Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Πρέσπες, τόποι προορισμού, ανάσας τόποι

             
Άυλη χώρα

Χώμα και Νερό
Αέρας και Ουρανός
Στο ίδιο χρώμα της απεραντοσύνης
Σμίγουν οι πέντε αισθήσεις
Σ’ ένα φτερούγισμα ψυχής
Γεννήθηκα άνθρωπος
Θα γίνω πουλί
Από ψηλά να ζωγραφίζω
Τη μορφή σου
Τα δρώμενα της γης, ασήμαντοι αντικατοπτρισμοί

Αιώνια ύπαρξη σε ακατέργαστη στιγμή
Πόθοι  γυμνής ομορφιάς
Σε ανύπαρκτη χώρα  σημάδι.
Μοναδική μου χειρολαβή
Χώρα της ουτοπίας
Χώρα των ονείρων μου
Χώρα της ψυχής μου

Άυλη χώρα μου.


Ουτοπιστής

Ζαν-Πωλ Σαρτρ,διαρκώς με μια σκέψη στα μάτια

 Τα  πράγματα μας κατέχουν*

Κοντός, με μεγάλα γυαλιά, διαρκώς με μια σκέψη στα μάτια. Μας υποδέχτηκε με ευγένεια στο απέριττο εργένικο διαμέρισμά του πο βρίσκεται στον 10 ο όροφο μιας παρισινής πολυκατοικίας.
Καπνίζοντας διαρκώς, κοίταζε απ’ το μεγάλο παράθυρο το Μονπαρνάς, που τόσο αγάπησε. Στην αρχή φαινόταν διστακτικός να μιλήσει μπρός στο μαγνητόφωνο.
Σε λίγο όμως απορροφήθηκε τόσο απ’ τη συζήτηση, που το ξέχασε βυθισμένος στα διανοήματά του.

Ερωτ: Κατά τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κι’ ενώ κηρύττατε την αυστηρή φιλοσοφία του υπαρξισμού, σε δοκίμια, μυθιστορήματα και ,θεατρικά έργα, λέγεται ότι ηγηθήκατε στο Παρίσι μιας πολυπληθούς παγκόσμιας-και μερικοί μάλιστα προσθέτουν και ηδονιστικής- κίνησης μποέμ τραγουδιστών, ηθοποιών, μουσικών, χορευτών, πολιτικών στελεχών, δημοσιογράφων και φοιτητών κάθε αποχρώσεως.Πως εξηγείτε όλες αυτές τις παράδοξες ιστορίες γύρω απ’ το πρόσωπό σας;

ΣΑΡΤΡ: Το ζήτημα είναι ότι έτυχε να αρέσουν τα βιβλία μου και σε λίγα παιδιά που έπαιζαν σε ορχήστρες. Και Καθένας άρχισε να σκέπτεται πως αυτό που μπορούσε να έχει σχέση με την προσωπική μου φιλοσοφία. Τι ανοησία!

Ερωτ: Αναπτύσσοντας κάπως περισσότερο τις προσωπικές σας αντιλήψεις, θα μπορούσατε να εξηγήσετε τι εννοούσατε στο έργο σας «Κεκλεισμένων των θυρών» με την φράση «η κόλαση είναι οι άλλοι»;

ΣΑΡΤΡ: Οι άλλοι άνθρωποι αποτελούν την κόλαση από την άποψη ότι από την στιγμή που γεννιέστε βρίσκεστε σε μια κατάσταση στην οποία είστε αναγκασμένος να υποταχτείτε. Γεννιέστε σαν γιος ενός πλουσίου, ή ενός Αλγερινού, ή ενός γιατρού, ή ενός Αμερικανού. Και το μέλλον σας είναι αυστηρά προσχεδιασμένο, ένα μέλλον που έφτιαξαν άλλοι για σας. Δεν το δημιούργησαν άμεσα, αλλά αποτελούν ένα μέρος μιας κοινωνικής τάξεως που κάνουν αυτό που είσθε. Όλα αυτά σωριάστηκαν πάνω σας από άλλους ανθρώπους. Κι η σωστή περιγραφή της υπάρξεως αυτής είναι κόλαση.

Ερωτ: Οι κριτικοί σας κατηγορούν για τη μοιρολατρική αντιμετώπιση τέτοιων θεμάτων, όπως η «απολύτρωση», η «αγωνία», η «απογοήτευση» από τη σύγχρονη ζωή, ενώ ταυτόχρονα κηρύττετε πως η ελευθερία είναι ένας σκοπός πραγματοποιήσιμος – χωρίς όμως να προτείνετε ένα συγκεκριμένο και θετικό τρόπο πραγματοποιήσεώς του.

ΣΑΡΤΡ: Οι άνθρωποι νομίζουν πως μια ωραία πρωία μπορεί κανείς, τη στιγμή που θα φοράει τις κάλτσες του, ν’ αποφασίσει: «Χμ! σήμερα θ’ ανακαλύψω ένα κώδικα ηθικής». «Μα ένας κώδικας ηθικής δεν είναι δυνατό να «εφευρεθεί». Σήμερα δεν υπάρχει ένα αληθινό ηθικό σύστημα, κι αυτό γιατί λείπουν οι συνθήκες που θα έκαναν ένα ηθικό κώδικα άξιο του ονόματός του. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν ο ένας τον άλλον. Πάρα πολλές μηχανές, όπως έλεγα, και κοινωνικά οικοδομήματα παρεμποδίζουν την ορατότητα. Είναι αδύνατο να μιλάμε σήμερα για ένα αληθινό ηθικό σύστημα: Μπορούμε να μιλάμε μόνο για ηθικούς κώδικες συγκεκριμένων τάξεων που αντανακλούν τις ειδικές τους συνήθειες και συμφέροντα. Λείπουν οι βασικοί όροι που θα ‘καναν  τους ανθρώπους  ικανούς να έχουν μια  νέα κοινωνική τάξη. Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας είναι αναπόφευκτο το πλήθος των κοινωνικών οικοδομημάτων-για να μην αναφέρουμε τις προσωπικές υποχρεώσεις, την ατομική μοίρα – να δημιουργούν εμπόδια στην αμοιβαία κατανόηση. Κι έτσι βαδίζετε μαζί με την προσωπική σας μοίρα και συναντάτε ένα Νέγρο, ή έναν Άραβα, που ο καθένας του έχει την δική του τύχη και οποιαδήποτε πραγματική σχέση μαζί τους γίνεται εξαιρετικά δύσκολη, Ή θα πρέπει να ανήκετε σε κάποια «κίνηση» στην οποία αποξενώνεστε ολοκληρωτικά, με οτιδήποτε βρίσκεται έξω απ’ αυτήν, για να συνδεθείτε, ας πούμε με τον αγώνα των Αλγερινών. Και σ’ αυτή όμως την περίπτωση – παρ’ όλες τις καλές προθέσεις – δεν θα πετύχετε την πλήρη αλληλεγγύη. Ο άνθρωπος με τον οποίο θα έρθετε σ’ επαφή δεν θα είναι γα σας ένας ε ν τ ε λ ώ ς άνθρωπος, θα είναι ένα «πράγμα».
Το να μεταχειριστούμε όμως έναν άνθρωπο σαν άνθρωπο, σα μια ανθρώπινη ύπαρξη, αυτό αποτελεί ζήτημα αρχής, μιας αρχής που δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψουμε.

Ερωτ: Κι η λογοτεχνία;

ΣΑΡΤΡ: Η λογοτεχνία θα πρέπει να είναι το έργον ανθρώπων που βλέπουν ξεκάθαρα και που παίρνουν υπ’ όψη τους το σύνολο της ανθρωπότητας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να παραδεχτεί ότι υπάρχει σ’ ένα κόσμο όπου παιδιά πεθαίνουν της πείνας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να καταλάβει ότι είναι μέσα στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, σαν συγγραφέων και ανθρώπων, να κάνουμε κάτι για τους άλλους και οι άλλοι μπορούν να κάνουν κάτι για μας.

Ερωτ: Κι όμως στο τελευταίο σας έργο «Οι Λέξεις» γράφατε πως «βγήκα απ’ τις πλάνες μου… Και δεν ξέρω πια τι να κάνω με τη ζωή μου».

ΣΑΡΤΡ: Όταν το ‘πα αυτό εννοούσα ότι θεραπεύτηκα από τις αυταπάτες της νιότης μου.

Ερωτ: Ποιες αυταπάτες;

ΣΑΡΤΡ: Την αυταπάτη πως ένας αστός συγγραφέας  είναι υποχρεωμένος  να είναι απαισιόδοξος, ότι είναι καταδικασμένος στη μοναξιά από το γεγονός ότι σήκωσε κάποτε τα όπλα κατά της κοινωνίας. Στις «Λέξεις» περιγράφω πως έφθασα στο σημείο να είμαι μέλος της κοινωνίας- μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε κίνηση. Κι’ επειδή έχω απαλλαγεί από τις αυταπάτες της νιότης πιστεύω πως έχω γίνει αισιόδοξος.

Ερωτ: Αν είναι έτσι, γιατί γράφατε πως δεν ξέρετε τι να κάνετε με τη ζωή σας;

ΣΑΡΤΡ: Επιτρέψτε μου να σας περιγράψω τι εννοώ όταν λέω «δεν ξέρω τι να κάνω με τη ζωή μου». Καθένας νοιώθει έτσι όταν ξαφνικά ικανοποιεί ένα μεγάλο του πάθος- π.χ. για μια γυναίκα. Όταν όλα τελειώσουν ρωτάει τον εαυτό του: «Γιατί αγάπησα τη γυναίκα αυτή;»- και δεν μπορεί να θυμηθεί ούτε ποια ήταν. Κάποτε αισθανόσαστε κάποια ανάγκη να δείτε τη γυναίκα αυτή, ν’ ακούσετε τη φωνή της. Να σκέφτεστε γι’αυτήν, να την παρακολουθείτε. Όλα αυτά τέλειωσαν. Γιατρευτήκατε από μια μονομανιακή  έμμονη ιδέα και αισθάνεστε ανακούφιση, γιατί το είδος αυτό του πάθους για μια γυναίκα δεν αποτελεί μια ιδεώδη κατάσταση – κι όμως παράλληλα νιώθετε κάποια χαλάρωση.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Προφανώς μιλάτε από πείρα, από τις αισθηματικές σας περιπέτειες με τις γυναίκες. Κι όμως τόσο σπάνια γράφετε γι’ αυτό στα βιβλία σας. Γιατί;
ΣΑΡΤΡ: Απλούστατα γιατί έχω να γράψω για άλλα πράγματα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν έχω, ή δεν είχα, και το μοιράδι μου στις αισθηματικές περιπέτειες: στην πραγματικότητα οι γυναίκες παίζουν ένα μεγάλο ρόλο στην ζωή μου – αλλά μικρό στα βιβλία μου. Τις ξέρω καλά όλες αυτές τις εκστάσεις, απεχθάνομαι όμως να γράφω γι’ αυτές, γιατί κάτω απ’ αυτές βρίσκεται η ιδέα πως μπορεί κανείς να είναι πραγματικά άνδρας σήμερα, όταν στην πραγματικότητα είναι αδύνατο. Ο Καμύς μπορεί να πει: «Πρέπει να υποστηρίξουμε το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι ευτυχής». Κι αυτό είναι πολύ σωστό, αλλά νομίζει ότι πρέπει και μπορεί να υποστηριχθεί α μ έ σ ω ς. Μ’ άλλα λόγια πως οι όροι της ευτυχίας  μπορούν να πραγματοποιηθούν σήμερα. Θα ήταν πολύ ευάρεστο, βέβαια, να μπορούσε κανείς να συμμεριζόταν τις αισθησιακές του εκστάσεις με τον καθένα. Γράφοντας γι’ αυτές – αλλά απολαμβάνοντάς τες μονάχος του – σημαίνει πως απομονώνει τον εαυτό του από ορισμένες σχέσεις με τους συνανθρώπους μας. Εξάλλου σαν συγγραφέας νιώθω πως θα έπρεπε ν’ ασχολούμαι μ’ εκείνο για το οποίο είμαι πιο κατάλληλος – που άλλοι δεν μπορούν να το εκφράσουν καλύτερα από εμένα. Συχνά σκέφτομαι πως κάποια μέρα θα γράψω για τις χαρές μου, αλλά τότε μού ’ρχεται στη μνήμη πως η πλευρά αυτή της ζωής μου δεν αξίζει να προβληθεί σαν παράδειγμα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Μήπως είστε συνεσταλμένος; Μας έχουν πει πως στη δημόσια ζωή σας βρίσκεστε σχεδόν μόνιμα περικυκλωμένος από ελκυστικές γυναίκες που σας θαυμάζουν.

ΣΑΡΤΡ: Είναι γεγονός πως πάντα προσπαθούσα να βρίσκομαι σε περιβάλλον γυναικών που τουλάχιστον είναι συμπαθείς στη θέα. Το παραδέχομαι και ντρέπομαι γι’ αυτό. Η βασική όμως αιτία που περιβάλλομαι από γυναίκες είναι απλώς ότι προτιμώ την συντροφιά τους, από την συντροφιά των ανδρών. Κατά κανόνα βρίσκω τους άνδρες βαρετούς. Έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα και μιλούν για διάφορα πράγματα. Στην γυναίκα όμως υπάρχουν ιδιότητες που προέρχονται από τη γυναικεία φύση της κι από το γεγονός ότι είναι ταυτόχρονα υποχείρια και συνένοχος. Και γι’ αυτό η ευαισθησία της είναι πολύ ευρύτερη από του άνδρα. Διαθέτει τον εαυτό της. Παραδείγματος χάρη δεν μπορεί κανείς να κάθεται στο καφενείο και να συζητάει με έναν άνδρα, για τον κόσμο που περνάει από ‘κει. Βαριέται την κατάσταση αυτή και θυμάται τις επαγγελματικές του ανησυχίες, ή καταφεύγει σε διάφορα διανοητικά γυμνάσματα. Τα διανοητικά όμως γυμνάσματα είναι κάτι που μπορώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτά εντελώς μόνος μου. Στην πραγματικότητα νιώθει κανείς μεγαλύτερη ικανοποίηση όταν παλεύει με τις λέξεις και τα προβλήματά του μόνος του. Ποτέ οι συζητήσεις με τους άνδρες δεν μ’ ευχαριστούν πολύ. Η συζήτηση πάντα σβήνει. Από τη γυναίκα όμως έχεις την συναίσθηση ενός διαφορετικού όντος, μιας νοημοσύνης ίσως ανώτερης από του άνδρα και που δεν περιορίζεται από τις ίδια σκοτούρες.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ας μιλήσουμε για τη δουλειά σας. Πολλά από τα έργα σας έχουν διασκευασθεί για τον κινηματογράφο, σας άρεσε κανένα απ’ αυτά;

ΣΑΡΤΡ: Όλες οι κινηματογραφικές αποδόσεις των έργων μου ήταν πολύ άσχημες – εκτός από το «Ευσεβές Γύναιον».

ΕΡΩΤΗΣΗ: Κι όμως, μήπως δεν κερδίσατε πολλά από τα συγγραφικά δικαιώματα από τα φιλμ αυτά; Εξάλλου είστε ένα διαρκές «μπεστ σέλλερ».

ΣΑΡΤΡ: Είναι αλήθεια. Έχω πραγματικά αρκετά μεγάλα ποσά χρημάτων για ξόδεμα. Αλλά έχω και πολλές υποχρεώσεις. Και είναι γεγονός πως το αίσθημα της κατοχής μου είναι μισητό. Μου φαίνεται πως μας κατέχουν τα πράγματα που έχουμε στην διάθεσή μας. Είτε είναι αυτά χρήματα ή πράγματα τα οποία μπορούμε ν’ αγοράσουμε μ’ αυτά. Όταν κάτι μου αρέσει θέλω πάντα να το δίνω σε κάποιον άλλον. Δεν πρόκειται για γενναιοδωρία. Είναι γιατί θέλω μόνο και μόνο να σκλαβωθούν ά λ λ ο ι από τα αντικείμενα, κι όχι εγώ. Κι ευχαριστιέμαι από την σκέψη πως κάποιος άλλος θα ευχαριστηθεί από το αντικείμενο που θα του δώσω.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Αποκρούετε τον πλούτο, αλλά πώς αντιμετωπίζετε την φήμη; Είστε ευχαριστημένος από την παγκόσμια φήμη που έχετε κερδίσει, ή μάλλον που ξανακερδίσατε τα τελευταία χρόνια;

ΣΑΡΤΡ: Από ορισμένες απόψεις – πιθανόν. Αλλά δε θέλω να γίνω υποχείριος της υπόστασής μου, όποια κι αν είναι αυτή στη παρούσα στιγμή. Πάντα το εδώ και το τώρα είναι ένας όρος που τον θεωρώ προσωρινό και που επιθυμώ να τον αφήσω πίσω. Επιμένω σε μια παιδική αυταπάτη: την αυταπάτη πως ένας άνθρωπιος μπορεί να βελτιώσει τον εαυτό του. Προειδοποιώ τον εαυτό μου ότι έχω γράψει μερικά βιβλία, αλλά το θεωρώ καθήκον μου να υπερασπιστώ τις ιδέες που εκφράζονται στα βιβλία αυτά, κι αν ακόμη τα πράγματα αλλάξουν, και τότε πια δεν είμαι ο εαυτός μου, θα γινόμουν το θύμα των βιβλίων μου. Δε νομίζω πως θα έπρεπε κανένας να κάνει αυτό που έκανε ο Ζιντ, να ξεκόβει συστηματικά από το παρελθόν του. Θέλω όμως να είμαι πάντα προσιτός στην αλλαγή. Δεν νιώθω τον εαυτό μου δεσμευμένο από οτιδήποτε έχω γράψει. Από την άλλη όμως πλευρά και δεν αποκηρύττω ούτε μια λέξη απ’ αυτά.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Και μια τελευταία ερώτηση. Γιατί δεν δεχθήκατε το βραβείο Νόμπελ;

ΣΑΡΤΡ: Καλύτερα να μη μιλήσω γι’ αυτό.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιατί;
           
 ΣΑΡΤΡ: Γιατί δεν νομίζω πως μία ακαδημία ή ένα βραβείο μπορεί να έχει καμιά σχέση μαζί μου. Εκείνο που θεωρώ για μεγαλύτερη τιμή είναι να με διαβάζουν.

*Η συνεντεύξη αυτή του Ζαν-Πωλ Σαρτρ υπάρχει δημοσιευμένη στο βιβλίο του, Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός ,εκδόσεις Ρούγκα, έκδοση της δεκαετίας του '70.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη




Μπέρτολτ Μπρέχτ
Ακούμε: δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας.
Γονάτισες. Δε μπορείς άλλο να τρέχεις.
Κουράστηκες. Δε μπορείς πια να μαθαίνεις καινούρια.
Ξόφλησες.
Κανείς δε μπορεί να σου ζητήσει να κάνεις πια τίποτα.

Μάθε λοιπόν:
Εμείς το ζητάμε.

Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς.
Κανείς δε θα σε ξυπνήσει πια να πει:
Σήκω ,το φαί ειν' έτοιμο.
Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαί;
Σαν δε θα μπορείς άλλο να τρέχεις,
θα μείνεις ξαπλωμένος. Κανείς
Δε θα σε ψάξει για να πει:
Έγινε επανάσταση. Τα εργοστάσια
Σε περιμένουν.
Γιατί να 'χει γίνει επανάσταση;
Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν
Είτε φταις που πέθανες είτε όχι.

Λες:
Πολύ καιρό αγωνίστηκες. Δεν μπορείς άλλο πια
ν' αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν:
Είτε φταις είτε όχι:
Σαν δε μπορείς άλλο να παλέψεις ,θα πεθάνεις.
Λες: Πολύ καιρό ελπίζεις. Δε μπορείς άλλο να ελπίσεις
Έλπιζες τί;
Πως ο αγώνας θα είναι εύκολος;

Δεν είναι έτσι.
Η θέση μας είναι χειρότερη απ' όσο νόμιζες.

Είναι τέτοια που:
Αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο
Δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει
Θα χαθούμε

Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.

Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του.
Οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη.

Μπέρτολτ Μπρέχτ

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Ου τόπος


 


Τόμας Μουρ, δημιουργός του όρου «Ουτοπία».
Στις 6 Ιουλίου 1535, εκτελέστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, ο Άγγλος συγγραφέας, πολιτικός και διανοητής, Τόμας Μουρ, δημιουργός του όρου «Ουτοπία». Γιος του δικαστή σερ Τζον Μορ, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1478 στο Λονδίνο. Σπούδασε Λατινικά και Λογική στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ενώ το 1494 επέστρεψε στο Λονδίνο για να διδαχτεί από τον πατέρα του τη νομική επιστήμη, ωστόσο, σύντομα την εγκατέλειψε για να γίνει μοναχός. Παρά το γεγονός ότι αρχικά εντάχθηκε στο τάγμα των Φραγκισκανών, υπερίσχυσε μέσα η αίσθηση του καθήκοντος να υπηρετήσει τη χώρα του και αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική.
 Η διαφωνία του με τη στάση του Ερρίκου έναντι της Εκκλησίας, τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τα αξιώματα του. Τον Ιούνιο του 1533 αρνήθηκε να παραβρεθεί στη στέψη της Άννας Μπολέιν, γεγονός που εξόργισε τον βασιλιά. Την επόμενη χρονιά κλήθηκε ενώπιον επιτροπής να ορκιστεί πίστη και υποταγή στο βασιλικό ζεύγος. Αναγνώρισε τη Μπολέιν σα βασίλισσα αλλά αρνήθηκε να πάρει τον όρκο καθώς διαφωνούσε με την αποκήρυξη του Πάπα και την ανακήρυξη του Ερρίκου ως επικεφαλής της Εκκλησίας της Αγγλίας. Πέντε ημέρες αργότερα φυλακίστηκε και την 1η Ιουλίου του 1535 οδηγήθηκε σε δίκη. Κρίθηκε ένοχος για εσχάτη προδοσία και αποκεφαλίστηκε στις 6 Ιουλίου. Το 1886 οσιοποιήθηκε από την Καθολική Εκκλησία και το 1935 ανακηρύχθηκε Άγιος από τον Πάπα Πίο ΧΙ.

Παράλληλα με την πολιτική του καριέρα, ασχολήθηκε και με τη συγγραφή, με την «Ουτοπία» (1515) να αποτελεί το πιο γνωστό από τα έργα του. Ο τίτλος του βιβλίου υπήρξε λογοπαίγνιο του ίδιου που σημαίνει έναν τόπο που δεν υπάρχει. Στην «Ουτοπία» του Μουρ αντιπαραβάλει την εριστική κοινωνική ζωή των χριστιανο-ευρωπαϊκών κρατών με την τέλεια δομημένη κοινωνία ενός φανταστικού μη χριστιανικού νησιού. Μία κοινωνία που υπάρχει με γνώμονα την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, χωρίς ατομική ιδιοκτησία και χωρίς ανθρώπινη εκμετάλλευση. Από πολλούς μελετητές θεωρήθηκε ότι το κομουνιστικό κράτος του Καρλ Μαρξ μοιάζει με την Ουτοπία του Τόμας Μουρ.

Το «φλερτ» της Ουτοπίας του Μουρ με την πραγματικότητα εξετάζει στην ανάλυσή του στο «Βήμα», καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, Θεόδωρος Παπαγγελής:


Το «φλερτ» ουτοπίας και πραγματικότητας

«Η αναζήτηση της ιδεώδους κοινωνίας και της άριστης πολιτείας είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα εδάφια στο εγκόλπιο του πολιτικού και φιλοσοφικού στοχασμού της Δύσης. Η Ανατολή διέπρεψε σε ατομικές διαδρομές που τερματίζουν στα εστιακά βάθη του στοχαστικού «νιρβάνα», επέκεινα ζωής και θανάτου· η Δύση δεν ξέχασε όσους προτίμησαν την ιδιωτική οδό προς την ευτυχία, αλλά δεν έπαυσε ποτέ να μηχανεύεται και να οραματίζεται τα «καλά και συμφέροντα» για λογαριασμό ολόκληρης της κοινότητας ­ από την ομηρική πολιτεία των Φαιάκων και τις αρχιτεκτονικές κατόψεις της πλατωνικής πολιτείας μέχρι τις τοπικές ή διεθνιστικές «κομμούνες» του νεότερου παρελθόντος και τον Μαρξ ­ ακόμη και τον Φουκουγιάμα που μόλις χθες τοιχοκόλλησε το κηδειόχαρτο της ιστορίας και των προβλημάτων της με τη μουσική υπόκρουση της pax Americana. Φυσικά, και ως γνωστόν, η ιδανική κοινωνία αναζητείται ακόμη· είναι εξίσου γνωστό ότι οι αμετάπειστοι πραγματιστές χαρακτηρίζουν αυτήν την αναζήτηση «ουτοπία».

Ο όρος είναι ελληνικής προέλευσης («ου τόπος», δηλ. χώρα ανύπαρκτη) αλλά αγγλικής κατασκευής και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του περίπου εδώ και πεντακόσια χρόνια στον τίτλο ενός από τα πιο διάσημα γραπτά της Αναγέννησης, την «Ουτοπία» του Τόμας Μουρ, ο οποίος γεννήθηκε το 1478, ήταν ουμανιστής, κλασικός φιλόλογος, πολιτικός, σύμβουλος του Ερρίκου Η' της Αγγλίας και, μετά τον μαρτυρικό του θάνατο υπέρ Πάπα και Βατικανού, άγιος της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Το γοητευτικό, όσο και αινιγματικό, αυτό έργο, γραμμένο στα λατινικά (με τον πλήρη τίτλο: «Περί της αρίστης Πολιτείας και της νέας νήσου Ουτοπίας») και πρωτοδημοσιευμένο το 1516, παραμένει, όσο ξέρω, αμετάφραστο στα ελληνικά μέχρι σήμερα. Αγνωστη είναι και η πολυκύμαντη ιστορία της ερμηνείας του. Γνωστό είναι μόνο ότι τα «ουτοπία» και «ουτοπικός» κάνουν τώρα τελευταία πολλούς να υποκύπτουν στη γοητεία της ακυρολεξίας. Οι αναγνώστες του «Βήματος» της 16.4.2000 θα ξέρουν ήδη ότι στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού εδώ και μερικές μέρες μια έξοχη έκθεση συγκεντρώνει τα γραπτά, χαρτογραφικά και εικαστικά τεκμήρια πέντε αιώνων «ουτοπικής» αναζήτησης.

Η «Ουτοπία» του Μουρ ενσωματώνει θεμελιακά ηθικά αξιώματα της φιλοσοφίας των στωικών και των επικουρείων, αλλά ανήκει κυρίως στη μεγάλη παράδοση της φιλοσοφικής και πολιτικής σκέψης που μας έδωσε την «Πολιτεία» και τους «Νόμους» του Πλάτωνα, τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, καθώς και ανάλογες πραγματείες από τον Πλούταρχο και τον Ρωμαίο Κικέρωνα. Μια κρίσιμη διαφορά είναι ότι ενώ αυτά τα έργα εκμαιεύουν την τελική συνταγή της άριστης πολιτείας συλλογιστικά ή με τη μέθοδο της διαλεκτικής, η «Ουτοπία» προκρίνει τον τρόπο της ταξιδιωτικής μυθοπλασίας, και η χαρτογράφηση της νήσου των «Utopienses» ολοκληρώνεται μέσα στα όρια της αφήγησης ενός και μοναδικού χαρακτήρα, του Hythloday. Ο αφηγητής μιλάει για ένα νησί χωρίς ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες αλλά όχι μακριά από την Ευρώπη, όπου ακμάζουν 54 καλά ρυμοτομημένες και ομοιόμορφες πόλεις.

Οι κάτοικοι, καθένας ανάλογα με τις δεξιότητές του, ασκούν ένα ευρύ φάσμα επιτηδευμάτων για τα οποία έχουν λάβει επιμελή εκπαίδευση· τηρούν δρακόντειους κώδικες ιδιωτικής και δημόσιας ηθικής· ευημερούν χωρίς περιττές πολυτέλειες· δεν διαθέτουν ιδιωτική περιουσία· μεριμνούν για τη δίκαιη κατανομή των αγαθών· ευφραίνονται σε συλλογικά δείπνα μετά μουσικής· εμφορούνται από πνεύμα συμμετοχής στα κοινά· απολαμβάνουν ένα άρτιο σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης όπου κάθε μαθητής, εκτός από τα μαθηματικά, τη διαλεκτική και τη μουσική, κάνει πρώιμη και συστηματική γνωριμία με τη λογοτεχνία· είναι εξαιρετικά δεκτικοί στην ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία (ο αφηγητής διευκρινίζει ότι η απώτερη καταγωγή των κατοίκων της Ουτοπίας είναι ελληνική, πράγμα που εξηγεί τα ελληνικά γλωσσικά στοιχεία στα τοπωνύμια και στην πολιτική τους ορολογία· εξάλλου τα ελληνικά ευπώλητα στη χώρα της Ουτοπίας περιλαμβάνουν Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Λουκιανό, Ομηρο, Αριστοφάνη, Ευριπίδη, Θουκυδίδη)· ασκούν τέχνες και γράμματα· δεν γνωρίζουν ιδεολογικές και θρησκευτικές μισαλλοδοξίες· είναι ριζοσπαστικά ανεξίθρησκοι· απολαμβάνουν ένα καλά οργανωμένο και κατανεμημένο εθνικό σύστημα υγείας· έχουν μια λιτή, αλλά απαρέγκλιτα εφαρμοζόμενη, νομοθεσία και θεωρούν ως εκ τούτου περιττούς τους νομικούς· επιτρέπουν την ευθανασία και πολεμούν μόνο όταν αντιμετωπίζουν εξωτερική πρόκληση. Θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα, όμως αυτά ήδη φτάνουν και περισσεύουν για όσους δεν αντέχουν και πολλή ουτοπία.

Εύκολα μπορεί να γοητευθεί, αν όχι ακριβώς να προσηλυτιστεί, κανείς από αυτή την Ενωση Ουτοπικών Σοσιαλιστικών Πολιτειών. Και πολλοί γοητεύθηκαν ­ χωρίς πάντα να αναρωτηθούν αν ο ίδιος ο Τόμας Μουρ σκαρίφησε την ιδεώδη κοινωνία του εν πλήρει σοβαρότητι ή με ισχυρή πρόσμειξη ειρωνικής δυσπιστίας. Και υπάρχουν ευδιάκριτες ενδείξεις για τη δεύτερη εκδοχή, ειδικά όταν ανακαλύψουμε ότι το όνομα του αφηγητή (Hythloday) περιέχει ως πρώτο συστατικό την ελληνική λέξη «ύθλος» που καλύπτει όλο το σημασιολογικό φάσμα από τη φλυαρία και την κενολογία μέχρι τις φούσκες και τις μπαρούφες.

Παρ' όλα αυτά το κύρος της «Ουτοπίας» στη βιβλιογραφία του πολιτικού στοχασμού παραμένει υψηλό για πολλούς λόγους. Ο Μουρ συνδύαζε πρακτική πολιτική πείρα και ευρύτατη παιδεία. Ο διάλογος που προηγείται της ουτοπικής αφήγησης προδίδει βαθυστόχαστο προβληματισμό πάνω σ' ένα καίριο ερώτημα: μπορεί και πρέπει ο εξ ορισμού ακέραιος και έντιμος διανοούμενος (για να χρησιμοποιήσω έναν πιο εύληπτο και εκσυγχρονισμένο όρο) να εμπλέκεται στον σχεδιασμό πολιτικής και την άσκηση εξουσίας; Το ερώτημα ταλάνισε τους ουμανιστές της Αναγέννησης κυρίως επειδή αυτοί κατανοούσαν ότι στην πολιτική η αρχή της χρησιμοθηρικής πρακτικότητας (utilitas) δεν συνέπιπτε πάντα με την αρχή της διανοητικής και ηθικής εντιμότητας (honestas). Το αίτημα της απόλυτης σύμπτωσης των δύο ήταν αυτονόητο για τους ουμανιστικούς κύκλους, αλλά ποιος ξεχνάει ότι το ίδιο ουμανιστικό θερμοκήπιο κατά την ίδια ιστορική περίοδο εξέθρεψε τον περιβόητο «Ηγεμόνα» του Μακιαβέλι (δημοσιεύθηκε το 1532) όπου το διαζύγιο εξουσιαστικής ιδιοτέλειας και ηθικής ακεραιότητας εκδίδεται με κυνική επισημότητα; Το σύνταγμα της «Ουτοπίας» προβλέπει ρητά ότι οι κάτοικοι της χώρας πρέπει να θεωρούν συμφέρον μόνο αυτό που είναι και ηθικό ­ και ακριβώς αυτό κάνουν όχι μόνο οι απλοί πολίτες αλλά και η αριστίνδην πολιτική ηγεσία του νησιού. Φυσικά ο Μουρ, «σοφότερος» και «νηφαλιότερος» από τον πλασματικό αφηγητή του, γνωρίζει καλά και υπαινίσσεται σαφώς ότι στην πολιτική πραγματικότητα της Ευρώπης το πάνω χέρι το έχει ο μακιαβελισμός. Ετσι, πριν από πεντακόσια χρόνια, το έργο του Μουρ τακτοποίησε σημειολογικά την πραγματικότητα που, τηρουμένων των αναλογιών, αναγνωρίζουμε μέχρι σήμερα όλοι: η Ουτοπία είναι πρακτικά ανέφικτη· και πρέπει να νιώθουμε ευτυχείς στην ολιγάρκειά μας αν οι πολιτικοί ηγέτες, αντί να τη διαγράφουν ως άσχετη μυθοπλασία, τουλάχιστον τη θυμούνται όσο και όταν χρειάζεται για να διαχειριστούν πιο ανθρώπινα την έτσι κι αλλιώς μακιαβελική πραγματικότητα».*

πηγή άρθρου: http://www.tvxs.gr/news

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Σαν τον Ζορμπά ορίσαμε τη ζωή μας ..

Έλα... κάποια νοσταλγία μυστική λυγίζει την ψυχή μου
κι’ ένας πόθος λευκός φωλιάζει στα μεγάλα μάρμαρα και με σέρνει.
Έλα μαζί μου. Θα ξαπλωθούμε κάτω από τη μαρμαρωμένη αρμονία,
θα σμίξομε τα χέρια μας και θάναι κάτω μπροστά μας η πόλη
η αμαρτωλή και περ’ απάνω στα νερά θα βλέπομε πως μαδιούνται
οι μενεξέδες στο ηλιόγερμα.
Μαδιούνται οι μενεξέδες στο ηλιόγερμα και τα χρώματα γιορτάζουν
εκεί κάτω. Παντοδύναμη η χαρά της ζωής κυλιέται στα στήθη μου.
Και την ψυχή μου κερνά η Αγάπη με το μυστικό κρασί των ανοίξεων
και των παραληρημάτων.
Κάτω από τα μάγια του φεγγαριού τη νύχτα, μέσα στη φλογερή αγάπη
του ήλιου την ημέρα, έγερναν και τον κεντούσαν.
Ας ανοιχτούνε σαν κάλυκες ρόδων και σαν δοχεία αρωμάτων
και σαν χείλη προσευχόμενα οι καρδιές μας, και ας ευχαριστήσουν
τους μεγάλους θεούς γιατί έπλασαν τη ζωή τόσον όμορφη
και τα χείλη σου τόσο κόκκινα και την αγάπη μου τόσο μεγάλη.."

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΑΖΑΚΗΣ "Όφις και Κρίνο" (Απόσπασμα)