Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Σιωπηλές Φωνές

της Μάνιας Ζούση


 
Σε ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο Βυρσοδεψείο της οδού Ορφέως στον Βοτανικό, ζωντανεύει η άγνωστη, αποσιωπημένη ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, έτσι όπως αυτή καταγράφεται μέσα από προσωπικές μαρτυρίες ανδρών και γυναικών. Πρόκειται για την θεατρική παράσταση «Σιωπηλές Φωνές», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Μαρούλας Κλιάφα, που παρουσιάζει στις έξι το πρωί και για δυο ακόμη Σαββατοκύριακα, η ομάδα «Ασίπκα». Είναι η ίδια ομάδα που στο παρελθόν έχει παρουσιάσει παραστάσεις οι οποίες έχουν κάνει αίσθηση και συζητηθεί, όπως οι «Νυχτερίδες» της Κιτσοπούλου, «Τρίπτυχο» του Μίλλερ, «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου, «Ελένη» του Ρίτσου κ.α.

 Μέσα από προσωπικά βιώματα, εμπειρίες, πάθη και περιπέτειες, άνδρες και γυναίκες, αποτυπώνουν με λόγο λιτό και μεστό, γεγονότα που σημάδεψαν την σύγχρονη ιστορία του τόπου. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπίτος και η ηθοποιός Ειρήνη Δράκου μιλούν στο in2life για την παράσταση, αλλά και την ανάγκη να παρουσιαστεί ξημερώματα.

Δημήτρης Μπίτος: «Πρόκειται για ένα θέατρο - ρεπορτάζ»
«Θα προσπαθήσουμε να επινοήσουμε από την αρχή τις λέξεις και τις αισθήσεις που παράγουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Προσπαθούμε να θέσουμε από την αρχή ένα καινούριο πλαίσιο και μέσα σε αυτό να επινοήσουμε μια δική μας πραγματικότητα, σε ότι αφορά αυτά που ακούγονται και έχουν ήδη συμβεί. Έτσι δεν πρόκειται για μια παράσταση εξέλιξης αλλά επινόησης. Ένα θέατρο - ντοκιμαντέρ και ένα θέατρο - ρεπορτάζ. Αυτό που θέλουμε είναι απλά να ακουστούν αυτές οι ιστορίες.

Η ώρα δεν είναι τυχαία επιλογή, καθώς τις πρόβες μας, τα καλοκαίρια τις κάνουμε 4 το πρωί. Αυτό που μας αφορά είναι καταρχήν πώς θα μπορέσουμε να ανακαλύψουμε μια άλλη πηγή αντίδρασης προς τον λόγο, ο οποίος δεν είναι απλά αυτό που ακούς αλλά αυτό που λες όταν δεν μιλάς. Και αυτό είναι που με απασχολεί στη δουλειά που κάνω, και στην αναζήτηση χρόνο με τον χρόνο. Δεν πρόκειται για μέθοδο. Απλά προσπαθώ μέρα με τη μέρα να εξελίξω τον λόγο που δεν ακούγεται, που δεν παράγει ήχο. Και αυτά τα κείμενα δεν έχουν ήχο, άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η Μαρούλα Κλιάφα τα ονόμασε «Σιωπηλές Φωνές». Όταν λέω πως δεν έχουν ήχο, εννοώ πως δεν έχουν τον ήχο της έντασης που οι άνθρωποι κουβαλάνε στην καθημερινότητά τους, όταν μιλάνε και δρουν. Είναι καταθέσεις, μαρτυρίες, αναμνήσεις και αισθήσεις όλων αυτών που μίλησαν στην Μαρούλα Κλιάφα. Τίποτα δεν είναι επινοημένο. Είναι ντοκουμέντα. Είναι αυτά που η επίσημη ιστορία συνήθως αποσιωπά. Είναι μια «άναρχη εισβολή και κατάθεση μιας αυθεντικής ιστορίας της Ελλάδας».

Ειρήνη Δράκου: "Η αποσιωπημένη ιστορία που δεν διδαχθήκαμε"
Το συγκεκριμένο υλικό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον καθώς ο τρόπος που το έχει συλλέξει η Μαρούλα Κλιάφα σου δίνει την δυνατότητα να μην έχεις εκ προοιμίου μία απάντηση, μία θέση. Και αυτό συμβαίνει καθώς πρώτα από όλα το ίδιο αυτό υλικό δεν έχει πάρει θέση. Πρόκειται για μαρτυρίες ανθρώπων από όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις, από αυτούς που χαρακτηρίζουμε δεξιούς, αριστερούς, και ανάλογα την εποχή, αντάρτες, πολιτοφύλακες, γαιοκτήμονες, κολίγους, τσιφλικάδες.
 

Η συγγραφέας έχει καταγράψει πρωτογενές υλικό, αυθεντικές μαρτυρίες, χωρίς να πειράξει τίποτα. Το γράφει και η ίδια στον πρόλογο, ότι χρειάστηκε κάποια στιγμή να πάρει μια δεύτερη συνέντευξη καθώς αισθάνθηκε πως οι ίδιοι άνθρωποι είχαν την ανάγκη να καλλωπίσουν τον λόγο τους και έτσι τους ζήτησε να είναι ακόμα πιο αυθεντικοί. Πρόκειται για την αποσιωπημένη ιστορία που δεν διδαχθήκαμε επίσημα. Άλλωστε την ιστορία μας την βιώνουμε πάντα μέσα από ένα δεύτερο χέρι που γράφει και διορθώνει. Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτή η εμπειρία καθώς για εμάς ήταν η πρώτη επαφή με τέτοιο λόγο που τούτη την ώρα είναι πολύ επίκαιρος. Αυτό που γίνεται εμφανές σε αυτό το υλικό είναι ο διχασμός που προκύπτει. Υπάρχει πάντα ένα «εμείς», «αυτοί», «οι δεξιοί», «οι αριστεροί», υπάρχει πάντα ένα στρατόπεδο.

Πολλοί μας ρωτούν γιατί ανεβάζουμε την παράσταση στις έξι το πρωί. Εκεί μας οδηγεί η διαδικασία της δουλειάς μας. Και έχουμε ανάγκη να προσκαλέσουμε τους ανθρώπους σε αυτήν την παράσταση αυτήν την ώρα, ζητώντας τους ένα ραντεβού - αντίδραση σε αυτό που συμβαίνει γύρω μας, μια συνάντηση στο λυκαυγές.

Ταυτότητα
«Σιωπηλές Φωνές» της Μαρούλας Κλιάφα
Από την θεατρική ομάδα «Ασίπκα»
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπίτος

Σκηνικά-κοστούμια: Αλεξάνδρα Σιάφκου - Αριστοτέλης Καρανάνος
Φωτισμοί: Νύσος Βασιλόπουλος
Μουσική: Λάμπρος Πηγούνης
Ερμηνεύουν: Ειρήνη Δράκου, Ιωακείμ Πανάγος, Μαργαρίτα Καλαντζοπούλου, Ρίτα Λυτού, Αντώνης Τσίλλερ, Νίκος Κρούγιας

Παραστάσεις: Πρωινή: 24/12, 7, 8, 14, 15, 21, 28/1, 4, 11, 18/2
Ώρα έναρξης: 06.00 το πρωί
Διάρκεια: 90 λεπτά

Τιμή Εισιτηρίου: 10 € (γενική είσοδος), 5 € (φοιτητικό, κάρτες ΟΑΕΔ)
Παλαιό Βυρσοδεψείο. Ορφέως 174 Βοτανικός / Τηλ κρατήσεων:6930394959 & 6976408158



Ποιος θα μπορούσε να σκιαγραφήσει μια εποχή καλύτερα από τους ανθρώπους που την έζησαν; Εξήντα εννέα Θεσσαλοί, άντρες και γυναίκες, γεννημένοι μεταξύ του 1888 και του 1981 και προερχόμενοι από όλα τα κοινωνικά στρώματα, ξεδιπλώνουν τις αναμνήσεις τους. Μέσα από τα προσωπικά τους βιώματα, τις εμπειρίες τους, τα πάθια και τις περιπέτειές τους, με λόγο λιτό και ταυτόχρονα μεστό, αποτυπώνουν όχι μόνο την καθημερινότητα, αλλά και γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο μας. Οι αφηγητές, με όσα εξιστορούν, φέρνουν στο προσκήνιο την αθέατη πλευρά των πραγμάτων, αυτήν που η επίσημη ιστορία συνήθως αποσιωπά.
Οι "Σιωπηλές φωνές" είναι ένα βιβλίο ντοκουμέντο. Τίποτα δεν έχει επινοηθεί. Εξήντα εννέα άνθρωποι, πέρα από σκοπιμότητες και εξωραϊσμούς, καταθέτουν ο καθένας τη δική του μαρτυρία, συνθέτοντας μια μοναδική εικόνα του 20ού αιώνα.

Πηγή: in2Life
http://www.in2life.gr/

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Σελήνη 20 ημερών

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

(1922-1988)



Σελήνη 20 ημερών

Γεγονότα και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της φανταστικής,
που δεν την έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους μεταγενέστερους.

Και συχνά σχεδίασα ταξίδια στο άγνωστο — θέλω να πω καλύτερα να μη ρωτάει κανείς
γιατί ώσπου να γυρίσω εκείνο το βράδυ απ’ το συμβολαιογραφείο του θείου Ιάκωβου
είχαν όλοι πεθάνει —
από τότε περιπλανιέμαι στην τύχη ή αργοπορώ στα δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων
όπου στενάζει το ανεκπλήρωτο των εραστών, απομεινάρια μοναξιάς κάτω απ’ τα έπιπλα, σκιές από φτωχές αμαρτίες.
Και συνήθως τα πράγματα που κράτησες στα χέρια σου
χάνονταν μυστηριωδώς: σα να 'σουν κάπου άλλου την ώρα που τα χρησιμοποιούσες.
Ίσως γι' αυτό κι οι αποτυχίες σου δε σε πλήγωσαν ποτέ, αφού βέβαια την ώρα που αποτύχαινες
εσύ δεν ήσουν εδώ. Πού ήσουν λοιπόν;
Και γιατί γύρισες;

Στο δρόμο, κάτω απ’ τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν χρόνια τώρα
ακουμπισμένος στο φανοστάτη. Ποιος άγνωστος! Κι οι φλόγες των κεριών τα βράδια
που τις σαλεύει μια πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη — ποιόν συγχωρεί;

Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του πατρικού κήπου
σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων — κι ένιωθα σα να μ' έχουν μυστικά ετοιμάσει
να υποδεχτώ τη μητέρα
τη μέρα που θα με γεννούσε.

Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας
στον άλλον ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.

Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ' αλλάξει ο κόσμος, γιατί όπως όλοι μας
έζησα κι εγώ αφηρημένα — βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά
αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν' ανεβάσουμε εν' άρρωστο πουλί στο δέντρο)
και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν
ή ονειρευόμουν να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές ευδαιμονίες
και στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι
νεκροί έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα.

Τώρα ανεβαίνω σε μιαν άμαξα απ’ αυτές που διασχίζουν τον ύπνο μου
και δραπετεύω. Θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του
άλλου αιώνα
να νοσταλγώ τον Θεό.

Άλλα τις νύχτες παίρνω χάπια και πλαγιάζω νωρίς, όχι για να κοιμηθώ,
αλλά για να πάω σε παράξενες συναντήσεις με ανθρώπους που έχασα
ή με πρόσωπα αβέβαια, θαμπά, πριν από χρόνια σε κάποιες νύχτες ξαφνικά συναντημένα — και δόξα τω Θεώ δεν κατάλαβα ποτέ τον κόσμο
και αυτό το ρίγος που διατρέχει το σπίτι είναι από πράξεις που
αποφύγαμε (και μετανιώσαμε)
μεγάλα γεγονότα που χάθηκαν μες στη συντομία των ήμερων, σκέψεις υπέροχες που αρκέστηκαν στα δάκρυα
και τις νύχτες η πικρή ανάμνηση εκείνων που σε πρόδωσαν
και που ο ύπνος τους συγχωρούσε. Κι αγάπησα τις λέξεις που με ταπείνωσαν γιατί με ανακαλούσαν σε μιαν άλλη παιδικότητα.
Α, έχασα τις μέρες μου
αναζητώντας τη ζωή μου.

Ώσπου σιγά-σιγά όλα σωπαίνουν και μόνο το χαλασμένο πάτωμα τρίζει δυσοίωνα — συλλογιέμαι τους δρόμους έρημους κατά κει που
φύγαν τα χρόνια
τα θρανία να σαπίζουν κάτω απ’ τα παλιά υπόστεγα και το ρολόι
πάνω στον κομό χτυπούσε σα μια πληγή, αλλά γιατί να μας παιδεύουν πράγματα
που τα 'χουμε ξεχάσει
ενώ τα βράδια η σελήνη έβγαινε απαλά απ’ τα σύννεφα φωτίζοντας τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο
και τα όνειρα των τρελών που είναι ίσως αθάνατοι — στιγμές που ανοίγεις ένα παράθυρο σα να
λύνεις ένα αίνιγμα ή κλείνεις μια πόρτα σα να συνοψίζεις μια ζωή.

Όμως, εγώ το προαισθανόμουνα ότι αυτή η υπόθεση που άρχισε
τόσο αινιγματικά
θα τελείωνε εντελώς ανεξήγητα — τι θέλω να πω; μα γιατί οι
άνθρωποι να θέλουν πάντα κάτι να πούνε; κι άλλοτε διάβαζα τα γράμματα που είχα γράψει ο ίδιος στον
εαυτό μου έτσι δε μου 'λειψε ποτέ μια μικρή ανταπόκριση —

θυμάμαι κάποτε που κουρασμένος κάθισα πάνω στη βαλίτσα μου σε κάποιον έρημο
σταθμό:
περίμενα να περάσει ένα παιδικό τραίνο ή να κατέβει από ένα βασιλικό βαγόνι η αξέχαστη Ρεζεντά
γιατί υπήρξα κι εγώ παιδί κι υστέρα νέος κι έκλαψα σε μοναχικά δωμάτια
ή στο πάρκο, νύχτες... Ώ μακρινά πράγματα του κόσμου, δε θα
σας γνωρίσουμε ποτέ όμως εσείς είναι που δίνετε αυτό το νόημα στη ζωή μας.

Λόγια που δεν τα καταλάβαμε παρά όταν ήταν πια αργά, πράξεις ακατανόητες που εξηγήθηκαν μια νύχτα σ' έναν εφιάλτη κι ίσως η μεγάλη περιπέτεια μας περίμενε σε μια πάροδο που δεν της δώσαμε σημασία.

Όμως
η πραγματικότητα, φίλοι μου, έχει πεθάνει από καιρό, γι' αυτό σαν πέφτει η νύχτα
θυμηθείτε με. Και συχνά διέσχισα μεγάλους δρόμους χωρίς να φτάσω ακόμα πουθενά
με το φόβο ότι κάποια στιγμή θα εννοήσω, ίσως γι' αυτό ενδίδω εύκολα κι αχ
δε θα μάθει ποτέ κανείς ποιος είναι ο προορισμός του, «μα, επιτέλους, τι ζητάς;» με ρωτούσε η μικρή εξαδέλφη
«να με θυμούνται, εξαδέλφη».

Κι αλήθεια πόσοι δε χάθηκαν σε μια κάμαρα που δεν τους περίμενε
κανείς και κοίταξα πίσω απ’ τις κουρτίνες μήπως και ξαναβρώ τα παιδικά
μου χρόνια ή τα βήματα ενός μοναχικού διαβάτη αργά τη νύχτα μου θύμιζαν
πάντα πόσο εφήμεροι είμαστε... Κι η ποίηση είναι σα ν' ανεβαίνεις μια
φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.

Ά, πότε θα γυρίσουμε, είναι αργά, φέρτε εν' αμάξι από κείνα τα παλιά
που στάθμευαν στις πλατείες των προαστίων ή απ’ αυτά που φτιάχνουν οι σκιές τ' απόβραδο
κι εγώ γιατί μεγάλωσα στη σκάλα; τι περίμενα; Φωνές μακρινές ακουσμένες στ' όνειρο
ή μια νύχτα ερήμωσης κι η ηδονή να κλαις σιωπηλά για πράγματα ξεχασμένα απ’ όλους
ούτε θα ξαναβρούμε εκείνη την εποχή που ζήσαμε ό,τι καλύτερο είχαμε: τον ερωτά για ένα χρωματιστό βότσαλο, τη μυστική ταφή ενός πουλιού
ή ένα γράμμα που πήγαμε στο ταχυδρομείο χωρίς διεύθυνση, γιατί ο παιδικός φίλος τού καλοκαιριού είχε φύγει ξαφνικά χωρίς να μας ειδοποιήσει, «μα δεν έχει διεύθυνση», είπε ο υπάλληλος — από τότε ξέρεις πως ο κόσμος δεν μπορεί να σου δώσει καμιά βοήθεια.
Έξαλλου ήρθε ο καιρός να παραδεχτούμε ότι δεν κάναμε κι εμείς τίποτα, σπουδαίο. Άλλα και ποιο είναι το σπουδαίο; Και σε τι θα βοηθούσε;
Άνθρωποι που μας ξεγέλασε η τύχη ή μας πρόδωσε τ' όνειρο
κι ώ μάταιες ελπίδες, πόσο σας αγαπήσαμε έναν καιρό.

Σελήνη 20 ήμερων απόψε... Πώς έφυγαν τα χρόνια!