Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Ο,τι περιγράφω με περιγράφει΄ Αργύρης Χιόνης

Αργύρης Χιόνης
"Πέρασε τη ζωή του

γράφοντας ποιήματα

με τη γομολάστιχα"

Αργύρης Χιόνης



~ Είμ' ένα βιβλίο. Κάποιος με διαβάζει. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνει από μένα, δεν ξέρω αν μου βρίσκει κάποιο βάθος. Πάντως δυσκολεύεται στο διάβασμα η βαριέται' συχνά με παρατά, τσακίζοντας τα φύλλα μου, εγκαταλείπει για καιρό και, όταν κάποτε επιστρέφει, έχει πλέον χάσει τη συνέχεια, έχει ξεχάσει ο,τι έχει διαβάσει. Έτσι, με ξαναπιάνει απ΄ την αρχή, για να με παρατήσει πάλι, υστερ΄από λίγο, κουρασμένος.


Δεν ξέρω αν διαβάζει άλλα βιβλία, δεν ξέρω καν πως βρέθηκα στα χέρια του, όμως εδώ είμαι, αυτός είναι η μοίρα μου και, αν αυτός δεν με διαβάσει, άλλον αναγνώστη δεν πρόκειται να βρω.


~ Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου -γάτες με πέλματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής - τρίβονται μια στιγμή αναμεσα στα πόδια μου' σκύβω να τις χαιδεψω' έχουνε κιόλας φύγει.

~ Η φωνή της, στο τηλέφωνο, ήταν τόσο γλυκιά, τόσο ζεστή, τόσο φρέσκια, που του ’ρχοταν να φάει το ακουστικό.
Το ’φαγε κι ήταν γλυκό κι αφράτο σαν τσουρέκι.
Τώρα, η φωνή της ηχεί, μέσα στα σπλάχνα του, ακόμη πιο γλυκιά, ακόμη πιο ζεστή, ακόμη πιο φρέσκια. (από την ενότητα "Παίγνια και σάτιρες")

~ '' Γιατί έκαψες τη στέγη μου ;'' ρώτησα τη
φωτιά.
"Για να κοιτάς τον ουρανό ανεμπόδιστα" μου απάντησε.
Από μιαν άποψη είχε δίκιο, τον έβλεπα
Όντως ανεμπόδιστα, αλλ’ ήταν τόσο άδειος,
Που έφτιαξα καινούρια στέγη αμέσως.

Ειν’ αρκετό το μέσα μου κενό, δεν θέλω κι άλλο
Πάνω απ’ το κεφάλι μου.

~ Περιπλανώμενος πλασιέ ανθέων
μες την βαλίτσα μου,
τσαλακωνένα κρίνα
που με κρίνουν.

~ Παραπατώντας
έφτασε στον θάνατο
τον μέθυσε η ζωή.(χαικου)

~ Εγώ θα φύγω,
αλλά οι ελιές που φύτεψα
εδώ θα μείνουν'

έλαιον προσφέροντας
και έλεος σε όσους θα' ρθουν.

~ Ό,τι χαλάει, ο΄τι σπάει, περίτρανα τους γέροντες τρομάζει, με το δικό τους τέλος ομοιάζει, με το δικό τους τσάκισμα από του χρόνου τις απρόσεχτες και βιαστικές κινήσεις ...............................................
''Όσο κρατούν τα πράγματα κρατώ κι εγω''
φαίνεται να' ναι η κρυφή τους ελπίδα.

~Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε όροφο· ισόγειο είναι χωρίς υπόγειο. Ποιος μου χτυπά λοιπόν, τις νύχτες, το πάτωμα από κάτω, ποιος μου φωνάζει οργισμένος: "Χαμήλωσε τη μουσική· υπάρχει κόσμος που κοιμάται, κόσμος εργαζόμενος, νεκρός από τον μόχθο!". (από την ενότητα "Εκδοχές του τέλους, I-XVII")
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αργύρη Χιόνη, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2010.





Αργύρης Χιόνης

Ο Αργύρης Χιόνης (1943-2011) γεννήθηκε στην Αθήνα. Έζησε είκοσι χρόνια σε πόλεις της βόρειας Ευρώπης (Άμστερνταμ, Βρυξέλλες), δουλεύοντας την περίοδο 1982-1992 ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι που τα εγκατέλειψε όλα για χάρη της ποίησης και της γεωργίας και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί Κορινθίας. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1966, με την ποιητική συλλογή "Απόπειρες φωτός" (εκδ. "Δωδεκάτη Ώρα"). Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: "Σχήματα απουσίας" ("Αρίων", 1973, αγγλική και ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. Tor/Amsterdam, 1971), "Μεταμορφώσεις" ("Μπουκουμάνης, 1974, ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. De Beuk/Amsterdam, 1976, μαζί με ποιήματα από τη συλλογή "Τύποι ήλων"), "Τύποι ήλων" ("Εγνατία-Τραμ", 1978), "Λεκτικά τοπία" ("Καστανιώτης", 1983), "Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη" ("Υάκινθος", 1986), "Εσωτικά τοπία" ("Νεφέλη", 1991, 1η ανατύπωση: 1999), "Ο ακίνητος δρομέας" ("Νεφέλη", 1996, 1η ανατύπωση: 2000), "Ιδεογράμματα" ("Τα τραμάκια", 1997), "Τότε που η σιωπή τραγούδησε" ("Νεφέλη", 2000), "Στο υπόγειο" ("Νεφέλη", 2004), "Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (Γαβριηλίδης, 2010). Το 2006 κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική έκδοση των δέκα πρώτων ποιητικών του συλλογών, με τίτλο "Η φωνή της σιωπής: ποιήματα 1966-2000" ("Νεφέλη"). Μετά το 1981 ασχολήθηκε παράλληλα, με την πεζογραφία, με αφηγήματα για μεγάλους, παιδιά και νέους, όπως "Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα" ("Αιγόκερως", 1981), "Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς" ("Πατάκης", 1995), "Τρία μαγικά παραμύθια" ("Πατάκης", 1998), "Όντα και μη όντα" ("Γαβριηλίδης", 2006) και "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες" ("Κίχλη", 2008, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, εξ' ημισείας με τον Τόλη Νικηφόρου). Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση, μεταφράζοντας έργα των Οκτάβιο Πας ("Ποιήματα", 1981), Ράσελ Έντσον ("Όταν το ταβάνι κλαίει", 1986), Τζέιν Όστεν ("Περηφάνια και προκατάληψη", 1997), Ρομπέρτο Γιάρος ("Κατακόρυφη ποίηση", 1997) και Ανρί Μισώ ("Με το αγκίστρι στην καρδιά: μια επιλογή από το έργο του", 2003). Έφυγε από τη ζωή απροσδόκητα το απόγευμα των Χριστουγέννων του 2011, από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 68 ετών, στο Θροφαρί Κορινθίας, όπου ζούσε επί είκοσι χρόνια.


Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Πρόβα Φθινοπώρου

Τα καλαμπόκια πήραν χρώμα από χρυσά στάχυα, απλωμένα απέραντα χωράφια δίπλα στην άσφαλτο, τα σταφύλια ωρίμασαν για τον τρύγο, πράσινα σπαρμένα χωράφια, έτοιμα ν' ανοίξουν άσπρες μπούκλες από βαμβάκι, ρόδα και κυδώνια στολίζουν τις αυλές των σπιτιών, συκιές φορτωμένες, μηλιές με άγουρα μήλα, αχλαδιές και δαμασκηνιές, ελιές γεμάτο χρυσάφι, ακόμα τα τζιτζίκια τραγουδούν αμέριμνα.
Ήταν η ώρα που κρυβόταν ο ήλιος, χρύσωνε τη γη, ένα δροσερό αεράκι κατέβαινε απ' τα βουνά, οι κορυφογραμμές είχαν την διαύγεια λεπτής κλωστής.
Έκθαμβος είδα τόσα ρίγη της φύσης, η ψυχή να λαχταράει να ζήσει κοντά της, ο νους να φτερουγίζει στα φυτρωμένα γιατί, το τρένο να σφυρίζει τον ερχομό του και μετά να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα, όπως έδυε ο ήλιος.
Ποιός θα υμνήσει αυτόν τον κάμπο της επαγγελίας;

Ουτοπιστής, 4 Σεπτεμβρίου 2011



Ο μαγευτικός Θεσσαλικός κάμπος

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Λογοκρίνοντας την Μπακονίκα

του Βαγγέλη Ραπτόπουλου

Φωτογραφία: Συμπόσιο Ποίησης, 2005.
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Αργύρης Χιόνης, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Γιάννης Υφαντής.
 Aς υποθέσουμε ότι υπάρχει μια ποιήτρια ονόματι Aλεξάνδρα Mπακονίκα, την οποία ο πολύς κόσμος αγνοεί.
H Mπακονίκα δεν είχε την τύχη να έχει επιτυχία, όπως, φερ’ ειπείν, η Kική Δημουλά, τη γνωρίζουν ελάχιστοι μόνο άνθρωποι από τη λογοτεχνική πιάτσα.
Εξάλλου ποιος διαβάζει σήμερα ποίηση, εκτός από όσους προανέφερα;
Aς υποθέσουμε ότι έχει εργαστεί ως καθηγήτρια αγγλικών, έχει δημοσιεύσει ως τώρα αρκετές ποιητικές συλλογές, και μια από τις τελευταίες της, με τον τίτλο «Πεδίο πόθου», κυκλοφόρησε το 2006 από το «Mεταίχμιο».
Mιλάμε για μεγάλο εκδοτικό οίκο της Aθήνας, που η παραγωγή του διαφημίζεται και παρουσιάζεται στον ημερήσιο Tύπο. Αλλά η Mπακονίκα είχε την ατυχία να γεννηθεί και να ζει στη Θεσσαλονίκη, τα προηγούμενα βιβλία της βγήκαν στη συμπρωτεύουσα, ίσως από τη «Διαγώνιο» ή το «Eντευκτήριο», και ασφαλώς δεν έχει την ευκολία να προβληθεί όπως όσοι ζουν εδώ.
Έτσι, από το 1984 που κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, επί τόσα χρόνια τώρα, παραμένει μάλλον άγνωστη.
Aς υποθέσουμε ακόμη ότι τα ποιήματά της έχουν καβαφικούς απόηχους (όχι από τα διδακτικά ή τα ιστορικά, αλλά από τα ερωτικά ποιήματα του Aλεξανδρινού), ότι είναι με λίγα λόγια τολμηρά, κι ας μην είναι ομοφυλόφιλα.
Απλώς, επειδή τα γράφει γυναίκα, τυχαίνει το αντικείμενο του πόθου της, να είναι, όπως και στην περίπτωση του Kαβάφη, ο άντρας.
Kαι εφόσον είναι αρκετά τολμηρά, όχι τόσο ως προς το λεξιλόγιό τους, όσο ως προς το περιεχόμενο, δεν προσφέρονται και πολύ για Kρατικά Bραβεία κι άλλες τιμητικές εκδηλώσεις, στις οποίες μετέχουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι αρχές της χώρας.
Aς υποθέσουμε ότι της ανήκουν στίχοι όπως οι παρακάτω:

Oι στάσεις

Ταίριαζαν και αγαπιόντουσαν. / Όταν ανέβηκαν στην γκαρσονιέρα του / ο άνδρας πήρε την πρωτοβουλία των κινήσεων. / Κατέβασε το ρολό στο παράθυρο για να γίνει σκοτάδι / και έδειξε στη γυναίκα ποιο πορτατίφ να ανάψει / που έδινε αδύναμο, χαμηλό φως. / Στις περιπτύξεις στο κρεβάτι / ―ήδη ρούχο δεν έμεινε επάνω τους― / της υποδείκνυε να γυρίζει πότε μπρούμυτα, / ανάσκελα ή επάνω του― / και η γυναίκα γινόταν προκλητική στο έπακρο.

Ή ποιήματα, ας πούμε, σαν το:

Oρμητικά

Mια και μοναδική ήταν η ερωτική τους συνεύρεση, / κι όπως έμεναν σε διαφορετική πόλη ο καθένας, / η ζωή και η απόσταση τούς χώρισαν. / Πιο πολύ από το πρόσωπο και το χαμόγελό του / την περικυκλώνουν οι εικόνες από τα λάβρα φιλιά του, / κι όταν όρθια τη γύμνωσε / κι ύστερα ορμητικά την ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτι / και πριν ακουμπήσει το στήθος του στην πλάτη της, / όχι πολύ δυνατά την μπάτσισε πίσω στους μηρούς / ξεστομίζοντας γλυκόλογα.


H λογοκρισία σήμερα δεν ασκείται όπως παλιά, με επιτροπές και απαγορεύσεις.
H λογοκρισία σήμερα είναι τα βουνά των βιβλίων που κυκλοφορούν και των εντύπων στα οποία παρουσιάζονται, και των (ατύπωτων) e-mail και ιστοσελίδων που εκσφενδονίζονται καταπάνω μας ακατάπαυστα.
Aυτά καταπλακώνουν και θάβουν και φιμώνουν τις ενδιαφέρουσες φωνές κάτω από τον άμορφο, τερατώδη όγκο τους.
H λογοκρισία σήμερα είναι η κακόφωνη χορωδία από δεκάδες, εκατοντάδες συγγραφείς,
οι οποίοι διαγκωνίζονται για τα αλά Γουόρχολ δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούν.
Kι έτσι, ακόμη κι αν υπάρχει όντως μια ποιήτρια ονόματι Aλεξάνδρα Mπακονίκα, ακόμη κι αν κάποιος σαν εμένα γράφει και δημοσιεύει ένα κείμενο για τη δουλειά της, όπως αυτό που διαβάζετε εδώ τώρα, η μοίρα της παραμένει προδιαγεγραμμένη.
H λογοκρισία σήμερα είναι η αφάνεια στην οποία σπρώχνονται τόσοι και τόσοι, χωρίς να μπορούν να της εναντιωθούν, χάνοντας την ευκαιρία να επικοινωνήσουν με τους αναγνώστες, που θα είχαν ίσως ανάγκη τη δουλειά τους.
Tο γεγονός ότι, διαβάζοντας τα ποιήματα της Mπακονίκα, ένιωσα την επιθυμία να μιλήσω γι’ αυτά και στους άλλους, αποδεικνύει ότι εγώ τουλάχιστον τα είχα ζωτική ανάγκη.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Φεβρουάριος 2006

*Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κηρήθρες ... με αφορμή το βιβλίο, στο τεύχος Καλοκαίρι 2006.

*Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο του Η πιο κρυφή πληγή, εκδόθηκε  15/11/2012 από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Δείτε περισσότερα, καθώς και όλα τα βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου εδώ:
http://www.kirithres.gr/Books.asp?bc=184028



Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Ένα ανέκδοτο και μια ουτοπία


Δίπλα στο σπίτι μου είναι ένα ξεχασμένο οικόπεδο. Καταμεσής στο οικόπεδο ένα άδειο βαρέλι πετρελαίου. Όπως λέμε το βαρέλι πετρελαίου, ανέβηκε στην αγορά λόγω Λιβύης ή λόγω τρόικας,-ενώ πριν ήταν χαμηλό, γιατί ...
είχαμε μαύρα μεσάνυχτα ή κάπως έτσι. Μόνο που το βαρέλι τούτο είναι άδειο και σκουριασμένο, ούτε πάνω πάει ούτε κάτω, λοξό μένει, με την τρύπα του ανοιχτή, χωρίς την τάπα του, να μπαίνουν οι αχτίδες του ήλιου το πρωί.

Ένας βράχος απότομος και ανάριχος αγναντεύει χρόνια τώρα τη θάλασσα. Απλησίαστος, απάτητος στην κορυφή, ακόμα και από έναν δεινό κολυμβητή, όπως εγώ. Τρώει την αρμύρα της θάλασσας στη ρίζα του, αγριεύει, δεν ημερεύει. Ο βράχος χτυπιέται από το κύμα άλλοτε με ορμή και άλλοτε σαν χάδι. Είναι τόσα χιλιόμετρα και άλλα τόσα μίλια μακριά μου.

Πάνε τώρα δυό χρόνια που παρατηρώ έναν άντρα, την ώρα που καπνίζω στο μπαλκόνι. Στις 12 κάθε μεσάνυχτα. Έρχεται με ποδήλατο. Ακουμπά το ποδήλατο πάνω στον στύλο της ΔΕΗ με την καμένη λάμπα, προχωράει μες το χορταριασμένο οικόπεδο, πάει κοντά στο βαρέλι, σκύβει ελαφρώς και βάζει το μάτι του στην τρύπα του βαρελιού, μένει περίπου τρία λεπτά, γυρίζει με σκυμμένο κεφάλι, παίρνει το ποδήλατο και φεύγει.

Πήγα τελευταία φορά στη θάλασσα πριν μία εβδομάδα, ο βράχος ήταν εκεί φυσικά, κάθε φορά εκεί είναι, αλλά είδα στην άκρη του για πρώτη φορά ένα κόκκινο λουλούδι. Μου καρφώθηκε από τότε να πάω να το κόψω.

Τις τελευταίες μέρες ο τύπος έρχεται κάθε βράδυ, πάντα με ελπίδα, φεύγει πάντα με σκυμμένο κεφάλι.

Τις τελευταίες νύχτες βλέπω συνέχεια το ίδιο όνειρο. Προσπαθώ να φτάσω την άκρη του βράχου, ν’ αγγίξω το λουλούδι, και κάθε φορά γλιστράω και πέφτω στη θάλασσα. Είναι αδύνατο να φτάσεις στη κορυφή, ο βράχος γυαλιστερά επίπεδος, απόκρημνος. Αποκλείεται.

Χθες είδα τον άντρα πάλι την ίδια ώρα, πάλι το ίδιο σκηνικό, πάλι η ίδια απογοήτευση. Τσακίστηκα να κατέβω τις σκάλες, ίσα που τον πρόλαβα.

Προσπαθώ πάλι να φθάσω στη κορυφή του βράχου, τα μάτια μου ορθάνοιχτα , οι φλέβες μου φουσκωμένες, η θάλασσα από κάτω αγριεμένη, απεγνωσμένες κινήσεις, πάλι πέφτω στο κύμα ,χτυπιέμαι μαζί του στον βράχο, πονάω στο σώμα μου.

Φίλε στάσου, σε παρατηρώ δυό χρόνια τώρα, πας και κοιτάς μες το βαρέλι, πήγα κι εγώ χθες τη νύχτα, δεν είδα τίποτα, σκοτάδι.

Την Κυριακή θα ξαναδοκιμάσω την άκρη του βράχου, όχι ότι θα τα καταφέρω. Ο χειμωνανθός στη σχισμάδα του βράχου έγινε πια έμμονη ιδέα.

Εγώ φίλε μου κοιτάω χρόνια τώρα και δεν είδα τίποτα, και συ περίμενες να δεις με την πρώτη ματιά, μ’ απάντησε κι έφυγε.

Την Κυριακή είμαι σίγουρος ότι θα ξανασκάσω στο κύμα, αλλά θα δοκιμάσω πάλι.
Δεν είναι η πρώτη φορά που κυνηγάω μια ουτοπία.


Ουτοπιστής

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Tίτος Πατρίκιος


Η άλλη εκδοχή

Δεν μένουν πολλά
για νέα ποιήματα,
ίσως να έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει μονάχα ο θάνατος
Για τον καθένα μας
ανείπωτος.

Μένουν πολλά
για νέα ποιήματα
κι ας έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει η υπόλοιπη ζωή
για τον καθένα μας
απρόβλεπτη κι ανείπωτη.

Τίτος Πατρίκιος, Η ηδονή των παρατάσεων


Δυο άνθρωποι

Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ
που με ξανάστελναν εξορία.
Και κείνο το πρωί είχα σαν και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα έβρισκα,
για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί μου
είχε και κείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξη από τη γυναίκα του).
Όταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους
με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.
Δυο άνθρωποι.
Σαν και σένα.


Εγώ δεν είμαι μονάχα αυτός που βλέπεις

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρεις τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ότι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ότι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ότι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα.


Ρόδα Αειθαλή

Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι` αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμα τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.


Χωρίς να σε βλέπω

Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω
χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το βήμα σου
χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα ’θελες να μείνω;
Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με πιστέψεις.
Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα σχήματά μου
όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου
όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό περίβλημα
μη με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την αλήθεια.
Δεν την αντέχω αυτή τη μάταια ελπίδα
να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη
μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.


Η πόλη που γεννήθηκα

Αγγίζω τους τοίχους των σπιτιών
δεν αποκρίνεται κανείς.
Βρέθηκα σε μια πόλη δίχως όνομα.
Ψάχνω τον ουρανό να βρω το στίγμα της
και με τυφλώνουν ρεκλάμες.
Η πόλη που γεννήθηκα είχε δυο απλές συντεταγμένες.
Βόρειο πλάτος, αίμα.
Βόρειο μήκος, θάνατο.

Τίτος Πατρίκιος, Χρόνια της ασφάλτου


Οφειλή

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ' έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
'Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

Τίτος Πατρίκιος, Οι ρίζες και η βροχή



Επιστροφή ενός εξόριστου

Σ ένα χαράκωμα ζήσαμε χρόνια
στριμωγμένοι, άγρυπνοι, πάντα έτοιμοι
γιατί από παντού ερχόταν ο εχθρός.
Και κάθε μέρα πλήθαιναν οι νεκροί.
Άλλοι σκοτώνονταν από τις σφαίρες,
άλλοι πέθαιναν απ' αρρώστιες,
άλλοι χάνονταν σε μυστικές αποστολές
δεν ξανακούγονταν ποτέ.
Κι όμως είχαμε συνηθίσει.
Στενός ο χώρος, πολύς ο θάνατος, μεγάλη η πίστη
οι κινήσεις σχεδόν καθορισμένες
οι συνομιλίες χαμηλόφωνες μα προσιτές
ισοπεδωμένες ανάγκες κι απολαύσεις -

Και τώρα εδώ πώς ξαναρχίζεις;
Σ αυτή την άπλα που σε πνίγει
εδώ μέσα στο πλήθος που βασιλεύει η μοναξιά
που οι χειρονομίες είναι απεριόριστες
και δεν υπάρχει παραλήπτης,
άοπλος, αβοήθητος, χωρίς το σώμα
έστω και του νεκρού συντρόφου σου που σε προφύλαγε
μες στις ατέλειωτες επιθυμίες
και τους πολύπλοκους κοινωνικούς μηχανισμούς.

Εδώ, στην πόλη αυτή, πώς συνηθίζεις;

Τίτος Πατρίκιος, Χρόνια της ασφάλτου
 


Ο Τίτος Πατρίκιος “άλλο ένα καλοκαίρι” μιλάει για την Ποίηση
σκέψου να μην πρόφταινα κι αυτό το καλοκαίρι

να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό
να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου
να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές
να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις
να ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας
να καταλαβαίνω τους δικούς μου που αγαπώ
να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν
να αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου..



Συνέντευξη στη Κωστούλα Τωμαδάκη

 Από την κατοχή μέχρι σήμερα ο Τίτος Πατρίκιος συνεχίζει να γράφει ποίηση που ”διαβάζοντας τη χαίρεσαι τη διαύγεια αυτού του βάθους και την πλήρωση που μόνο η αληθινή τέχνη χαρίζει”.
Διαυγείς και με βάθος είναι οι απαντήσεις που μας έδωσε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε. Ο Τίτος Πατρίκιος, θυμάται, στοχάζεται και μιλάει για την ποίηση. Μοιραία από αυτή ..εκκινεί και η συζήτησή μας.

 Πώς γράφεται ένα ποίημα, κύριε Πατρίκιε;

 Δεν υπάρχει συνταγή. Όπως γράφονται όλα τα πράγματα .Παίρνεις ένα χαρτί και κάθεσαι και γράφεις. Μερικοί γράφουν σε κομπιούτερ..

 Δεν υποκύψατε στον πειρασμό;

 (γέλια)δεν έχω υποκύψει στον πειρασμό. Όπως έχει πει ο Όσκαρ  Ουά’ι’λντ ο καλύτερος τρόπος να αποφύγουμε τον πειρασμό είναι να υποκύψουμε σ’ αυτόν. Αλλά με τα ηλεκτρονικά δεν τα πάω καλά και κυρίως γιατί μ’ αρέσει το χαρτί και η πένα. Το ευχαριστιέμαι περισσότερο.

Αλλά για να ξανάρθουμε στο ποίημα. Εκείνο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι και γραφή είναι μια δουλειά.

Βέβαια, χρειάζεται να έχουμε μια στιγμής διαύγεια, αυτό που λέμε έμπνευση, αλλά κυρίως αυτό που χρειάζεται είναι η δουλειά. Και είναι αντίστοιχη δουλειά μ’ αυτή που κάνει ένας τεχνίτης, ο χτίστης, ο μαραγκός, ο τσαγκάρης .Και όπως ένας μαραγκός καμιά φορά, κόβει το χέρι του με το κοπίδι, έτσι κι αυτός που γράφει, κόβει το χέρι του γράφοντας άσχημα, και όπως ο τεχνίτης βλέπει τι λάθος έκανε και το διορθώνει έτσι κι αυτός που γράφει κάποια στιγμή πρέπει να δει αν αυτό που έγραψε είναι καλό.

 Η ποίηση σας μπορεί να κουβαλάει βαρύ φορτίο αλλά είναι λυτρωτική. Πώς το καταφέρνετε;

 Αν η ποίηση μου καταφέρνει να έχει για τον αναγνώστη μια θετική λειτουργία, αυτό που λέτε εσείς λυτρωτική, είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση για μένα. Αλλά πως γίνεται αυτό δεν το ξέρω, και δεν το ξέρει κανείς γιατί αλλιώς θα κυκλοφορούσαν συνταγές κι όλοι θα γράφανε αριστουργηματικά ποιήματα. Κανείς δεν μπορεί να γράψει πάντα καλά. Απ’ ότι γράφουμε ένα μικρό ποσοστό διασώζεται ως καλό.

 Έχετε πει ότι γράφατε κρυφά από τον εαυτό σας. Πότε το φανερώσατε;

 Το φανέρωσα όταν έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο. Ήμουν 26 χρονών. Και έτσι εξετέθην. Δεν μπορούσα να κάνω πίσω.

 Και πώς αισθανθήκατε;

Την πρώτη μου φορά ήμουν γύρω στα δεκαπέντε όταν είδα ένα ποίημα μου δημοσιευμένο αισθάνθηκα μεγάλη χαρά… Σ’ αυτή την ηλικία και φιλόδοξοι είμαστε και εύκολα ικανοποιούμαστε. Όταν έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο είχα μεγάλη αγωνία για την υποδοχή που θα είχε.

 Μεγαλώσατε στα καμαρίνια του θεάτρου. Τι εικόνες έχετε;

 Έχω δυνατές εικόνες και κάποια αίσθηση μη αρμονίας με τα άλλα παιδιά. Το έχω βάλει σε ένα ποίημα. Όταν έλεγα στα άλλα παιδιά το επάγγελμα του πατέρα μου, πολλές φορές με κοροϊδεύανε.

Οι ηθοποιοί εκείνη την εποχή δεν είχαν αποκτήσει την κοινωνική καταξίωση που έχουν σήμερα.

Κύριε Πατρίκιε, είχατε από τα νεανικά σας χρόνια μια αγωνία για τον άνθρωπο. Την έχετε ακόμα;

Αισθάνομαι, ότι πρέπει οι ποιητές να κάνουμε μια προσπάθεια να φέρουμε την ποίηση σε επαφή με τον κόσμο. Όχι να χαμηλώσουμε την ποιότητα, να την κάνουμε πιο κατανοητή, όπως συνήθως λέγεται. Αλλά να μιλάμε με τον κόσμο, να διαβάζουμε τα ποιήματα μας δημόσια.

Είχα, πριν λίγο καιρό, μια πολύ ωραία εμπειρία στην Καλαμάτα.

Ένας φίλος μου, φυσικός ,που αγαπάει πολύ την ποίηση μου, είχε την πρωτοβουλία και πρότεινε στο διευθυντή του ΙΚΑ, έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, να βάλει ποιήματα μου στους τοίχους των αιθουσών αναμονής, εκεί που ο κόσμος περιμένει τους γιατρούς.

Ο διευθυντής βρήκε καταπληκτική την ιδέα και έτσι ,γέμισαν τις αίθουσες του ΙΚΑ με τα ποιήματα και ομόρφυνε ο χώρος..

Ήταν μεγάλη ηθική ικανοποίηση για μένα όταν πήγα στα εγκαίνια και   είδα τον κόσμο που περίμενε  τους γιατρούς για την καρδιά του, τα πνευμόνια του ,τα νεφρά του, να διαβάζει τα ποιήματα μου και να ευχαριστιέται.

Μακάρι τέτοιες πρωτοβουλίες να γίνονται σε όλους τους δημόσιους χώρους.

 Ποιος είναι ο ρόλος του ποιητή, σήμερα. Έχει ευθύνη;

 Ευθύνη του ποιητή, πρώτη και βασική, είναι να γράφει καλά. Και για να γράφει καλά θα πρέπει να γράφει με συνείδηση. Θα έλεγα με εργασιακή συνείδηση. Όπως απαιτούμε από τους άλλους με την οικονομική κρίση που έχουμε να δουλεύουν παραγωγικά, έτσι πρέπει και οι ποιητές να δουλεύουν. Αυτή είναι η πρώτη ευθύνη. Η δεύτερη είναι να απαλλαγούμε από αυτό που νομίζουμε ότι χρωστάμε στην κοινωνία, ότι είμαστε οφειλέτες, ότι έχουμε να εκπληρώσουμε ένα χρέος. Το μόνο που χρωστάμε στη κοινωνία είναι να γράφουμε καλά και να προσπαθούμε να επικοινωνούμε με τους ανθρώπους.

 Τα θέματα στην ποίηση είναι ο έρωτας, ο πόλεμος, ο θάνατος, η φιλία;.

Από την εποχή του Ομήρου αυτά είναι τα θέματα που μας απασχολούν :

ο πόλεμος, η ειρήνη, ο έρωτας, ο θάνατος, η φιλία, η πείνα, η πλησμονή των αγαθών και η λιπαρή χλιδή.. Κάθε εποχή δίνει τη δική της απάντηση στα μόνιμα αυτά προβλήματα και τελικά αυτό δίνει η ποίηση, όπως και κάθε τέχνη. Όλες οι τέχνες κάνουν την ίδια δουλειά με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία.. Εμένα, ας πούμε, μ’ αρέσει η ζωγραφική και έχω πολλούς φίλους ζωγράφους.

(η κουβέντα διακόπτεται και ο Τίτος Πατρίκιος με ορμή εφήβου ανοίγει την κουρτίνα και το φως πλημμυρίζει το δωμάτιο.-Να και αυτό είναι του Μπότσογλου, το πορτρέτο, εκεί. Μου δείχνει τον πίνακα. Είναι φανερή η αγάπη του ποιητή για τους ζωγράφους, για τους φίλους του.)

Αλλά για να ξαναγυρίσω στο ερώτημα σας, επειδή είναι ένα μόνιμο ερώτημα ,κάθε τόσο δίνω μια απάντηση. Η τελευταία απάντηση που έχω δώσει είναι, ότι η ποίηση δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν έχουν ακόμα τεθεί.

Ο Ρίτσος, ήταν ο δάσκαλος, ο φίλος;

Υπήρξε πολύ σπουδαίος δάσκαλος για μένα, πολύ φίλος.

Συναντηθήκαμε στον Αη-Στράτη.. Ο Ρίτσος έπαιξε ρόλο δασκάλου σε μια ομάδα νέων λογοτεχνών και μας βοήθησε όλους πάρα πολύ. Όπως βοηθούσε τον κάθε έναν που πήγαινε εκεί να του ζητήσει ψυχολογική υποστήριξη.

Ξέρετε, οι άνθρωποι κλεισμένοι τόσα χρόνια εκεί , είχαν στεναχώρια. Ο Ρίτσος έπαιζε ένα ρόλο ψυχολογικού στηρίγματος και άκουγε τους ανθρώπους που πήγαιναν να του πουν τη στεναχώρια τους. Αυτό που δεν έχουν πει για το Ρίτσο είναι ότι αφιέρωνε πολύ χρόνο στους ανθρώπους. Και πηγαίνανε οι χωρικοί να του πούνε το πόνο τους και τους καταπράυνε. Ο Ρίτσος μου έδωσε μεγάλο στήριγμα στο ξεκίνημά της ποιητικής μου πορείας.

Κάποια στιγμή όμως,-γιατί έτσι πρέπει να γίνεται-για να αποκτήσεις ανεξαρτησία, πρέπει να χειραφετηθείς. Και για να χειραφετηθείς πρέπει να ‘σκοτώσεις’ συμβολικά τον πατέρα σου. Και για χίλιους δυο λόγους επήλθε πλήρης ρήξη. Ξανασυναντηθήκαμε μετά από πολλά χρόνια.

Με ποιους ομότεχνους συνομιλείτε;

Όποτε μου δίνετε ευκαιρία συναντώ τον Ιάκωβο Καμπανέλη. Και την Κική Δημουλά, την εκτιμώ. Και με τους πιο νέους ποιητές συνομιλώ :  το Γιάννη Κοντό,το Μιχάλη Γκανά , τον Αντώνη Φωστιέρη, το Γιάννη Βαρβέρη, τον Αναστάση Βιστωνήτη, το Γιώργο Μαρκόπουλο, το Γιάννη Μπασκόζο,(είναι καλός συγγραφέας αλλά τον έχει απορροφήσει το περιοδικό και τον μαλώνω),τους βλέπω όλους, βγαίνουμε συχνά.

”Η ποίηση αναπληρώνει αυτό που δεν μπορείς να ζήσεις”.

Συμφωνείτε με την Κική Δημουλά;

Πρώτα, πρώτα είναι ωραίος ο στίχος Η ποίηση αναπληρώνει αλλά δεν αντικαθιστά τη ζωή. Η αναπλήρωση δεν είναι αντικατάσταση. Σου γεμίζει ένα κενό αλλά αυτό δε σημαίνει ότι παύεις να ζεις.

Θα μας πείτε κάτι αισιόδοξο για τη χώρα μας που βάλλετε από τους ξένους;

Νομίζω ότι οι ξένοι το έχουν παραξηλώσει. Μας έχουν βρει το σάκο του μποξ. Προσπαθούν να λύσουν τα δικά τους προβλήματα, χτυπώντας την Ελλάδα. Αλλά από την άλλη, προσφερθήκαμε σε αυτό με τα διάφορα που έγιναν.

Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα αλλά δεν είναι χειρότερα από άλλες εποχές. Μεγάλωσα στον πόλεμο, σε μια εποχή που παθαίναμε φυματίωση από αδυναμία γιατί δεν είχαμε να φάμε και το φάρμακο ήταν η υπερτροφία. Τώρα πηγαίνουμε σε ινστιτούτα αδυνατίσματος για να χάσουμε βάρος, να μη πάθει η καρδιά μας,… ε, δεν είναι ίδια εποχή. Δύσκολα τα πράγματα αλλά δεν είμαστε στην κατοχή, στην καταστροφή. Θα τα βγάλουμε πέρα υπό ένα όρο: ότι θα προσπαθήσουμε όλοι μαζί. Να είμαστε όλοι μέσα. Και αυτό είναι δύσκολο γιατί το πιο σοβαρό σήμερα , είναι ότι έχει χαλαρώσει η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Και εκεί η τέχνη μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο: φέρνοντας τους ανθρώπους κοντά και τον καθένα με τον εαυτό του.

Πιστεύετε στον Έλληνα, κύριε Πατρίκιε;

Θα σας έλεγα και ναι και όχι. Στον Έλληνα που δουλεύει πιστεύω. Στον Έλληνα της καφετέριας, δεν πιστεύω.



Η συνέντευξη από το: http://ecoleft.wordpress.com/


Περισσότερα για τον Τίτο Πατρίκιο στη Βικιπαιδεία: