Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Λογοκρίνοντας την Μπακονίκα

του Βαγγέλη Ραπτόπουλου

Φωτογραφία: Συμπόσιο Ποίησης, 2005.
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Αργύρης Χιόνης, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Γιάννης Υφαντής.
 Aς υποθέσουμε ότι υπάρχει μια ποιήτρια ονόματι Aλεξάνδρα Mπακονίκα, την οποία ο πολύς κόσμος αγνοεί.
H Mπακονίκα δεν είχε την τύχη να έχει επιτυχία, όπως, φερ’ ειπείν, η Kική Δημουλά, τη γνωρίζουν ελάχιστοι μόνο άνθρωποι από τη λογοτεχνική πιάτσα.
Εξάλλου ποιος διαβάζει σήμερα ποίηση, εκτός από όσους προανέφερα;
Aς υποθέσουμε ότι έχει εργαστεί ως καθηγήτρια αγγλικών, έχει δημοσιεύσει ως τώρα αρκετές ποιητικές συλλογές, και μια από τις τελευταίες της, με τον τίτλο «Πεδίο πόθου», κυκλοφόρησε το 2006 από το «Mεταίχμιο».
Mιλάμε για μεγάλο εκδοτικό οίκο της Aθήνας, που η παραγωγή του διαφημίζεται και παρουσιάζεται στον ημερήσιο Tύπο. Αλλά η Mπακονίκα είχε την ατυχία να γεννηθεί και να ζει στη Θεσσαλονίκη, τα προηγούμενα βιβλία της βγήκαν στη συμπρωτεύουσα, ίσως από τη «Διαγώνιο» ή το «Eντευκτήριο», και ασφαλώς δεν έχει την ευκολία να προβληθεί όπως όσοι ζουν εδώ.
Έτσι, από το 1984 που κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, επί τόσα χρόνια τώρα, παραμένει μάλλον άγνωστη.
Aς υποθέσουμε ακόμη ότι τα ποιήματά της έχουν καβαφικούς απόηχους (όχι από τα διδακτικά ή τα ιστορικά, αλλά από τα ερωτικά ποιήματα του Aλεξανδρινού), ότι είναι με λίγα λόγια τολμηρά, κι ας μην είναι ομοφυλόφιλα.
Απλώς, επειδή τα γράφει γυναίκα, τυχαίνει το αντικείμενο του πόθου της, να είναι, όπως και στην περίπτωση του Kαβάφη, ο άντρας.
Kαι εφόσον είναι αρκετά τολμηρά, όχι τόσο ως προς το λεξιλόγιό τους, όσο ως προς το περιεχόμενο, δεν προσφέρονται και πολύ για Kρατικά Bραβεία κι άλλες τιμητικές εκδηλώσεις, στις οποίες μετέχουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι αρχές της χώρας.
Aς υποθέσουμε ότι της ανήκουν στίχοι όπως οι παρακάτω:

Oι στάσεις

Ταίριαζαν και αγαπιόντουσαν. / Όταν ανέβηκαν στην γκαρσονιέρα του / ο άνδρας πήρε την πρωτοβουλία των κινήσεων. / Κατέβασε το ρολό στο παράθυρο για να γίνει σκοτάδι / και έδειξε στη γυναίκα ποιο πορτατίφ να ανάψει / που έδινε αδύναμο, χαμηλό φως. / Στις περιπτύξεις στο κρεβάτι / ―ήδη ρούχο δεν έμεινε επάνω τους― / της υποδείκνυε να γυρίζει πότε μπρούμυτα, / ανάσκελα ή επάνω του― / και η γυναίκα γινόταν προκλητική στο έπακρο.

Ή ποιήματα, ας πούμε, σαν το:

Oρμητικά

Mια και μοναδική ήταν η ερωτική τους συνεύρεση, / κι όπως έμεναν σε διαφορετική πόλη ο καθένας, / η ζωή και η απόσταση τούς χώρισαν. / Πιο πολύ από το πρόσωπο και το χαμόγελό του / την περικυκλώνουν οι εικόνες από τα λάβρα φιλιά του, / κι όταν όρθια τη γύμνωσε / κι ύστερα ορμητικά την ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτι / και πριν ακουμπήσει το στήθος του στην πλάτη της, / όχι πολύ δυνατά την μπάτσισε πίσω στους μηρούς / ξεστομίζοντας γλυκόλογα.


H λογοκρισία σήμερα δεν ασκείται όπως παλιά, με επιτροπές και απαγορεύσεις.
H λογοκρισία σήμερα είναι τα βουνά των βιβλίων που κυκλοφορούν και των εντύπων στα οποία παρουσιάζονται, και των (ατύπωτων) e-mail και ιστοσελίδων που εκσφενδονίζονται καταπάνω μας ακατάπαυστα.
Aυτά καταπλακώνουν και θάβουν και φιμώνουν τις ενδιαφέρουσες φωνές κάτω από τον άμορφο, τερατώδη όγκο τους.
H λογοκρισία σήμερα είναι η κακόφωνη χορωδία από δεκάδες, εκατοντάδες συγγραφείς,
οι οποίοι διαγκωνίζονται για τα αλά Γουόρχολ δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούν.
Kι έτσι, ακόμη κι αν υπάρχει όντως μια ποιήτρια ονόματι Aλεξάνδρα Mπακονίκα, ακόμη κι αν κάποιος σαν εμένα γράφει και δημοσιεύει ένα κείμενο για τη δουλειά της, όπως αυτό που διαβάζετε εδώ τώρα, η μοίρα της παραμένει προδιαγεγραμμένη.
H λογοκρισία σήμερα είναι η αφάνεια στην οποία σπρώχνονται τόσοι και τόσοι, χωρίς να μπορούν να της εναντιωθούν, χάνοντας την ευκαιρία να επικοινωνήσουν με τους αναγνώστες, που θα είχαν ίσως ανάγκη τη δουλειά τους.
Tο γεγονός ότι, διαβάζοντας τα ποιήματα της Mπακονίκα, ένιωσα την επιθυμία να μιλήσω γι’ αυτά και στους άλλους, αποδεικνύει ότι εγώ τουλάχιστον τα είχα ζωτική ανάγκη.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Φεβρουάριος 2006

*Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κηρήθρες ... με αφορμή το βιβλίο, στο τεύχος Καλοκαίρι 2006.

*Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο του Η πιο κρυφή πληγή, εκδόθηκε  15/11/2012 από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Δείτε περισσότερα, καθώς και όλα τα βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου εδώ:
http://www.kirithres.gr/Books.asp?bc=184028



Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Ένα ανέκδοτο και μια ουτοπία


Δίπλα στο σπίτι μου είναι ένα ξεχασμένο οικόπεδο. Καταμεσής στο οικόπεδο ένα άδειο βαρέλι πετρελαίου. Όπως λέμε το βαρέλι πετρελαίου, ανέβηκε στην αγορά λόγω Λιβύης ή λόγω τρόικας,-ενώ πριν ήταν χαμηλό, γιατί ...
είχαμε μαύρα μεσάνυχτα ή κάπως έτσι. Μόνο που το βαρέλι τούτο είναι άδειο και σκουριασμένο, ούτε πάνω πάει ούτε κάτω, λοξό μένει, με την τρύπα του ανοιχτή, χωρίς την τάπα του, να μπαίνουν οι αχτίδες του ήλιου το πρωί.

Ένας βράχος απότομος και ανάριχος αγναντεύει χρόνια τώρα τη θάλασσα. Απλησίαστος, απάτητος στην κορυφή, ακόμα και από έναν δεινό κολυμβητή, όπως εγώ. Τρώει την αρμύρα της θάλασσας στη ρίζα του, αγριεύει, δεν ημερεύει. Ο βράχος χτυπιέται από το κύμα άλλοτε με ορμή και άλλοτε σαν χάδι. Είναι τόσα χιλιόμετρα και άλλα τόσα μίλια μακριά μου.

Πάνε τώρα δυό χρόνια που παρατηρώ έναν άντρα, την ώρα που καπνίζω στο μπαλκόνι. Στις 12 κάθε μεσάνυχτα. Έρχεται με ποδήλατο. Ακουμπά το ποδήλατο πάνω στον στύλο της ΔΕΗ με την καμένη λάμπα, προχωράει μες το χορταριασμένο οικόπεδο, πάει κοντά στο βαρέλι, σκύβει ελαφρώς και βάζει το μάτι του στην τρύπα του βαρελιού, μένει περίπου τρία λεπτά, γυρίζει με σκυμμένο κεφάλι, παίρνει το ποδήλατο και φεύγει.

Πήγα τελευταία φορά στη θάλασσα πριν μία εβδομάδα, ο βράχος ήταν εκεί φυσικά, κάθε φορά εκεί είναι, αλλά είδα στην άκρη του για πρώτη φορά ένα κόκκινο λουλούδι. Μου καρφώθηκε από τότε να πάω να το κόψω.

Τις τελευταίες μέρες ο τύπος έρχεται κάθε βράδυ, πάντα με ελπίδα, φεύγει πάντα με σκυμμένο κεφάλι.

Τις τελευταίες νύχτες βλέπω συνέχεια το ίδιο όνειρο. Προσπαθώ να φτάσω την άκρη του βράχου, ν’ αγγίξω το λουλούδι, και κάθε φορά γλιστράω και πέφτω στη θάλασσα. Είναι αδύνατο να φτάσεις στη κορυφή, ο βράχος γυαλιστερά επίπεδος, απόκρημνος. Αποκλείεται.

Χθες είδα τον άντρα πάλι την ίδια ώρα, πάλι το ίδιο σκηνικό, πάλι η ίδια απογοήτευση. Τσακίστηκα να κατέβω τις σκάλες, ίσα που τον πρόλαβα.

Προσπαθώ πάλι να φθάσω στη κορυφή του βράχου, τα μάτια μου ορθάνοιχτα , οι φλέβες μου φουσκωμένες, η θάλασσα από κάτω αγριεμένη, απεγνωσμένες κινήσεις, πάλι πέφτω στο κύμα ,χτυπιέμαι μαζί του στον βράχο, πονάω στο σώμα μου.

Φίλε στάσου, σε παρατηρώ δυό χρόνια τώρα, πας και κοιτάς μες το βαρέλι, πήγα κι εγώ χθες τη νύχτα, δεν είδα τίποτα, σκοτάδι.

Την Κυριακή θα ξαναδοκιμάσω την άκρη του βράχου, όχι ότι θα τα καταφέρω. Ο χειμωνανθός στη σχισμάδα του βράχου έγινε πια έμμονη ιδέα.

Εγώ φίλε μου κοιτάω χρόνια τώρα και δεν είδα τίποτα, και συ περίμενες να δεις με την πρώτη ματιά, μ’ απάντησε κι έφυγε.

Την Κυριακή είμαι σίγουρος ότι θα ξανασκάσω στο κύμα, αλλά θα δοκιμάσω πάλι.
Δεν είναι η πρώτη φορά που κυνηγάω μια ουτοπία.


Ουτοπιστής

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Tίτος Πατρίκιος


Η άλλη εκδοχή

Δεν μένουν πολλά
για νέα ποιήματα,
ίσως να έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει μονάχα ο θάνατος
Για τον καθένα μας
ανείπωτος.

Μένουν πολλά
για νέα ποιήματα
κι ας έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει η υπόλοιπη ζωή
για τον καθένα μας
απρόβλεπτη κι ανείπωτη.

Τίτος Πατρίκιος, Η ηδονή των παρατάσεων


Δυο άνθρωποι

Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ
που με ξανάστελναν εξορία.
Και κείνο το πρωί είχα σαν και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα έβρισκα,
για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί μου
είχε και κείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξη από τη γυναίκα του).
Όταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους
με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.
Δυο άνθρωποι.
Σαν και σένα.


Εγώ δεν είμαι μονάχα αυτός που βλέπεις

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρεις τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ότι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ότι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ότι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα.


Ρόδα Αειθαλή

Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι` αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμα τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.


Χωρίς να σε βλέπω

Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω
χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το βήμα σου
χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα ’θελες να μείνω;
Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με πιστέψεις.
Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα σχήματά μου
όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου
όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό περίβλημα
μη με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την αλήθεια.
Δεν την αντέχω αυτή τη μάταια ελπίδα
να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη
μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.


Η πόλη που γεννήθηκα

Αγγίζω τους τοίχους των σπιτιών
δεν αποκρίνεται κανείς.
Βρέθηκα σε μια πόλη δίχως όνομα.
Ψάχνω τον ουρανό να βρω το στίγμα της
και με τυφλώνουν ρεκλάμες.
Η πόλη που γεννήθηκα είχε δυο απλές συντεταγμένες.
Βόρειο πλάτος, αίμα.
Βόρειο μήκος, θάνατο.

Τίτος Πατρίκιος, Χρόνια της ασφάλτου


Οφειλή

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ' έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
'Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

Τίτος Πατρίκιος, Οι ρίζες και η βροχή



Επιστροφή ενός εξόριστου

Σ ένα χαράκωμα ζήσαμε χρόνια
στριμωγμένοι, άγρυπνοι, πάντα έτοιμοι
γιατί από παντού ερχόταν ο εχθρός.
Και κάθε μέρα πλήθαιναν οι νεκροί.
Άλλοι σκοτώνονταν από τις σφαίρες,
άλλοι πέθαιναν απ' αρρώστιες,
άλλοι χάνονταν σε μυστικές αποστολές
δεν ξανακούγονταν ποτέ.
Κι όμως είχαμε συνηθίσει.
Στενός ο χώρος, πολύς ο θάνατος, μεγάλη η πίστη
οι κινήσεις σχεδόν καθορισμένες
οι συνομιλίες χαμηλόφωνες μα προσιτές
ισοπεδωμένες ανάγκες κι απολαύσεις -

Και τώρα εδώ πώς ξαναρχίζεις;
Σ αυτή την άπλα που σε πνίγει
εδώ μέσα στο πλήθος που βασιλεύει η μοναξιά
που οι χειρονομίες είναι απεριόριστες
και δεν υπάρχει παραλήπτης,
άοπλος, αβοήθητος, χωρίς το σώμα
έστω και του νεκρού συντρόφου σου που σε προφύλαγε
μες στις ατέλειωτες επιθυμίες
και τους πολύπλοκους κοινωνικούς μηχανισμούς.

Εδώ, στην πόλη αυτή, πώς συνηθίζεις;

Τίτος Πατρίκιος, Χρόνια της ασφάλτου
 


Ο Τίτος Πατρίκιος “άλλο ένα καλοκαίρι” μιλάει για την Ποίηση
σκέψου να μην πρόφταινα κι αυτό το καλοκαίρι

να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό
να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου
να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές
να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις
να ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας
να καταλαβαίνω τους δικούς μου που αγαπώ
να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν
να αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου..



Συνέντευξη στη Κωστούλα Τωμαδάκη

 Από την κατοχή μέχρι σήμερα ο Τίτος Πατρίκιος συνεχίζει να γράφει ποίηση που ”διαβάζοντας τη χαίρεσαι τη διαύγεια αυτού του βάθους και την πλήρωση που μόνο η αληθινή τέχνη χαρίζει”.
Διαυγείς και με βάθος είναι οι απαντήσεις που μας έδωσε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε. Ο Τίτος Πατρίκιος, θυμάται, στοχάζεται και μιλάει για την ποίηση. Μοιραία από αυτή ..εκκινεί και η συζήτησή μας.

 Πώς γράφεται ένα ποίημα, κύριε Πατρίκιε;

 Δεν υπάρχει συνταγή. Όπως γράφονται όλα τα πράγματα .Παίρνεις ένα χαρτί και κάθεσαι και γράφεις. Μερικοί γράφουν σε κομπιούτερ..

 Δεν υποκύψατε στον πειρασμό;

 (γέλια)δεν έχω υποκύψει στον πειρασμό. Όπως έχει πει ο Όσκαρ  Ουά’ι’λντ ο καλύτερος τρόπος να αποφύγουμε τον πειρασμό είναι να υποκύψουμε σ’ αυτόν. Αλλά με τα ηλεκτρονικά δεν τα πάω καλά και κυρίως γιατί μ’ αρέσει το χαρτί και η πένα. Το ευχαριστιέμαι περισσότερο.

Αλλά για να ξανάρθουμε στο ποίημα. Εκείνο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι και γραφή είναι μια δουλειά.

Βέβαια, χρειάζεται να έχουμε μια στιγμής διαύγεια, αυτό που λέμε έμπνευση, αλλά κυρίως αυτό που χρειάζεται είναι η δουλειά. Και είναι αντίστοιχη δουλειά μ’ αυτή που κάνει ένας τεχνίτης, ο χτίστης, ο μαραγκός, ο τσαγκάρης .Και όπως ένας μαραγκός καμιά φορά, κόβει το χέρι του με το κοπίδι, έτσι κι αυτός που γράφει, κόβει το χέρι του γράφοντας άσχημα, και όπως ο τεχνίτης βλέπει τι λάθος έκανε και το διορθώνει έτσι κι αυτός που γράφει κάποια στιγμή πρέπει να δει αν αυτό που έγραψε είναι καλό.

 Η ποίηση σας μπορεί να κουβαλάει βαρύ φορτίο αλλά είναι λυτρωτική. Πώς το καταφέρνετε;

 Αν η ποίηση μου καταφέρνει να έχει για τον αναγνώστη μια θετική λειτουργία, αυτό που λέτε εσείς λυτρωτική, είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση για μένα. Αλλά πως γίνεται αυτό δεν το ξέρω, και δεν το ξέρει κανείς γιατί αλλιώς θα κυκλοφορούσαν συνταγές κι όλοι θα γράφανε αριστουργηματικά ποιήματα. Κανείς δεν μπορεί να γράψει πάντα καλά. Απ’ ότι γράφουμε ένα μικρό ποσοστό διασώζεται ως καλό.

 Έχετε πει ότι γράφατε κρυφά από τον εαυτό σας. Πότε το φανερώσατε;

 Το φανέρωσα όταν έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο. Ήμουν 26 χρονών. Και έτσι εξετέθην. Δεν μπορούσα να κάνω πίσω.

 Και πώς αισθανθήκατε;

Την πρώτη μου φορά ήμουν γύρω στα δεκαπέντε όταν είδα ένα ποίημα μου δημοσιευμένο αισθάνθηκα μεγάλη χαρά… Σ’ αυτή την ηλικία και φιλόδοξοι είμαστε και εύκολα ικανοποιούμαστε. Όταν έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο είχα μεγάλη αγωνία για την υποδοχή που θα είχε.

 Μεγαλώσατε στα καμαρίνια του θεάτρου. Τι εικόνες έχετε;

 Έχω δυνατές εικόνες και κάποια αίσθηση μη αρμονίας με τα άλλα παιδιά. Το έχω βάλει σε ένα ποίημα. Όταν έλεγα στα άλλα παιδιά το επάγγελμα του πατέρα μου, πολλές φορές με κοροϊδεύανε.

Οι ηθοποιοί εκείνη την εποχή δεν είχαν αποκτήσει την κοινωνική καταξίωση που έχουν σήμερα.

Κύριε Πατρίκιε, είχατε από τα νεανικά σας χρόνια μια αγωνία για τον άνθρωπο. Την έχετε ακόμα;

Αισθάνομαι, ότι πρέπει οι ποιητές να κάνουμε μια προσπάθεια να φέρουμε την ποίηση σε επαφή με τον κόσμο. Όχι να χαμηλώσουμε την ποιότητα, να την κάνουμε πιο κατανοητή, όπως συνήθως λέγεται. Αλλά να μιλάμε με τον κόσμο, να διαβάζουμε τα ποιήματα μας δημόσια.

Είχα, πριν λίγο καιρό, μια πολύ ωραία εμπειρία στην Καλαμάτα.

Ένας φίλος μου, φυσικός ,που αγαπάει πολύ την ποίηση μου, είχε την πρωτοβουλία και πρότεινε στο διευθυντή του ΙΚΑ, έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, να βάλει ποιήματα μου στους τοίχους των αιθουσών αναμονής, εκεί που ο κόσμος περιμένει τους γιατρούς.

Ο διευθυντής βρήκε καταπληκτική την ιδέα και έτσι ,γέμισαν τις αίθουσες του ΙΚΑ με τα ποιήματα και ομόρφυνε ο χώρος..

Ήταν μεγάλη ηθική ικανοποίηση για μένα όταν πήγα στα εγκαίνια και   είδα τον κόσμο που περίμενε  τους γιατρούς για την καρδιά του, τα πνευμόνια του ,τα νεφρά του, να διαβάζει τα ποιήματα μου και να ευχαριστιέται.

Μακάρι τέτοιες πρωτοβουλίες να γίνονται σε όλους τους δημόσιους χώρους.

 Ποιος είναι ο ρόλος του ποιητή, σήμερα. Έχει ευθύνη;

 Ευθύνη του ποιητή, πρώτη και βασική, είναι να γράφει καλά. Και για να γράφει καλά θα πρέπει να γράφει με συνείδηση. Θα έλεγα με εργασιακή συνείδηση. Όπως απαιτούμε από τους άλλους με την οικονομική κρίση που έχουμε να δουλεύουν παραγωγικά, έτσι πρέπει και οι ποιητές να δουλεύουν. Αυτή είναι η πρώτη ευθύνη. Η δεύτερη είναι να απαλλαγούμε από αυτό που νομίζουμε ότι χρωστάμε στην κοινωνία, ότι είμαστε οφειλέτες, ότι έχουμε να εκπληρώσουμε ένα χρέος. Το μόνο που χρωστάμε στη κοινωνία είναι να γράφουμε καλά και να προσπαθούμε να επικοινωνούμε με τους ανθρώπους.

 Τα θέματα στην ποίηση είναι ο έρωτας, ο πόλεμος, ο θάνατος, η φιλία;.

Από την εποχή του Ομήρου αυτά είναι τα θέματα που μας απασχολούν :

ο πόλεμος, η ειρήνη, ο έρωτας, ο θάνατος, η φιλία, η πείνα, η πλησμονή των αγαθών και η λιπαρή χλιδή.. Κάθε εποχή δίνει τη δική της απάντηση στα μόνιμα αυτά προβλήματα και τελικά αυτό δίνει η ποίηση, όπως και κάθε τέχνη. Όλες οι τέχνες κάνουν την ίδια δουλειά με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία.. Εμένα, ας πούμε, μ’ αρέσει η ζωγραφική και έχω πολλούς φίλους ζωγράφους.

(η κουβέντα διακόπτεται και ο Τίτος Πατρίκιος με ορμή εφήβου ανοίγει την κουρτίνα και το φως πλημμυρίζει το δωμάτιο.-Να και αυτό είναι του Μπότσογλου, το πορτρέτο, εκεί. Μου δείχνει τον πίνακα. Είναι φανερή η αγάπη του ποιητή για τους ζωγράφους, για τους φίλους του.)

Αλλά για να ξαναγυρίσω στο ερώτημα σας, επειδή είναι ένα μόνιμο ερώτημα ,κάθε τόσο δίνω μια απάντηση. Η τελευταία απάντηση που έχω δώσει είναι, ότι η ποίηση δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν έχουν ακόμα τεθεί.

Ο Ρίτσος, ήταν ο δάσκαλος, ο φίλος;

Υπήρξε πολύ σπουδαίος δάσκαλος για μένα, πολύ φίλος.

Συναντηθήκαμε στον Αη-Στράτη.. Ο Ρίτσος έπαιξε ρόλο δασκάλου σε μια ομάδα νέων λογοτεχνών και μας βοήθησε όλους πάρα πολύ. Όπως βοηθούσε τον κάθε έναν που πήγαινε εκεί να του ζητήσει ψυχολογική υποστήριξη.

Ξέρετε, οι άνθρωποι κλεισμένοι τόσα χρόνια εκεί , είχαν στεναχώρια. Ο Ρίτσος έπαιζε ένα ρόλο ψυχολογικού στηρίγματος και άκουγε τους ανθρώπους που πήγαιναν να του πουν τη στεναχώρια τους. Αυτό που δεν έχουν πει για το Ρίτσο είναι ότι αφιέρωνε πολύ χρόνο στους ανθρώπους. Και πηγαίνανε οι χωρικοί να του πούνε το πόνο τους και τους καταπράυνε. Ο Ρίτσος μου έδωσε μεγάλο στήριγμα στο ξεκίνημά της ποιητικής μου πορείας.

Κάποια στιγμή όμως,-γιατί έτσι πρέπει να γίνεται-για να αποκτήσεις ανεξαρτησία, πρέπει να χειραφετηθείς. Και για να χειραφετηθείς πρέπει να ‘σκοτώσεις’ συμβολικά τον πατέρα σου. Και για χίλιους δυο λόγους επήλθε πλήρης ρήξη. Ξανασυναντηθήκαμε μετά από πολλά χρόνια.

Με ποιους ομότεχνους συνομιλείτε;

Όποτε μου δίνετε ευκαιρία συναντώ τον Ιάκωβο Καμπανέλη. Και την Κική Δημουλά, την εκτιμώ. Και με τους πιο νέους ποιητές συνομιλώ :  το Γιάννη Κοντό,το Μιχάλη Γκανά , τον Αντώνη Φωστιέρη, το Γιάννη Βαρβέρη, τον Αναστάση Βιστωνήτη, το Γιώργο Μαρκόπουλο, το Γιάννη Μπασκόζο,(είναι καλός συγγραφέας αλλά τον έχει απορροφήσει το περιοδικό και τον μαλώνω),τους βλέπω όλους, βγαίνουμε συχνά.

”Η ποίηση αναπληρώνει αυτό που δεν μπορείς να ζήσεις”.

Συμφωνείτε με την Κική Δημουλά;

Πρώτα, πρώτα είναι ωραίος ο στίχος Η ποίηση αναπληρώνει αλλά δεν αντικαθιστά τη ζωή. Η αναπλήρωση δεν είναι αντικατάσταση. Σου γεμίζει ένα κενό αλλά αυτό δε σημαίνει ότι παύεις να ζεις.

Θα μας πείτε κάτι αισιόδοξο για τη χώρα μας που βάλλετε από τους ξένους;

Νομίζω ότι οι ξένοι το έχουν παραξηλώσει. Μας έχουν βρει το σάκο του μποξ. Προσπαθούν να λύσουν τα δικά τους προβλήματα, χτυπώντας την Ελλάδα. Αλλά από την άλλη, προσφερθήκαμε σε αυτό με τα διάφορα που έγιναν.

Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα αλλά δεν είναι χειρότερα από άλλες εποχές. Μεγάλωσα στον πόλεμο, σε μια εποχή που παθαίναμε φυματίωση από αδυναμία γιατί δεν είχαμε να φάμε και το φάρμακο ήταν η υπερτροφία. Τώρα πηγαίνουμε σε ινστιτούτα αδυνατίσματος για να χάσουμε βάρος, να μη πάθει η καρδιά μας,… ε, δεν είναι ίδια εποχή. Δύσκολα τα πράγματα αλλά δεν είμαστε στην κατοχή, στην καταστροφή. Θα τα βγάλουμε πέρα υπό ένα όρο: ότι θα προσπαθήσουμε όλοι μαζί. Να είμαστε όλοι μέσα. Και αυτό είναι δύσκολο γιατί το πιο σοβαρό σήμερα , είναι ότι έχει χαλαρώσει η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Και εκεί η τέχνη μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο: φέρνοντας τους ανθρώπους κοντά και τον καθένα με τον εαυτό του.

Πιστεύετε στον Έλληνα, κύριε Πατρίκιε;

Θα σας έλεγα και ναι και όχι. Στον Έλληνα που δουλεύει πιστεύω. Στον Έλληνα της καφετέριας, δεν πιστεύω.



Η συνέντευξη από το: http://ecoleft.wordpress.com/


Περισσότερα για τον Τίτο Πατρίκιο στη Βικιπαιδεία:

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Δοκιμές και οι ζωές μας

 H ομιλία του Γιώργου Σεφέρη, λόγω  της βράβευσής του με το βραβείο Νόμπελ, στις 24 Οκτωβρίου 1963.

Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία, έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγνώμη που ζητώ πρώτα –πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.

Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «… θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε …». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος. είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία. Παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα κι ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή η φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο, απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα, που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς, που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.


Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.


Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.





Απόσπασμα από τις Δοκιμές

Είμαι ολωσδιόλου μόνος. Τα γράμματα από γνώριμους τόπους κάνουνε μήνες για να σώσουν, αν έχουνε την τύχη, ώς εμάς· έχω μόνο τρία βιβλία μαζί μου· το ένα ο Αισχύλος· είμαι στο περιθώριο του τόπου μου· στο περιθώριο του πολέμου. Τη νύχτα κοιτάζω στον ουρανό να τοποθετήσω καινούργια ονόματα σε άγνωστα άστρα — Νότιος Σταυρός, Κάνωπος, Aχερνάρ... Δε θα το πίστευα πως θα μου τύχαινε να νοσταλγήσω κάποτε την Άρκτο όπως νοσταλγείς ένα πεύκο· λέω πως είμαι και στο περιθώριο τ’ ουρανού. Oι πολιτείες είναι χτεσινές εδώ· τούτη στην ηλικία του Παλαμά, εκείνη νεότερη από το Σικελιανό. Oι τρόποι είναι άλλοι· πάνω από την παμπάλαιη ζωή των νέγρων, όλο μάγια, στολίδια, και χτυπήματα τυμπάνων, ήρθε και κάθησε η καινούργια ζωή των αποίκων, των ανθρώπων του χρυσαφιού και του διαμαντιού, χωρίς μνήμη, σαν την αίθουσα χειρουργείου. Κάποτε ένας ταξιδιώτης περνά και λέει ανεξακρίβωτες ιστορίες για την Ελλάδα· τις ακούμε με απληστία· τις λέμε και τις ξαναλέμε μόνοι μας, ώρες και νύχτες, διυλίζοντας την πίκρα μας. Ένας άλλος, τις προάλλες, έφερε και μου δάνεισε τον τόμο του Καβάφη. Μου φαίνεται πως δεν ήξερε καλά-καλά τι πράγμα κουβαλούσε μέσα στο τραγικό «μέγα πανελλήνιον»· μια έκθετη ύπαρξη σαν τον Έμη (οδ´). Έτσι, όπως αντίγραψα, μαζί με τη γυναίκα μου, τις Ωδές του Κάλβου, βάλθηκα ν’ αντιγράψω, πάει κανένας μήνας, τα ποιήματα του Καβάφη, σημειώνοντας τις σκέψεις μου γι’ αυτά μετά την κάθε αντιγραφή. Μια προσπάθεια να κρατήσεις ζωντανό το θεό, συλλογίζομαι, μέσα σε τούτη την ασέλγεια της σφαγής· μια προσπάθεια ίσως δωρεάν· έστω. Λέω πως είμαι ένας αντιγραφέας του Μεσαίωνα· πως φτάξαμε τέλος στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της τυπογραφίας. Συλλογίζομαι την Αλεξάνδρεια· προσπαθώ να κρατηθώ από αυτήν· ύστερ’ απ’ την Κρήτη, είναι ο τόπος που μου έδωσε την παρηγοριά μιας ελληνικής λαλιάς, ενός ελληνικού κόσμου. Αν δεν είχα πατήσει, το περασμένο καλοκαίρι, εκείνη τη χαμηλή γη, σίγουρα δε θα είχα καταπιαστεί τούτα που γράφω τώρα. Τότε μόνο μου ήρθε στο νου η σκέψη πως ο Καβάφης έζησε όλα τα χρόνια του αιώνα του σ’ έναν τόπο χωρίς βουνά.

Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, B΄, Ίκαρος, 1974


Βικιπαιδεία: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%A3%CE%B5%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Διήγημα θα πει...του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Τι είναι το διήγημα

                       Στον Δημήτρη Θάνα

ΚΑΘΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ, τι είναι το διήγημα. Σημειώνει, κατ’ αρχάς:

-Το διήγημα είναι απιδινωτής
-Το διήγημα είναι η μακροημέρευση του κεραυνού
-Το διήγημα είναι ελεγχόμενη ανατίναξη
-Το διήγημα είναι κοντόκαννη καραμπίνα με λιμαρισμένες κάννες
-Το διήγημα είναι φρύγανο πεσόν εκ της φυγής ελάφου
-Το διήγημα είναι τα λεφτά που παίρνεις όταν χύνεται ο καφές
-Το διήγημα είναι το βουβάλι που περνάει απ’ τη τρύπα της βελόνας
-Το διήγημα είναι να πολυβολείς καμπάνες με ‘’Καλάσνικοφ’’
-Το διήγημα είναι εισρόφηση περιστεριών σε τουρμπίνα αεροπλάνου
-Το διήγημα είναι λύκος με λαγώχειλο
-Το διήγημα είναι κρεμ καραμελέ στο ‘’Ιντεάλ’’
-Το διήγημα είναι ποιος θα σπάσει το σπυρί της αρκούδας
-Το διήγημα είναι να κλέβεις ένσημα απ’ τον Χάρο
-Το διήγημα είναι το κόσκινο του ζαχαροπλάστη
-Το διήγημα είναι γλουτός ίππου
-Το διήγημα  είναι καθρέφτης σε τρόλεϊ
-Το διήγημα είναι μάρτυς καπνός
-Το διήγημα είναι το τσιγάρο του νεοσύλλεκτου στη σκοπιά
-Το διήγημα είναι ταχυπετές θειαφοκανάρινο
-Το διήγημα είναι πάρε δυο σουγιάδες να σου βρίσκονται
-Το διήγημα είναι ασανσέρ με φινιστρίνι
-Το διήγημα είναι ο μονόχειρ μασέρ
-Το διήγημα είναι ομιλείτε ακροποδητί
-Το διήγημα είναι καρχαρίας στο Σπερχειό

Ύστερα, συμπληρώνει κάτι ακόμα:

- Το διήγημα είναι να πετάς δροσερά καρπούζια στον Κάτω Κόσμο


* Από το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Περιπολών περί πολλών  τυρβάζω.
Πατάκης, Οκτώβριος 2011.

Περισσότερα:http://www.kirithres.gr/Books.asp?bc=170561

και: http://www.bookbar.gr/%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CF%83%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B4%CF%8E%CE%BD%CE%B7%CF%82-%C2%AB%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%8E%CE%BD-%CF%80%CE%B5%CF%81/cocktails

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

...περί τέχνης

Μικρό απόσπασμα, από το τελευταίο βιβλίο
του Θοδωρή Καλλιφατίδη*

…..Συνέχισε να με καλεί στο ιατρείο όπου καθόμαστε ως αργά τη νύχτα. Είχε διαβάσει πολύ, όχι όμως λογοτεχνία, γιατί απεχθανόταν όλες τις τέχνες. ''Χασομέρια αδιάφορα, που έλεγε ο Πασκάλ. Θέατρο; Για ποιο λόγο; Όλοι παίζουν θέατρο. Ζωγραφική; Ζωγραφιστά δέντρα δε δίνουν σκιά και κανείς δεν κολύμπησε ποτέ στις ζωγραφισμένες θάλασσες. Ποίηση; Καλύτερα να νιαουρίζεις σα γάτα''.
Γινόμουν θηρίο μεν, αλλά δεν είχα τίποτα να πω. Όλα τα πιθανά επιχειρήματα προϋπέθεταν τη σημασία της τέχνης, κι ακριβώς αυτό αμφισβητούσε.
'' Οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν θαυμάσια τη ζωή τους χωρίς μυθιστορήματα και πίνακες και τραγωδίες, για να μη πω τίποτα για τις κωμωδίες. Το μόνο που χρειάζονται είναι κάποιον να αγαπούν και να τους αγαπάει''.
''Γιατί μικραίνεις τη ζωή'' διαμαρτυρόμουν.
''Κι εσύ γιατί τη στολίζεις σαν τσιγγάνα;'' Ο φίλος μου ονειρευόταν μια αυθεντική ζωή χωρίς μπιχλιμπίδια''. Ήταν από φτωχή οικογένεια που δεν είχε τα μέσα να τον στείλει στο Πανεπιστήμιο για να γίνει κανονικός γιατρός, πέρασε όμως στη Στρατιωτική Ιατρική. Μετά από μερικά χρόνια θα άφηνε το στρατό, θα παντρευόταν και θα αποτραβιόταν σε κάποιο μικρό χωριό να φροντίζει τους ασθενείς, να αγαπάει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, αν αποκτούσε.
Ήθελε να πεθάνει γαλήνιος στην αγκαλιά της γυναίκας του χωρίς να έχει διαβάσει κανένα μυθιστόρημα.
''Εσύ αντίθετα, θα ζεις με ιστορίες των άλλων. Μια ζωή από δεύτερο χέρι, σαν μεταχειρισμένο σακάκι''.
Έτσι τελείωναν συχνά οι συνομιλίες μας και με άφηναν ανήσυχο και ανασφαλή. Μια μέρα ήρθε απρόσμενα βοήθεια. Πήρα ένα γράμμα από τον Μάνο Ελευθερίου.
Έκανε κι εκείνος τη θητεία του χωρίς όμως να σταματήσει να γράφει. Στο φάκελο υπήρχαν δύο νέα ποιήματα.
Τα διάβασα με τρεμάμενη ψυχή. Το ίδιο βράδυ τα ξαναδιάβασα στο γιατρό βέβαιος ότι θα γελούσε σε βάρος μας. Λάθος. Έγινε κατάχλομος και με λαμπερά μάτια είπε ψιθυριστά σαν  να μην ήθελε να ακούσει τι έλεγε.
''Τι πόνος''.
'' Καταλαβαίνεις τώρα γιατί χρειαζόμαστε τη τέχνη;'' είπα θριαμβευτικά.
Χαμογέλασε θλιμμένα.
''Εσύ καταλαβαίνεις γιατί δεν τη χρειαζόμαστε;'' Λίγες μέρες μετατέθηκε σε άλλη πόλη . Χαθήκαμε.
……………………..

* Θοδωρής Καλλιφατίδης, Τα περασμένα δεν είναι όνειρο, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012.

Περισσότερα: http://www.kirithres.gr/Books.asp?bc=179661

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Οκτάνα θα πη...



ΟΚΤΑΝΑ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

 
Όταν διά της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά και από  επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις την καρδιά του μέλλοντος, εις την καρδιά των υψηλών οροπεδίων και προ παντός 
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος σε πιθάρι.
Μία υπερρεαλιστική φωτογραφία
τραβηγμένη από τη Μάτση Χατζηλαζάρου
μέσ' στην καρδιά του κάθε ανθρώπου, θα υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς και αδιαιρέτου Οικουμένης.
       Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του ωκεανού στα πόδια του κατακορύφου βράχου που μοιάζει με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή, ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα μιας ελεεινής, μιας αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν, πλήρες παραδειγμάτων προς αποφυγήν. Εκείνο που είναι βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μαλλον θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και ανιαρά, ίσως μετά από μίαν άλωσιν οριστικήν, μετά την μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος.


Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας. Είναι μακράν ακόμη η εποχή, ώστε από τούδε να τας γνωρίζωμεν καταλεπτώς, ή «a priori». Αυτό που με ενδιαφέρει απολύτως - και θα έπρεπε να ενδιαφέρη όλους - είναι ότι η Νέα Πόλις θα ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως από αρχιτέκτονας και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν, οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες και «ταυ», μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των, ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά, ή αστικά), πνίγοντες και πνιγόμενοι, να κανονίζουν.

Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι΄ μα θα κτισθή απ' όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι, έχοντες εξαντλήσει τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το αστράπτον φως της αντισοφιστείας - τουτέστι το φως της άνευ δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας - παύσουν στα αίματα και στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως όφεις - μά τον Θεό, ή τους Θεούς - τελείως ελεύθερα ν΄ ανθίσουν.

Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν), σας λέγω την αλήθειαν. Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη, αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Οκτάνα.
 
Και τώρα ο καθείς θα διερωτηθή ευλόγως: «Μα τι θα πη Οκτάνα ;»
Δίκαιον το ερώτημα και η απάντησις θα έλθη γρήγορα. Όμως διά να γίνη πλήρως νοητή, ρίξετε πρώτα μέσα σας μια καλή ματιά και ευθύς μετά ρίξετε άλλη μία τριγύρω σας δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω. Έπειτα κλείστε τα μάτια σας για μια στιγμή και ανοίξτε τα αποτόμως, ανοίγοντας διάπλατα και τις ψυχές σας. Η απάντησις θα βρίσκεται μπροστά σας, όχι μονάχα νοητή, μα και απτή - σώμα περικαλλές και έμψυχον και σφύζον.
Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν:

Οκτάνα , φίλοι μου, θα πη μεταίχμιον της Γης και του Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.
Οκτάνα θα πη πυρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.
Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.
Οκτάνα θα πη ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής.
Οκτάνα θα πη η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.
Οκτάνα θα πη το «εγώ» «εσύ» να γίνεται (και αντιστρόφως το «εσύ» «εγώ») εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν μέθεξιν υπερτάτην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν, το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πη η ενόρασις και η διαίσθησις εκείνη, που επιτρέπουν σωστά να νοιώθης, να καταλαβαίνης όλην την αγωνίαν των αλγούντων, τα λόγια τα συμβολικά του Ιησού, όλην την σκέψιν των αθέων, τας αστραπάς των προφητών και όλην την σημασίαν των τηλαυγών εκλάμψεων του Ζαραθούστρα.
Οκτάνα θα πη (χωρίς να περιφρονούμε του γήρατος την σοφίαν) θα πη πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας εποχάς του βίου, διότι άνευ αυτής και η πιο χρυσή νεότης γρήγορα στάχτη γίνεται και χάνεται και φεύγει και μένει στη θέσι της η θλίψις, η άνευ ελπίδων μεταμέλεια και η στυγνή ρυτίς.
Οκτάνα θα πη εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει βεβαιότητι Αδάμ-συν-Εύα.
Οκτάνα θα πη οι άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ' άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον.
Οκτάνα θα πη επί γης Παράδεισος, επί της γης Εδέμ, χωρίς προπατορικόν αμάρτημα, πέραν πάσης εννοίας κακού, με ελευθέραν εις πάσαν περίπτωσιν παντού και την αιμομιξίαν.
Οκτάνα θα πη απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.
Οκτάνα θα πη διατήρησις επαφής και στα απώτερα σημεία των εξελίξεων με πάσαν πηγήν που όντως αποτελεί των αρχετύπων της ζωής ιερή μια νερομάνα.
Οκτάνα θα πη παν ότι μάχεται τον θάνατον και την ζωήν παντού και πάντοτε διαφεντεύει.
Οκτάνα θα πη αληθινή ελευθερία και όχι εκείνη η φοβερά ειρωνεία, να λέγεται ελευθερία ό,τι χωρεί ή ό,τι εναπομένει στα ελάχιστα περιθώρια που αφήνουν στους ανθρώπους οι απάνθρωποι νόμοι των περιδεών και των τυφλών ή ηλιθίων.
Οκτάνα θα πη , όχι πολιτικής, μια ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία (πιθανώς Ομοσπονδία) με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου, διότι αυτή μόνον εν τέλει θα ημπορέση διά της κατανοήσεως, διά της αγωνιστικής καλής θελήσεως, ουδόλως δε διά της βίας, τας τάξεις και την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον να καταργήση, να εκκαθαρίση επιτέλους!
Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πη αγάπη.
Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πη η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.
Οκτάνα, φίλοι μου, θα πη, απόλυτος μη συμμόρφωσις με ό,τι αντιστρατεύεται, ή μάχεται, ή αναστέλλει την έλευσιν της Οκτάνα.
Οκτάνα θα πη μη συμμετοχή και μη αντίταξι βίας εις την βίαν.
Οκτάνα θα πη ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.
Ιδού με ολίγα λόγια, αλλά σαφή, ιδού τι θα πη, φίλοι μου, Οκτάνα.
Και τώρα θα προσθέσω:
Όσοι από σας πια βαρεθήκατε στον κόσμο αυτόν τον άδικον και τον βλακώδη να άγεσθε και να φέρεσθε από τους ψεύτες, από τους σοφιστάς και λαοπλάνους, όσοι πια βαρεθήκατε οι δεσμοφύλακές σας σαν τόπια ταλαίπωρα να σας εξαποστέλλουν εις τον Καϊάφα και πριν απ' αυτόν στον Άννα, προσμένοντας να έλθη η Ώρα η χρυσαυγής, η πολυύμνητος και ευλογημένη, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, όσοι την σημερινήν ελεεινήν πραγματικότητα να αλλάξετε ποθείτε, προσμένοντας να έλθη η Ώρα, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, ελάτε και ως ανακράξωμεν μαζί (νυν και αεί, νυν και αεί) σαν προσευχή και σαν παιάνα, ας ανακράξωμεν μαζί, με μια ψυχή, με μια φωνή - ΟΚΤΑΝΑ!

 
Α.Εμπειρικος, Γλυφάδα, 20. 8. 1965

Άνδρέας Εμπειρίκος:http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%AD%CE%B1%CF%82_%CE%95%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Ήτον τον Αύγουστον μήνα.

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, κ' έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπον μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ' εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημα μου ανά τους βράχους και τα βουνά.
Τον χειμώνα που ήρχισ' ευθύς κατόπιν μ' επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί μας, και μ' έμαθε γράμματα. Ήτον πρώην διδάσκαλος, και μέχρι τέλους τον προσηγόρευον όλοι εις την κλητικήν “δάσκαλε”. Εις τους χρόνους της Επαναστάσεως ήτον μοναχός και διάκονος. Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.
Ευθύς μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα σχολεία ανά την Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα “ο Σωτηράκης ο δάσκαλος”. Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσιν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη κ' εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.
Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς τινα κατ' επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την εν Αθήναις Ριζάρειον. Τέλος, αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον· εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου...
Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ από την θέσιν την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οιονεί αυλικού.
Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.
*
* *
Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ' ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.
Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.
Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του σταυρού, κ' έλεγεν: “Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τ' ουρανού, και να πάρω κ εγώ τον κόπο μου!”
Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.
Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ίδια διά να θειαφίση, ν' αργολογήση, να γέμιση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρύγηση αν έμενε τίποτε διά τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.
Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποιοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροι ανταγωνισταί δι' εμέ.
Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπαίω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου. Ήμην “παραγυιός”, αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι.
Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον. Ο κυρ Μόσχος εκατοίκει εις την εξοχήν, εις ένα ωραίον μικρόν πύργον μαζί με την ανεψιάν του την Μοσχούλαν, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, επειδή ήτον χηρευμένος και άτεκνος. Την είχε προσλάβει πλησίον του, μονογενή, ορφανήν εκ κοιλίας μητρός, και την ηγάπα ως να ήτο θυγάτηρ του.
Ο κυρ Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ η δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετείχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν εν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα· αλλά δεν τον έμελλε δι' αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την ανεψιάν του.
Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή μποστάνια.
Εγκατεστάθη εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ' ενώ, ο επάνω τοίχος έφθανεν ως την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.
*
* *
Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον ωραία μελαχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός της είχαν βάλει να φυλάη τ' αμπέλια· “Ιδού εί καλή, η πλησίον μου, ιδού εί καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί...”. Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.
Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, οπού ήσαν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχειά. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή μου. Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου.
Μίαν ημέραν, δεν ηξεύρω πώς, ενώ εμέτρουν καθώς εσυνήθιζα τας αίγας μου (ήσαν όλαι πενηνταέξ κατ εκείνον τον χρόνον· άλλοτε ανεβοκατέβαινεν ο αριθμός των μεταξύ εξήντα και σαρανταπέντε), η Μοσχούλα, η ευνοούμενη μου κατσίκα, είχε μείνει οπίσω, και δεν ευρέθη εις το μέτρημα. Τας εύρισκα όλας 55. Εάν έλειπεν άλλη κατσίκα, δεν θα παρετήρουν αμέσως την ταυτότητα, αλλά μόνον την μονάδα πού έλειπεν· αλλ' η απουσία της Μοσχούλας ήτον επαισθητή. Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε;
Εις τα μέρη εκείνα, τα κάπως χαμηλότερα, οι αετοί δεν κατεδέχοντο να μας επισκέπτωνται συχνά. Το μέγα ορμητήριον των ήτον υψηλά προς δυσμάς, εις το κατάλευκον πετρώδες βουνόν, το καλούμενον Αετοφωλιά φερωνύμως. Αλλά δεν μου εφαίνετο όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα, ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου.
Εφώναζα ως τρελός:
— Μοσχούλα!... πού ειν' η Μοσχούλα;
Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσία της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβολιού του κτήματος, και η οικία η ακουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν οπού ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου, η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις τον παράθυρον και έκραξε:
— Τί έχεις και φωνάζεις;
Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα:
— Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!... Με σένα δεν έχω να κάμω.
Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγινεν άφαντη.
Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρον της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν. Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφηνα τας αίγας μου να βοσκούν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, εν άσμα του βουνού αιπολικόν.
Δεν ηξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη:
— Έτσι όλο τραγουδείς!;.. Δε σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι!... Βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται!...
Είχα εγώ σουραύλι (ήτοι φλογέραν), αλλά δεν είχα αρκετόν θράσος ώστε να παίζω εν γνώσει ότι θα με ήκουεν αυτή... Την φοράν ταύτην εφιλοτιμήθην να παίξω προς χάριν της, αλλά δεν ηξεύρω πως της εφάνη η τέχνη μου η αυλητική. Μόνον ήξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.
*
* *
Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' “αρμυρίσουν” εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την “ελιμπίστηκα”, κ' ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.
Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχιν. Δι αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν, την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σίγα διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και σα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας.
Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ήλιου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.
Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, διά να καθίση να δειπνήση.
Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσων. Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.
Επέταξα αμέσως το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδιά. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τραγών. Όσον αφορά την Μοσχούλαν, διά να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον με το κόκκινον περιδέραιον από τον λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ' ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.
Επήδησα ταχέως έξω, εφόρεσα το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, έκαμα ένα βήμα διά να ανάβω. Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου. Ο μικρός εκείνος ανήφορος, ο ολισθηρός κρημνός ήτο δι' εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμάρινης σκάλας, το οποίον φιλοτιμούνται να πηδήσουν εκ των κάτω προς τα άνω αμιλλώμενα τα παιδιά της γειτονιάς.
Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα. Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογχυλοστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου, κ' ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορα της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, εάν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης. Εγνώριζα ότι το πρωί, άμα τη ανατολή του ήλιου, συνήθως ελούετο.
— Έκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον, ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ' ελούετο...
*
* *

Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.
Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μιαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον η θρούν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.
Το ανάστημα μου θα διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήταν εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο. θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους, και τοτε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!
Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: “— Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!”
Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ' επερίμενα.
“Αυτή δεν θ' αργήση, έλεγα μέσα μου· τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη... θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της, κ εγώ τον κρημνό μου!...”
Κ' ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!
Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.
Θ' άφηνα την Μοσχούλαν μου, την αίγα, εις την τύχην της, δεμένη εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα έφθανα εις την άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτο ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα), στάζων άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα διά να επιστρέψω από άλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω διά να λύσω την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ Μόσχου θα είχε φύγει χωρίς ν' αφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτο μέγας κόπος, αληθής άθλος, θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.
Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.
Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθεν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ' εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
*
* *
Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. “Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μιά φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζεν βοήθειαν!...”
Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα... Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!...
Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον... Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...
Ώ, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτον εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου. Δεν ήξευρα καλά αν υπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τα θρέμματα, επειδή δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ο άγνωστος εχθρός, ο οποίος της είχε κλέψει τον κωδωνίσκον· αλλά δεν της είχε κόψει και την γλώσσαν διά να μη βελάζη. — Με ράμνον πολύκλαδον εις το στόμα, ή με σπαρτίον περί το ρύγχος, ή όπως άλλως· αλλά και αν το ήξευρα πού να το συλλογισθώ!
Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη... Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ίδη, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.
Συγχρόνως μ' εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το όποιον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην “εσχοινιάσθη”, μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλος της, μην ήτον κίνδυνος να πνίγη το ταλαίπωρον ζώον;
*
* *
Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουσμένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου. Αλλά και αν την είχε ακούσει, τί το παράδοξον; Ποίος φόβος ήτον; Το ν' ακούη τις φωνήν ζώου εκει που κολυμβά, αφού δεν απέχει ειμή ολίγας οργυιάς από την ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.
Αλλ' όμως, η στιγμή εκείνη, που είχα πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν είτε όχι την φωνήν της κατσίκας —μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς...— είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...
Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατα μου εκάμφθησαν. Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα:
— Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δεν σου θέλω κακόν!
Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον, διά να έλθω είς βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω... Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλύτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οι αιγιαλοί και αι θάλασσαι εκείναι εσυχνάζοντο από τους αλιείς, μια βάρκα εφάνη να προβάλλη αντίκρυ, προς το ανατολικομεσημβρινόν μέρος, από τον πέρα κάβον, τον σχηματίζοντα το δεξιόν οιονεί κέρας του κολπίσκου. Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισις της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της.
Αφήκε δεύτερον κραυγήν μεγαλυτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα.
Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.
Το βάθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο αμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος.

Απείχον τώρα ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι και κύκλοι συστρεφόμενοι εις τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα υγρόν και ακαριαίον διά την ατυχή παιδίσκην τα μονά ίχνη τα οποία αφήνει ποτέ εις την θάλασσαν αγωνιών ανθρώπινον πλάσμα!... Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της...
Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής· εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και ανήλθον.
Καθώς την είχα περιβάλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χιλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ!... Εντούτοις δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα... Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα, αυθορμήτως, διά να δυνηθή ν' αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και έπλευσα, με την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς την ξηράν. Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου· ήθελε την ζωήν της· ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρον του...
*
* *
Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.
Αλλ' εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι “εσχοινιάσθη”· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ' εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ' έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως “σχοίνισμα κληρονομίας” δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει.
Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%82