους ανήκει το μέλλον
Εμπεριέχουν, άλλωστε οδηγίες χρήσης

         (Εωθινές επιγνώσεις)

Προϊούσα συνύφανση

Όσα χρόνια σε προσδοκούσα
Καλλιεργούσα ανεπεξέργαστες  μνήμες
Συναντώντας σε στο τέρμα του κήπου
Με συνόδευσες στην αντίστροφη πορεία
Δεν θυμόμουν ακριβή
Ονόματα και διευθύνσεις
Τυφλά βήματα μας ανέβασαν σε σκάλες
Περιπλανήσεις ανακάλεσαν μυρωδιές και όψεις
Σταδιακά όλα απέκτησαν ονόματα
Ήρθε η ώρα να αποποιηθούμε
Τα δικά μας’ είμαστε μεταξύ μας
Άχρονοι πλέον, δεν  κινδυνεύουμε
Ούτε απ’ της Δαλιδάς το βιαστικό ψαλίδι
Η κόρη μας μεγαλώνει προς τα ένδον του κρανίου
Είμαι εγώ οστά κι εσύ οι ραφές τους
Όριο στεγανό τ’ ασήμαντο ν’ αντιπαλεύει

             (Εωθινές επιγνώσεις)



Schalen


Απολεπίζονται οι λέξεις σαν το χιόνι
Και ξεπροβάλλουν από κάτω πάλι λέξεις
Φθίνει το κρεμμύδι
Όμως πυρήνας πουθενά
Μόνο σωρός τα τσόφλια ένα γύρο
Στο χέρι σπαρταράει το κενό

           (Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο)

Η εκδήλωση



Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΕΝΑ ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη

Η μυγδαλιά


Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.
Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...

Στα Ο ρια.

Πήγαινε πάντα στην άκρη. Άλλοτε από περιέργεια, άλλες φορές από απογοήτευση.
Τώρα καθόταν πάνω στο ξεμύτισμα του βράχου. Κάτω και πέρα η θάλασσα.
Ήταν  έξι το πρωί. Δεν έκλεισε μάτι τη νύχτα. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, η ψυχή του παγωμένη.
Η μάνα του πέθανε  στα δεκαεπτά του, όταν γνώρισε την Ειρήνη. Πατέρα δεν γνώρισε. Δούλευε και σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο. Στάθηκε στα πόδια του.
Τώρα τα πόδια του ήταν στον αέρα. Η σκέψη του στο κενό.
Φορούσε το κόκκινο μπουφάν, τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει. Είχε γεννηθεί  στις 17 Νοέμβρη 1973. Σαν ελπίδα. Η νιότη του ήταν ένα Όραμα. Η ζωή του τραμπάλα.
Χθες έφυγε οριστικά και η Ειρήνη του. Παιδί δεν είχαν. Έμεινε μόνο ο πόλεμος μέσα του.
Δύσκολο να σταθεί όρθιο ένα άδειο σακί. Έβαλε τις παλάμες στα μάτια του, να μην βλέπει την ανατολή. Άρνηση.
Είχε αρνηθεί να γίνει δημόσιος υπάλληλος, -όταν γινόταν η περισυλλογή ψήφων από τα κόμματα και μοίραζαν θέσεις πολλές, σε μικρά γραφεία. Από μικρός ζωγράφιζε πουλιά με ανοιγμένα φτερά,  καράβια να ταξιδεύουν σε ανοιχτές θάλασσες, αεροπλάνα να πετούν στα σύννεφα, τρένα με πολλά βαγόνια.
Πάει ένας χρόνος τώρα που δεν ζωγράφιζε τίποτα. Μόνο περπατούσε τις νύχτες, να συναντά πυγολαμπίδες.
Αγαπούσε τη ζωή. Ήταν δειλός, να την αφήσει πίσω. Κι ονειροπόλος, για την αρχίσει πάλι.
Άπλωσε το χέρι του, με κλειστά μάτια, ο βράχος ήταν σκληρός, πιο σκληρός κι απ΄ τη ζωή που έζησε, ένα μικρό άσπρο λουλούδι βρέθηκε στην παλάμη του.
 Έκλεισε το χέρι του, έσφιξε τη γροθιά του, άνοιξε τα μάτια του, ο ήλιος λαμπύριζε στη θάλασσα.....
Στις οκτώ ήταν στη δουλειά του.


Ουτοπιστής



Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Αναζητώντας φως/Στο σκοτάδι/ Αντίδοτο στην ασχήμια /Η ομορφιά

Μύλος Ματσόπουλου
Όταν παλιά κτίρια αντέχουν στον χρόνο.
Κουβαλώντας ιστορία και πολιτισμό.
Όταν με φυσικά υλικά πλάθεις την ελπίδα.
Σήμερα μια πολιτιστική ανάσα.
Στο πάρκο Ματσόπουλου.
Χώροι που στεγάζουν Ό νειρα.







Ο Δημοτικός κινηματογράφος
Η θεατρική ομάδα
Φιλοξενία μικρών θεατρικών σχημάτων
Μουσικές συναυλίες
Ορχήστρα Τσιτσάνη
Το εργαστήρι ζωγραφικής
Ποιητικές και λογοτεχνικές βραδιές
Πολιτιστικά δρώμενενα.
Πρόβες για φτερουγίσματα του νου και της ψυχής.



Το τραίνο σηματοδοτεί αφίξεις και αναχωρήσεις
Πάνω απ'αυτές τις ράγες πέρασαν προσδοκίες και απογοητεύσεις
Ο σταθμός του τραίνου σημείο αναφοράς, όπως το λιμάνι.
Και το σφύριγμα η ώρα, πότε της ανατολής και πότε της δύσης.


Κουρσούμ Τζαμί.
Ανακαινίσθηκε τα τελευταία χρόνια
Αίθουσα ακουστικής μουστικής
Εκθεσιακός χώρος ζωγράφων και καλιτεχνών




Φθινοπωρινός δρόμος
δίπλα στο ποτάμι
πίσω απ' τις παλιές φυλακές.
Πίσω απ'το σκοτάδι κρύβεται το φως.
Πίσω απ΄τα σύννεφα ο ήλιος.
Το μέλλον ανήκει στο παρελθόν.



Μέσα στην ασχήμια αναζήτησα την ομορφιά
Μέσα στην ξέρα το νερό.
Προαιώνιο σύμβολο της ζωής
Η ροή των πάντων.


Ληθαίος ποταμός
Της λήθης τα καμώματα
Το μέλλον κυλάει ανάποδα.



Γ.Σεφέρη – όπου και να ταξιδέψω

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ως που να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαϊτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους
στο ξενοδοχείο της "Ωραίας Ελένης του Μενελάου"
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ' έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται από Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως "έρχεται εξ Ομονοίας"
"Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος" απαντά κι είν' ευχαριστημένος
"βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό".
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν "σωσίτριχα" φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ' ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γέρο φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ' ουρανού.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν "ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς"
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες...
το καράβι που ταξιδεύει το λένε - ΑΓΩΝΙΑ 937





Μια χούφτα περιστέρια
Φτερούγισαν μπροστά μου
Σαν παλιά όνειρα φώλιασαν
Στην ανάσα μου.



Το άσπρο, αντίδοτο στο μαύρο
Μόνος, μόνος
Υφαίνεις το παιχνίδι
Της ομορφιάς.




Παζλ της ροής.
Της εναλλαγής και του καιρού.
Και των στόχων
Μαζί.
Μέχρι την απεραντοσύνη
Της θάλασσας.



















Μικρός o καταράκτης
Μεγάλo τo πεθαμένo Ό νειρo.




Παιχνίδια του μυαλού


Πιό πολύ τη φύση αγάπησα
Ποτέ δεν μένει στάσιμη
Στο μάτι.
Αέναη διαρκώς.Ψηλώνει.


ΤΟ ΒΡΑΔΥ
     του Ηλία Κεφάλα

Πέφτει νωρίς το βράδυ.
Σιωπές, κίτρινα φύλλα και στάσιμα νερά
ναρκώνουν τον κάμπο.
Οι δρόμοι Έρημοι.
Στις εσοχές του ύπνου τα πουλιά
κρύβουν τον φόβο τους.
Άνθρωποι κουρασμένοι
δοκιμάζουν τις αντοχές τους
μέσα σε φευγαλέα όνειρα.

Πέφτει νωρίς το βράδυ
Τα χρόνια πάντα στον κατήφορο κυλούν .
Περπάτησα και ξαναπερπάτησα
χωρίς να φθάσω πουθενά.
Τόσο μόνος μέσα σε μιαν απέραντη επικράτεια
από μεγάλες σιωπές,
κίτρινα φύλλα
και στάσιμα νερά.

Πέφτει νωρίς το βράδυ.
Σε λίγο θα είναι μόνο βράδυ.






....η νύχτα έπεσε, οι δρόμοι χαθήκαν.



Ουτοπιστής





Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Δεν είναι λύση η σιωπή ή νυχτερινή διαδρομή μ' ένα CD.

Έρχονται μάχες μη δειλιάσεις
γίνε ο δρόμος να περάσεις
δεν είναι η σιωπή φωνή
φωνή είναι μόνο η φωνή.

στίχοι:Οδυσέας Ιωάννου




Παραφράζοντας τον τίτλο του τραγουδιού-Δεν είναι η σιωπή φωνή-δίνω μουσικό χρώμα στο αποψινό μου βράδυ, μέσα από μια ολοήμερη περιπλάνηση σε τίτλους και στίχους αγαπημένων παλιών cds. Ξεχασμέναστα ράφια και τα συρτάρια της βιβλιοθήκης. Άλλα φθαρμένα και άλλα ανέγγιχτα.
Είναι άλλο η μουσική στο youtube κι άλλο να ξεφυλλίζεις το μικρό βιβλιαράκι  με τους στίχους, τις φωτογραφίες και τους μουσικούς. Κλείνεις τα μάτια και ταξιδεύεις στις δικές σου εικόνες, στις ολοδικές σου θάλασσες.Είναι κάτι ανάλογο με αυτό που έλεγε ο Κάφκα για τη διαφορά ανάμεσα στο κείμενο και τον κινηματογράφο.Διαβάζεις ένα βιβλίο, πλάθεις τους δικούς σου ήρωες, ο σκηνοθέτης πλάθει τους δικούς του και καλά κάνει. Στον κινηματογράφο ακολουθείς, στο βιβλίο συνδημιουργείς.


Πάμε ξανά απ'την αρχή -απόψε -παρέα με τη φωνή της Ρίτας Αντωνοπούλου, τους στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου και τη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Ο δίσκος κυκλοφόρησε πριν τρία χρόνια Και οι τρεις σουδαίοι και αγαπημένοι. Κρατάω στα χέρια μου το cd , λες και το πήρα χθες. Ήταν οι Παρασκευές τ' απογευματα και το δισκορυχείο, τότε που μια βόλτα γινόταν ο γύρος του κόσμου....

''Πάμε ξανά απ΄την αρχή
πάμε να δούμε αν υπάρχει κάπου αλλού μια αρχή
αν έχει μείνει  Ο-υρανός''

                  

Πίσω μη μ' αφήνεις,-πάρε με μαζί σου σ' έναν καινούριο κόσμο, αυτόν που από παιδιά ονειρευτήκαμε.

''Ξανά, θα περπατήσουμε ξανά
μέσα από χρόνια ανοιχτά
όταν οι δρόμοι θα`χουν κλείσει.
Φωνές, γέλια, τραγούδια και γιορτές
οι ελπίδες όλες ζωντανές
κι όλοι θα έχουνε γυρίσει''


Πάντα θα κλαις τις Κυριακές- οι ίδιες αντοχές, πάλι η ίδια φυλακή, κόβω και ράβω στίχους του Ιωάννου στα μέτρα μου...Όταν σμίγουν οι στίχοι, η μουσική και η φωνή. Αυτό το κράμα σε απογειώνει, Αυτό κάνει, ένα καλό τραγούδι , σε κρατά απ'το χέρι  την ώρα που πας να πέσεις
, πάντα θα είμαι εδώ ...

''Κι αν σκοτείνιασες
κι άμα νομίζεις όλα πια τα έχεις χάσει
έλα, εγώ είμαι εδώ
σ' ορκίζομαι κι αυτό πως θα περάσει''


Και τι μ'αυτό-ε και τι έγινε λοιπόν....

''Και λοιπόν
και τι έγινε που οι άλλοι δεν περίμεναν
κι αν για μας
οι καινούριες μέρες τίποτα δε σήμαιναν
και τι μ` αυτό.''

Και λοιπόν .. Τι έγινε;
Οι φίλοι μας προχωρήσανε
έφτιαξαν μεγάλα σπίτια, πήραν μεγάλα αυτοκίνητα,
έβαλαν λεφτά στην άκρη για τα γεράματα,
σκέφτηκαν από νωρίς τα γεράματα,
όπως ο δημόσιος τη σύνταξη.
Ε και τι έγινε λοιπόν...
Εμείς έχουμε τα τραγούδια, έχουμε τα πουλιά
που δεν πρόλαβαν να ακούσουν..
Εμείς που μείναμε πίσω
είδαμε την πορεία τους
ανάμεσα σε στίχους ποιητών
και  σκοτωμένα πτώματα
από έναν αθέατο πόλεμο.
Τίποτα δεν σήμαιναν οι καινούριες μέρες για μας....


Θάρθουν μέρες- άγριες μέρες...

''Άλλαξε ο αέρας, το φως καθαρό
ήμουνα πέτρα και είμαι νερό
γίνομαι ένα με όλους μαζί
βλέπω να βγαίνουν οι πρώτοι καπνοί

Θα ρθουν μέρες
Άγριες μέρες
που οι αλήθειες θα σκίζουν σαν σφαίρες

Και οι νίκες
Άγιες νίκες
σαν μαχαίρια θα βγουν απ τις θήκες

Πάλι ανοίγει ο καιρός
άσπρα ρούχα και ήλιος ζεστός
μπαίνω μέσα σ αυτή τη γιορτή
φως τα χρόνια και γλύκα η ζωή.''

Και αν κάποτε  τα παιδιά μας, ψάξουν τα ίχνη μας
κάτι να βρούν
Κάτι κι από μας
Μια ιδέα, ένα συμβολο, μια αμυχή απ΄τον αγώνα
ένα βιβλίο, με τις σημειώσεις μας μέσα,
ένα τραγούδι, που μας άρεσε να τραγουδάμε..
Να βρουν έστω την αγάπη μας
Και πόσο αγαπήσαμε την ζωή..
Φαντάσου να πουν ότι ο μπαμπάς έλειπε σε δουλειές ...
Πάντα έλειπε στην τράπεζα...



Μια νίκη ...με μια ήττα...-ποιά η νίκη και ποιά η ήττα;



''Με μία νίκη δεν κερδίζει
με μία ήττα δεν ξοφλάς
με ένα "όχι" καθαρίζεις
με ένα "ναι" παντού χρωστάς''



Κάνε με πάλι να μπορώ- δείξε μου πάλι πως να θέλω....

Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Ρίτα Αντωνοπούλου


Πάλι δε βγαίνει η φωνή
και μες στα φώτα περισσεύω
νιώθω καλά μες στη σιωπή
στην ευτυχία κινδυνεύω.

Βλέπω μονάχα μια πλευρά
κι αυτή μου κόβει τον αέρα
πες μου πώς φτάνουν στη χαρά
πώς πάνε από`δώ πιο πέρα.

Κάνε με πάλι να μπορώ
δείξε μου πάλι πώς να θέλω
μη μου μαθαίνεις το σωστό
θέλω να θέλω,όχι να ξέρω.

Έζησα μόνο μια εκδοχή
κι όλα μισά τα έχω μάθει
αξίζω άλλη μια αρχή
αξίζω πάλι τα ίδια λάθη.


Κράτα ανοιχτή την αγκαλιά - και σε μια ώρα θα μαι πίσω...

Μόνο τα τραγούδια
Μόνο τα βιβλία
Μόνο τα σινεμά
Μόνο ένα στίχο εμείς θελήσαμε
Μόνο μια φέτα Ο υρανό
Μόνο αυτά ζητήσαμε


Ό- λα θα γίνουν-κάποτε..

Τότε που η γη θα βλαστήσει ένα Ο νειρο
Τότε που η έρημος θα  ξεδιψάσει
Τότε που ο άνθρωπος θα αναστηθεί
Πάλι.....



Πιτσιρικάς-μες απ'τα μάτια ενός πιτσιρικά...

Τότε που η αθώα ματιά θα γίνει Έρωτας
Έρωτας. Σαν στίχος του Λειβαδίτη...


Οι χαρτογράφοι-Ως εδώ κατάφερα να φτάσω ....

''Ως εδώ κατάφερα να φτάσω
πέρα από 'δω ο κόσμος είναι ξένος
ως εδώ ο δρόμος που θα γράψω
τόση εγώ , τόσος ο κόσμος ο δοσμένος.''




Εσωτερικοί μετανάστες- θα γίνουμε όλοι...

Ερήμωσε η χώρα
ούτε ένα Ο-νειρο
δεν ανθίζει...

Εμείς εγκυμονούμε τ' Ο νειρο
Η χώρα θα ξαναγεννηθεί
Οι καμένη γη θα χορταριάσει ξανά
Ένα κοπάδι γέλια θα απλωθούν πάλι στους κήπους
Ο φασισμός ποτέ δεν έβγαλε λουλούδια
Ο νεκρός θα αναστηθεί
Η μάνα θα δει τον γιό της, πάλι να χαμογελάει
Ο παππούς θα διηγείται πάλι στον εγγονό του, ένδοξες ιστορίες
για πολέμους
Οι ληστές κρεμασμένοι, θα περελαύνουν πάλι στις σελίδες μελλοντικών βιβλίων
Η ιστορία επαναλαμβάνεται....


Ουτοπιστής









Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Κάποια αστεία κι ένας επίλογος


Δυό ποιήματα του Μανώλη Αναγνωστάκη

Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!



Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.
Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;
Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!


Ἐπίλογος

Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς
προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν
μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.
«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»

Μανώλης Αναγνωστάκης
Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.