Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Ο ασπρόμαυρος φωτογράφος της ιστορίας



Πέθανε ο φωτογράφος των απλών ανθρώπων.
Θα μείνουν πάντα όμως οι στιγμές που αποθανάτισε. Αιώνια.




''Οι φωτογραφίες του αιχμαλώτισαν το μόχθο και το χρόνο , αποτύπωσαν την πάλη και τον σεβασμό του ανθρώπου, ανέδειξαν τη μνήμη σε διαχρονικό συναίσθημα'' γράφει ο Λάζαρος Τσουμένης στην Έρευνα*1 .Η αφορμή που διαβάζω και ξαναβλέπω τις φορτωμένες με την ιστορία των τελευταίων εβδομήντα χρόνων της ταλαιπωρημένης και περήφανης χώρας μας.

Γεννήθηκε το 1920 στην Κυψέλη (Χώσεψη) της Άρτας.Κατέβηκε από μικρή ηλικία στην Αθήνα.



Το λόγο έχει ο Κώστας Μπαλάφας:

Γεννήθηκα σ’ ένα κακοτράχαλο ηπειρώτικο χωριό που λες πως και το ίδιο γεννήθηκε για αγώνες πρώτα με την ίδια τη φύση, για να μπορέσει να επιβιώσει στην κακοτράχαλη γη που γεννήθηκε. Και ένα μεγάλο μαράζι ήταν ο ξενιτεμός. Ξενιτεύτηκα νωρίς κι εγώ για λόγους βιοπορισμού, μόλις τέλειωσα το Δημοτικό —το τέλειωσα και δεν το τέλειωσα. Ήμουν τότε έντεκα χρονών και δούλευα σ’ ένα γαλακτοπωλείο. Πριν πιάσω τη μηχανή, είχα γράψει λίγα πράγματα με το μολύβι σ’ ένα μπλοκάκι, τα βιώματά μου. Επειδή έγραφα και για το αφεντικό μου πράγματα όχι τόσο ευχάριστα, μου σκίσανε το μπλοκάκι και στενοχωρήθηκα πολύ γι’ αυτό, γιατί είχα γενικά όλα μου τα βιώματα, πως έφυγα από το χωριό μου, πως κατέβηκα σε μια πολιτεία όπου είδα φώτα που δεν τα έσβηνε η βροχή και ο αέρας, πως, τέλος πάντων, μπόρεσα να βοηθήσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Στο αφεντικό μου αυτό είχαν έρθει κάτι συγγενείς του από την Αμερική, ομογενείς, και θεώρησε υποχρέωσή του να τους ξεναγήσει σε διάφορα μέρη. Μια μέρα σκέφτηκαν να ανέβουν στην Πάρνηθα• είπανε, μάλιστα, να πάρουν και μιαν αναμνηστική φωτογραφία. Τότε ήταν τα κουτάκια αυτά τα Brownie της Kodak που στοίχιζαν πολύ φτηνά, ήταν εύκολα στη χρήση, γιατί είχαν aplanar φακό και δεν είχε απαιτήσεις για ειδικούς χειρισμούς. Κάποιος Θα έπρεπε όμως να κρατάει αυτό το κουτί για να φωτογραφηθούν αυτοί, και αγγάρεψαν έμένα. Όταν είδα εγώ ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου μπορώ να το αποτυπώσω στο χαρτί, με μάγεψε και είπα «ένα τέτοιο εργαλείο θα’ θελα για να αποτυπώσω τα βιώματά μου και να καταχωρίσω τους ανθρώπους που έζησα και μόχθησα μαζί τους, που έζησα χαρές και λύπες. Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κάποτε, ώστε με ένα ρολόι και λίγες οικονομίες να αποκτήσω μια μηχανούλα. Ήταν μια junior Kodak με 7.7 φακό. Μετά από αυτό αγόρασα μιαν άλλη• πουλώντας τη μηχανή αυτή και πάλι με κάτι οικονομίες πήρα μια Robot. Με τη Robot και μ’ ένα φιλμ που έπεσε κυριολεκτικά από τον ουρανό, μέσα σ’ ένα βομβαρδιστικό ιταλικό που το ‘ριξαν τα αντιαεροπορικά μέσ’ τα Γιάννενα, κατάφερα να συνεχίσω• έκοβα κομματάκια, γέμιζα τις μπομπίνες κι έτσι φωτογράφισα τον Αγώνα.

Εμένα, σε όλη μου τη δουλειά, κεντρικός άξονας της θεματολογίας μου είναι ο άνθρωπος και οι αντιδράσεις του στη ζωή• ο αγώνας του για επιβίωση, και περισσότερο οι άνθρωποι του πόνου, γιατί έχουμε σχηματίσει κακή ιδέα για τον πόνο. Ο πόνος είναι σύμμαχός μας, είναι ο φίλος μας, μας ειδοποιεί πως αν το χέρι μας πονάει, κάτι συμβαίνει εκεί πέρα, και πρέπει να το δούμε. Έπειτα και στην ίδια τη ζωή, ο άξονας της ζωής κινείται μεταξύ πόνου και ανίας. Ή θα πονάς ή θα ανιάς στη ζωή. Επειδή ακριβώς σ’ αυτή την ψυχολογία των ανθρώπων ήθελα πάντοτε να μπαίνω, στο πετσί τους δηλαδή, και να βγάζω κάτι εσωτερικό δικό τους, το ίδιο θέλησα να κάνω κι εδώ, στο Όρος. Ότι θέλω να φωτογραφίσω, γίνεται στη φαντασία μου πρώτα και μετά το παίρνω• δεν παίρνω στην τύχη φωτογραφίες, τακ, τακ, τακ, ετούτο, το άλλο. Παίρνω ορισμένες λειτουργικές ενότητες που με εντυπωσιάζουν, αλλά που έχουν και κάποιο βαθύτερο νόημα. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να πω, ξέρεις, θα κάνω αυτό και αυτό και γι αυτόν το λόγο. Εφόσον βρεθώ στο χώρο όπου το θέμα με συγκινεί, τότε σχηματίζω εικόνες στο μυαλό. Και αυτές τις εικόνες καραδοκώ τη στιγμή και τη θέση που θα τις πάρω. Αγαπάω τον κόσμο και τον κόσμο φωτογραφίζω. Μου έκανε μια κριτική μια εφημεριδούλα στην Έδεσσα, και αναφέρομαι σ’ αυτήν όχι γιατί με κολακεύει, αλλά είναι μια αλήθεια. Λέει σ’ ένα σημείο: «Στο ναό του Κώστα Μπαλάφα να βγάζεις τα παπούτσια σου, γιατί ο φιγούρες του είναι εξαγνισμένες από το μόχθο και τη στέρηση»• και είναι πράγματι έτσι. Όλοι με κατηγόρησαν στην αρχή ότι φωτογραφίζω την αθλιότητα και τη μιζέρια. Δεν έδειχνα σε κανέναν τις φωτογραφίες μου. Πήρα το δικό μου δρόμο, αυτός είμαι. Και νομίζω πως δεν έκανα άσχημα. Το να βγάλεις λίγα χρυσάνθεμα, ακόμα και μια βαρκούλα που κουνιέται, δεν λέει και σπουδαία πράγματα. Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου• από το γιαταγάνι του Γιουσούφ αράπη και από το σκοινί του πατρο-Κοσμά. Αυτόν το λαό φωτογραφίζω.*2


Τα Μετέωρα με τη ματιά του Κώστα Μπαλάφα


Υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της φωτογραφικής τέχνης φέρνοντας τον
Άνθρωπο πρωταγωνιστή,σε οτιδήποτε αποτυπώνει ο φακός.



Στόν πόλεμο , στην αντίσταση, στο αντάρτικο,φτιάχνει κάδρα
που εκφράζουν πολυδιαστατα τη στιγμή.

''Στην καθημερινότητα σε διαπερνούν τα βλέμματα της αθωότητας των ορεσίβιων,
το περιποιημένο ντύσιμο για το πανηγύρι, η περηφάνια του τσέλιγκα'' Λ.Τ


Από την αντίπερα όχθη προβάλουν γυναικείες μορφές ,αδρές γραμμές τοπίων,
ένας καλογερος στην κορυφή των Μετεώρων.



Όταν ρωτήθηκε κάποτε σε μια συνέντευξη αν πιστεύει ότι έχασε μια καλή
φωτογραφία απάντησε: ''Ήρθε να δουλέψει στη Γλυφάδα ένας ξερακιανός
λογιστής τραπέζης που τον είχαν απολύσει. Το βράδυ έπαιρνε ότι περίσσευε
από το φαγητό, για να το πάει στην οικογενεια του.Βγήκε μια μέρα με χιόνι
για να φέρει ένα βαρέλι με πετρέ.λαιο Φορούσε καμπαρντίνα και προσπαθούσε
μέσα στο κρύο να το μεταφέρει από μια ανηφόρα. Αυτό το βαρέλι καθώς
κυλούσε έμοιαζεμε την ίδια τη ζωή που, ή θα τον έπαιρνε από κάτω ή θα τα
έβγαζε πέρα.


Πριν λίγα χρόνια ο Μπαλάφαςδώρισε στο Μουσείο Μπενάκη 15.000
ασπρόμαυρα αρνητικά και 60 κινηματογραφικές ταινίες μικρού μήκους,
καθιστώντας τούτο τον θησαυρό κτήμα των επόμενων γενεών.


Ήπειρός. Ξεφυλλίζω το Λεύκωμα . Άλλο ένα ταξίδι.
Ένας θησαυρός.


Αφιερωμένο στα παιδιά, στα παιδιά όλου του κόσμου
σ'αυτά που ανήκει το μέλλον ....


*1 Ημερήσια εφημερίδα των Τρικάλων

*2 Απόσπασμα από το λεύκωμα Κώστας Μπαλάφας. Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιον Όρος 1969-2001, εκδ. Αγιορείτικη Φωτοθήκη – Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Άγιον Όρος - Αθήνα 2006.

υ.γ Ευχαριστώ τον φίλο δημοσιογράφο Λάζαρο  Τσουμένη και για την αφορμή
και για ότι δανείσθηκα, σ'αυτή τη μικρή αναφορά σε ΄Εναν μεγάλο Φωτογράφο
της Ιστορίας μας.




Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Ας μιλήσουμε απλά

Ότι συμβαίνει στη χώρα μας σήμερα , δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Είναι αποτέλεσμα συνειδητών και ασυνείδητων επιλογών λαού και εξουσίας. Κάθε ένας από μας έχει ότι πάλεψε, κάθε πόλη έχει τον δήμαρχο που της ταιριάζει και κάθε χώρα την εξουσία που της αξίζει. Είδωλο στον καθρέφτη η εξουσία και οι νόμοι της πολιτείας.
Αιτία ελομένου θεός αναίτιος.(ο θεός δεν έχει ευθύνη για τις πράξεις αυτών που έχουν ελευθερία επιλογής) έλεγε ο Πλάτων. Αυτές ήταν οι επιλογές μας, εδώ φτάσαμε.
Τώρα τι κάνουμε;
Αν δεν κάνουμε, το μόνο βέβαιο είναι ότι θα ¨αυτοκτονήσουμε¨ μαζικά. Τέτοια χάρη δεν αξίζει να την κάνουμε για κανένα, μα για κανένα υλικό λόγο και για κανένα πούστη.
Φταίει η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, δηλαδή της εικονικής πραγματικότητας που βιώνει ο σύγχρονος κόσμος. Φυσάει στην Αμερική και γκρεμίζεται η καλύβα στο χωριό μου. Ξύνει τα τέτοια του  ο Ομπάμα να ανοίξει πυρ εναντίον των ¨τρομοκρατών¨ και χορεύει το ταψί της δορυφορικής. Δουλεύουν πυρετωδώς τα εργοστάσια παραγωγής όπλων ανά την οικουμένη και σκάει παλιά ξεχασμένη χειροβομβίδα στο σοκάκι της γειτονιάς μου. Πέφτουν οι οικονομικοί κολοσσοί της διάρροιας και σπάει το μπαλόνι του πιτσιρικά που παίζει στο πάρκο. Δεν  πήδησε καλά ο σεΐχης τη νύχτα και το πρωί ακριβαίνει το πετρέλαιο. Μαχαιρώνονται δυό νταβαντζήδες στα πορνεία του Άμστερνταμ και  ματώνει  η Οδός Φυλής στην Αθήνα.
Πιάνουν ένα φορτίο με χασίσι ανοιχτά των Αζορών και φουρτουνιάζει  ξαφνικά  ο Μύλος, η πιο ήρεμη τυρκουάζ παραλία της Λευκάδας.
Κι εμείς συνεχίζουμε να πίνουμε coca cola κι ας μας τρυπάει τα στομάχια. Και να καπνίζουμε Marlboro και ας πέθαναν οι καουμπόηδες, και μεις συνεχίζουμε να βάζουμε πλάτες στις πολυεθνικές κι ας μην είμαστε ο Ηρακλής. Έτσι και πέσει καμία στο κεφάλι μας θα αναγκασθούμε να γυρίσουμε στο μπακάλη της γειτονιάς και πάει τ’ όνειρο. Για φαντάσου να πέσει όλο αυτό το καταναλωτικό όνειρο, να ερημώσουν  οι ναοί της ευδαιμονίας, οι δρόμοι από γυαλιστερά αυτοκίνητα, τα τραπεζάκια των καφέ χωρίς τα αξεσουάρ  των κινητών, και τη γιαγιά μου που άναβε την γκαζιέρα να χαμογελά σαν  εφιάλτης στον ύπνο μου..
Η γιαγιά μου σας το διαβεβαιώνω ήταν μια ευτυχισμένη γυναίκα, ίσως γιατί δεν ήξερε γράμματα και δεν διάβαζε εφημερίδα, ίσως γιατί δεν υπήρχε τηλεόραση και έκανε από νωρίς έρωτα με τον παππού μου, ίσως επειδή είχε μεγάλο κήπο με όλα τα καλά της φύσης, ίσως γιατί δεν πήγε ποτέ στις βελούδινες ηλεκτροφόρες πολυθρόνες των τραπεζών, ίσως επειδή δεν υπήρχε τότε χρηματιστήριο, ίσως επειδή είχε αρχίδια, όπως ο παππούς. Η γιαγιά μου έζησε μέσα στα χρόνια του πολέμου, είδε τον εμφύλιο κατάματα, την φοβέρισαν στη χούντα και πρόσεχε όταν έβγαινε στη λαϊκή με το καροτσάκι τους χαφιέδες, ήταν λυγερόκορμη, με ψηλά το κεφάλι ως τα βαθειά γεράματα, ίσως επειδή δεν  έβλεπε τόλμη και γοητεία  την ώρα που μαγείρευε τις νόστιμες συνταγές της.
Πάντα με παρασύρουν οι θύμησες, ξαναγυρίζω στο τώρα, το δικό μας τώρα, όχι της Ελβετίας, τα ελβετικά ρολόγια και οι διαφημίσεις του Κλούνει μ’ αφήνουν παγερά αδιάφορο, ντεμοντέ, ουδέν πρόβλημα.
"Είσαι πάντα ελεύθερος να αλλάξεις γνώμη και να διαλέξεις ένα διαφορετικό μέλλον. Ή ένα διαφορετικό παρελθόν", έλεγε  ο Ρίτσαρντ Μπαχ και ο γλάρος του πέταξε ψηλά.
Το παρελθόν δεν μπορούμε να το διαλέξουμε πια, μπορούμε όμως να διαλέξουμε το μέλλον.
Το μέλλον  όχι το δικό μας, αυτό το χαρίσαμε στην χαρμολύπη των αδέσποτων θηρίων, στην ματαιότητα των ελπίδων. Το μέλλον των νεογέννητων. Εκτός αν κάνουμε λαϊκή στείρωση, γιατί εκεί το πάει η παρέα των τσοπαναραίων μας, Θέλει  λέει να σώσει τα λιβάδια, να σώσει τα μαντριά και θυσιάζει τα πρόβατα. Ωραίο τοπίο αυνανίζονται, χωρίς ζώο να τους χαλάει τον μακάριο ύπνο τους.
Εμείς τα ζώα, εμείς που σας δίνουμε το γάλα άσπρο άσπρο-τυχαία έχει τέτοια μαγουλάκια ο Βενιζελοβοσκός-αποφασίσαμε από αύριο να κάνουμε μαύρο γάλα.
Όσο μας ταΐζετε σκοτάδι, θα σας ταΐζουμε χολή.
Όσο μας σημαδεύετε με αριθμούς, θα σας σημαδεύουμε με χαμόγελα.
Ακόμα και στη θλίψη μας φροντίζουμε την περηφάνια μας .(Ουίλιαμ Σαίξπηρ)
Αλλάζουμε ρότα, να το ξέρετε……
Θέλουμε εδώ και τώρα συμμετοχή στις αποφάσεις, μια ζωή αποφασίζατε κεκλεισμένων των θυρών, το λιβάδι γέμισε θανατηφόρα μανιτάρια…..
Κανένα αυτοκίνητο πια, κανένα ραδιενεργό κινητό στο κεφάλι μας, κανένα απόβλητο πολυεθνικής στον Ουρανό μας. Μολύνατε τα πάντα γύρω μας , ακόμα και τον αέρα που αναπνέουμε.
Όχι άλλα αστεία. Όταν καταλάβετε ότι δεν είμαστε πρόβατα, όταν καταλάβετε ότι δεν είμαστε αριθμοί, θα είναι αργά .Θυμάστε την καμένη γη που ανταλλάσσατε κάθε φορά με πράσινους ήλιους και με γαλάζιες σημαίες …Τότε που νομίζαμε κι εμείς ότι είστε σοσιαλιστές, ως τώρα που γίνατε δικτάτορες.  Εσείς ξέρετε καλά από μετάλλαξη των λέξεων, την απόλυση πως τη λένε τώρα; Εφεδρεία !!!
Σας χρειάζεται λοιπόν μια εφεδρεία, ίσα ίσα να σας αλλάξουμε, δεν βλέπετε πόσο σκατωθήκατε; Δεν πάει άλλο!

υγ . Μη ξεχνάς τα τραγούδια, είναι βότανα....




μουσική: Γιάννης Χαρούλης
στίχοι: Γιώργος Γαρεφαλάκης

Τώρα τελευταία έχεις γευτεί πάρα πολλές
συμπράξεις ανατολίτικες, προσμίξεις ατμοσφαιρικές
είναι χιλιάδες συνδυαστικές επιλογές
ευχάριστα σε ξάφνιασε όμως ραπ και αμανές
ανατολικές καταβολές, αφυπνίσεις γονιδιακές
σου ξυπνάνε μνήμες κυτταρικές
από κρεπάλες βυζαντινές
και όλα αυτά σε χρόνο ρεκόρ τρία λεπτά
ταξιδεύεις νοητικά με εισιτήρια μουσικά
σε κλίματα τροπικά,
το κορμί σου βαφτίζεις σε νερά ζεστά
σε παν καϊκια κρητικά,
σου σπάνε τη μύτη μπαχαρικά...

Μακάρι να ταιριάζαν και οι άνθρωποι, μακάρι
όπως ταιριάζει το θυμάρι, το κάρυ το μπαχάρι
δεν πίστευες στ' αυτιά σου,
μα είν αλήθεια που να πάρει,
ακούς σ'ένα κομμάτι βέδες
ουπανισάδες και ντάρι ντάρι
οι fusion καταστάσεις δεν είναι πλέον πρωτότυπο
το θέμα είναι να μην αναπαράγεις το στερεότυπο
να είσαι πρότυπο,
είναι πρόκληση που δε σκουριάζει
δες τι ωραία το λαούτο σαν σάζι σου μοιάζει
το κλαρίνο στενάζει Ασία κι Αμερική
ένα τσιγάρο δρόμος Δύση κι Ανατολή

Μακάρι να ταιριάζαν και οι άνθρωποι, μακάρι
είναι οι δρόμοι μακρινοί, τα εμπόδια πολλά
τι κι αν η τύχη γύρισε παράξενα το ζάρι
ολόιδια ας μη γίνουνε τα διαφορετικά.

Στις αντιθέσεις είναι η γοητεία, σε κάθε είδους οντότητα
δες πόσο βαρετή θα ήταν χωρίς διαφορετικότητα
η πραγματικότητα,
ολόκληρη η ανθρωπότητα ένα μυστήριο χαρμάνι,
πάντα μυστήριες ταχύτητες ο δερβίσης θα πιάνει
μυστήρια στον πεντοζάλη θα χτυπά το στιβάνι
κι ένα ζεστό ρεύμα ανάτασης, από το σβέρκο θα σε πιάνει
είναι συναίσθημα βαρύτητας και συνάμα λυτρωτικό
να εκτιμώ και να μη φοβάμαι... κάθε τι διαφορετικό...

Ουτοπιστής




Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Μια άλλη ελπίδα

Λόγια  που λέγονται μέσα μας ακόμα και όταν μένουμε
αμίλητοι

Αλίμονο, η βαρύτερη τιμωρία είναι να μην μπορείς να
βρεις τα λόγια για όσα πράγματα θα ήθελες να
πεις.

Τίτος Πατρίκιος, Έχουν την ώρα τους τα λόγια
Η νέα χάραξη, Κέδρος 2007

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Δυό ποιήματα του Νίκου Καρούζου

Διάλογος πρῶτος

Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.


Ἡ ἔναστρη φωτεινότητα


Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσόρμησε πιὰ στὴν ἀπώτερη θλίψη
μὲ δίχως ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο
μ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀκατέργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμένα μάτια
στὸ μισοσκέπαστο ἐρημόκκλησο σέρνοντας
τὴ μεγάλη ἀνάπηρη σιωπὴ στὸ καροτσάκι τῆς ὁμιλίας
ἀνέκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατάσταση-: πὼς εἴμαστε
καθημαγμένοι ἐρασιτέχνες τοῦ Πραγματικοῦ
μ᾿ ἕνα μυστήριο ποὺ βεβηλώνει τὴ διάνοια διχάζοντας
πρὶν ἡ δορὰ τῆς θάλασσας σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ Ἅδη.
Πολύκρουνη ἡ θύελλα σπάζει τὰ ματογυάλια της κι ὁ μέγας
τρόμος ἀδράχνει τὰ μελλούμενα
σχηματίζοντας ἀποστήματα στὴ μνήμη.
Κατάχαμα τῆς ἀσίγαστης σιγῇς ἕνα κινούμενο
κειμήλιο-σκουλῆκι.
Ἡ ζωὴ ποὺ μικραίνει: ἡ μεγάλη ἀλήθεια.
Στὸν ὁποὺ πιάνει τὸ τσαπὶ γίνεται τσάπισμα
στὸν ὁποὺ πίνει τὸ νερὸ γίνεται πιόμα.
Ἔρχεται ἔαρ ἀειπάρθενο προφέροντας ἀρώματα
κρατεῖ μία κατάμαυρη λεπτότατη κλωστὴ
στὰ ὕπαιθρα τῆς νύχτας
τὸ σημεῖο τοῦ γκιώνη ποὺ εἶν᾿ ἄγνωστο πέρα...

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Οι νεκροί προηγούνται

 Μιά αφήγηση του ποιητή Μανόλη Πρατικάκη

 "Θα περιγράψω ένα περιστατικό σχετικά με δημοσίευση ποιημάτων του Λειβαδίτη σε περιοδικό, γιατί νομίζω ότι έχει ένα γενικότερο ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκονται σ’ αυτό και άλλοι σημαντικοί ποιητές. Το 1988 ήταν τα δεκάχρονα του περιοδικού «Το Δέντρο» και στο πανηγυρικό τεύχος ο Μαυρουδής και ο Γουδέλης θέλησαν να τιμήσουν τον Λειβαδίτη, με πρωτοσέλιδα ανέκδοτα ποιήματά του.
 
Τάσος Λειβαδίτης
Ο Μαυρουδής γνώριζε την φιλία μου με τον Λειβαδίτη και με παρακάλεσε να μεσολαβήσω για τη συγκατάθεσή του και να έρθουν τα πρωτότυπα κείμενα στα χέρια τους. Πράγματι τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του εξήγησα την πρόθεση του περιοδικού και εκείνος συμφώνησε. Συναντηθήκαμε στο σπίτι του και μου έδωσε τα ποιήματα, τα οποία και έδωσα στο «Δέντρο». Το περιοδικό όμως είχε ζητήσει συνεργασία, για το ίδιο, πανηγυρικό τεύχος και από τους Ρίτσο, Καρούζο, Βρεττάκο, κ.λ.π. Προσωπικά αγνοούσα τα ονόματα των άλλων συνεργατών πλην του Λειβαδίτη. Δέκα μέρες, περίπου, αργότερα με παίρνει τηλέφωνο ο Λειβαδίτης. Άρχισε διστακτικά να μου λέει ότι δεν ήταν απαραίτητο να μπουν «πρώτα» τα ποιήματά του, και κάτι τέτοια. Του απάντησα ότι η επιλογή ήταν πηγαία, ότι «ήταν μια επιλογή εκτίμησης και αγάπης σ’ εσένα και το έργο σου» κ.λ.π. «Καλά παιδί μου», απάντησε, όπως συνήθιζε με τους φίλους του. Την επόμενη άλλο τηλεφώνημα, γύρω από το ίδιο θέμα με αυξανόμενη αγωνία. Παρά τις εξηγήσεις μου, που προς το παρόν τον έπειθαν, επανερχόταν εναγωνίως. Όταν τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος, απάντησε αρνητικά. Όμως όπως έμαθα αργότερα, υπήρχε. Στο μεταξύ ο Νίκος Καρούζος, αυτός ο σπουδαίος ποιητής, φίλος επίσης, και με πιο συχνές συναντήσεις, είχε μάθει τη μεσολάβησή μου για τα ποιήματα του Λειβαδίτη στο «Δέντρο». Με παίρνει, λοιπόν, έξαλλος, σ’ ένα μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημα, βρίζοντας τους υπεύθυνους του περιοδικού και αφήνοντας αρκετές αιχμές για τη δική μου μεσολάβηση. «Τον Φίλο σου τον Λειβαδίτη», όπως έλεγε συχνά με κάποια ζηλόφθονη σκοπιμότητα. Πάνω από μισή ώρα φώναζε με ένα βάναυσο επίμονο, δαιμονικό αλλά συγκρατημένο λόγο: «κανείς ζωντανός δεν μπορεί να προηγηθεί από μένα, να το πεις στους φίλους σου, στον άθλιο Μαυρουδή και τον τρισάθλιο Γουδέλη, ας μην τολμήσουν…σαράντα χρόνια τώρα μου χρωστάει η Ελλάδα…κανένας ζωντανός», επαναλάμβανε για πολλοστή φορά ως συνήθιζε, «μόνο οι νεκροί μπορούν να προηγηθούν, μόνο οι νεκροί», κ.ο.κ. Προσπάθησα μάταια να τον καθησυχάσω. Επαναλάμβανε σαν από μαγνητόφωνο τις ίδιες ακριβώς φράσεις, σα μια οργισμένη μηχανή που ήξερε να χρησιμοποιεί μόνο αυτές τις λέξεις, με αυτήν την αλληλουχία, με την ίδια αδιάλειπτη οξύτητα και οργή. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την επομένη. «Αλλά οι άθλιοι ας μην τολμήσουν» ήταν η επωδός. Όταν έκλεισε ήρθε μπροστά μου η ήρεμη, καλοσυνάτη μορφή του Λειβαδίτη, ο διακριτικός, γεμάτος δισταγμούς λόγος του, που «απαιτούσε» ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που απαιτούσε ο μαινόμενος Καρούζος. Τι διαφορά! Έβλεπα μπροστά μου δυο ειδών παραλογισμούς, που μόνο από καλλιτέχνες μπορούσαν να εκφραστούν. Όταν αργότερα βρέθηκα στο σπίτι του Λειβαδίτη, σε μια στιγμή που εκείνος έλειπε, η γυναίκα του η Μαρία, πολύ εμπιστευτικά μου αποκάλυψε ότι ο Τάσος δεν θέλει να είναι πρωτοσέλιδο «γιατί θα στεναχωρηθεί και θα θυμώσει ο Γιαννάκης», δηλ. ο Ρίτσος, μου είπε χαμηλόφωνα. Και πρόσθεσε, σχεδόν φοβισμένη: «Έχει κάνει και τρεις μήνες να του πει καλημέρα, σε κάποιες ανάλογες περιπτώσεις. Πρέπει όλα να περνούν από την έγκρισή του. Ο Τάσος τον σέβεται, τον θεωρεί δάσκαλό του, αν κι εκείνος δεν παύει ποτέ να μας το υπενθυμίζει, αλλά και τον φοβάται. Συχνά για τέτοια, τον κρατά σε καραντίνα, πράγμα που ο γλυκός μου ο Τάσος, δεν μπορεί να αντέξει. Εσύ ξέρεις πόσο καλός και πόσο εύθραυστος είναι. Ο Ρίτσος έμαθε για το πρωτοσέλιδο του «Δέντρου» και ήδη μας έκανε αρκετούς υπαινιγμούς, ξέρει εκείνος τον τρόπο», πρόσθεσε. Ήταν η Τρίτη κατά σειρά έκπληξή μου.
 
Νίκος Καρούζος
Όταν την επομένη μου τηλεφώνησε ο Λειβαδίτης, για το γνωστό θέμα, του είπα, σχεδόν, οργισμένος. «Ε, ως εδώ, Τάσο. Τα ποιήματά σου θα μπουν πρωτοσέλιδο. Οι τιμές και τα πρωτοσέλιδα του Ρίτσου δεν μετριούνται. Δεν έχεις δικαίωμα να αποποιηθείς μια τιμή που σου κάνει ένα περιοδικό. Μη με ξαναπάρεις γι’ αυτό το θέμα, τέρμα και τελεία. Ο Ρίτσος έχει μπουχτίσει, αλλά παραμένει άπληστος. Ως εδώ». Φαίνεται ότι η οργή μου τον ανακούφισε. Καταλάβαινε επίσης πως είχα αντιληφθεί την πηγή της αγωνίας του. Και ότι με είχε εξοργίσει η αιτία αυτής της αγωνίας, αυτή η καταπιεστική μηχανή, η ρετουσαρισμένη με τόσο τέλεια και ατελείωτη απρέπεια, στο όνομα της φιλίας και της ιδεολογικής ανιδιοτελούς συντροφικότητας – τι κούφιες λέξεις!

Γιάννης Ρίτσος
Σ’ αυτό το περιστατικό η μοίρα θέλησε να παίξει ένα μακάβριο παιχνίδι. Πριν κυκλοφορήσει το τεύχος του «Δέντρου» με τη συνεργασία αυτών των κορυφαίων ποιητών, ο Λειβαδίτης εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Αθηνών, και μετά από δύο εξάωρα χειρουργεία για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, στα οποία, με παράκληση του ποιητή, ήμουν παρών, πεθαίνει. Ένας τεράστιος, απρόβλεπτος θρόμβος (μοναδικός στα χρονικά της Αγγειοχειρουργικής κλινικής), έφραξε το μόσχευμα και παρά τις απέλπιδες προσπάθειες, κατέληξε. Φαντάζομαι ότι ο Καρούζος θα έμεινε άναυδος. Τώρα πια θα μπορούσαν άνετα να τεθούν σε εφαρμογή οι αφορισμοί του. «Οι νεκροί προηγούνται». Τον είχε προλάβει η πραγματικότητα. Και φυσικά, ούτε ο Ρίτσος θα τολμούσε να απαιτήσει υπακοή από τον νεκρό «μαθητή» και σύντροφο στους αγώνες και την τέχνη. Όταν αργότερα συνάντησα τον Καρούζο στο γνωστό στέκι της πλατείας Μαβίλη, μου επανέλαβε μ’ εκείνη τη βραχνή μεταλλική φωνή του «οι νεκροί όντως προηγούνται…είδες φίλε μου τι παιχνίδι μας έπαιξε η τύχη;». Μόνο που τώρα η φωνή του είχε ένα ράγισμα, ένα θάμπωμα. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι αισθάνθηκε τον παραλογισμό του και ότι είχε ίσως την υποψία ότι με την άγρια εμμονή του οδήγησε (σε επίπεδο μεταφυσικής) τα πράγματα, έτσι, που να προηγηθεί ο Λειβαδίτης, αλλά όχι βέβαια ζωντανός.

Στο σπίτι του νεκρού πια Λειβαδίτη είχαμε μαζευτεί πολλοί. Ήταν εκεί και ο Ρίτσος. Έκλαιγε σπαρακτικά, με λυγμούς, απογυμνωμένος. Γέρος όσο ποτέ. Χωρίς κανένα φτιασίδι. Δίχως να σκέφτεται πως θα τον δει χωρίς τις προσωπίδες του ο κόσμος. Αφάνταστα γέρος, εύθραυστος και πελιδνός, αυτός με τις παλιές συντεταγμένες σοσιαλιστικές του βεβαιότητες με το αγέρωχο επιτηδευμένο ύφος που μας δήλωνε πόσο μακριά στεκόταν από ευτέλειες και ματαιοδοξίες. Ήταν καθισμένος εκεί, ένα θλιβερό ανθρώπινο κουρέλι με πραγματικούς λυγμούς και αληθινά δάκρυα. Πρώτη φορά τον έβλεπα αυθεντικό και γνήσιο. Ήταν η κατάρρευση ενός μύθου. Εκμηδενισμένος, ξένος προς το ποιητικό του σώμα. Έκλαιγε για όλους και για όλα που είχαν καταρρεύσει και προ πάντων για τον ίδιο. (Βρισκόμαστε στο 1989 που μόλις είχε καταρρεύσει η Σοβιετική ΄Ενωση, ο Τσαουσέσκου, κ.λ.π.). Έκλαιγε μπροστά στο θάνατο ενός αληθινά Αγγελικού ποιητή.
Που δεν ήξερε τι θα πει μικρότητα."

Αθήνα, Μανόλης Πρατικάκης
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Τεύχος 140, Απρίλιος- Ιούνιος 2008.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Ένας αναγνώστης


Άλλοι, ας καυχηθούν για τις σελίδες που έχουν γράψει’
εγώ, είμαι περήφανος για κείνες που έχω διαβάσει.
Μπορεί να μην υπήρξα φιλόλογος,
ή να μην έχω ερευνήσει τις πτώσεις, τις εγκλίσεις τις δύσκολες
                   μεταφωνίες των γραμμάτων,
το δέλτα που μετατρέπεται σε ταυ
την ισοδυναμία του χι με το κάπα,
αλλά, χρόνο με το χρόνο,  μ’ έχει κυριέψει
ένα πάθος για τη γλώσσα.
Τις νύχτες μου γεμίζει ο Βιργίλιος¨
έχοντας μάθει κάποτε και έχοντας ξεχάσει τα λατινικά
μένει κάποιο όφελος, γιατί η λησμονιά
είναι μία από τις πλευρές της μνήμης, το αχανές κελάρι της,
η άλλη όψη, η μυστική, του νομίσματος.
Και καθώς έσβηναν από τα μάτια μου
οι πρόσκαιρες αγαπημένες μορφές,
τα πρόσωπα, οι σελίδες,
αφοσιώθηκα στη μελέτη της δύσκαμπτης γλώσσας
που χρησιμοποιούσαν οι προγονοί μου τραγουδώντας
για σπαθιά και μοναξιές,
και τώρα, ύστερα από εφτά αιώνες,
από την Έσχατη Θούλη,
φτάνει ως εμένα η φωνή σου, Σνόρι Στούρλουσον.
Ο νέος, ανοίγοντας το βιβλίο, σπουδάζει έναν συγκεκριμένο κλάδο
ζητώντας να αποκομίσει μια επακριβή γνώση'
στην ηλικία την δική μου, κάθε τέτοιο τόλμημα είναι μια περιπέτεια
που αγγίζει τα όρια της απόγνωσης.
Δεν θα μπορέσω ποτέ ν΄αποκρυπτογραφήσω τις πανάρχαιες γλώσσες του Βορρά,
κι ούτε να βυθίσω τα άπληστα χέρια μου στο χρυσάφι του Σίγκουρντ'
το έργο που αναλαμβάνω είναι ανεξάντλητο
και θα με συντροφέψει μέχρι τέλους,
πάντα εξίσου αινιγματικό καθώς το σύμπαν
ή και καθώς εγώ, ο αρχάριος.

* Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα
Μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια: Δημήτρης Καλοκύρης
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2006



Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Η θάλασσα των πολιτικών, η ασχήμια


Η ιστορία της ασχήμιας
Ουμπέρτο Έκο
Εκδόσεις Καστανιώτη
 Είναι αφέλεια να πιστέψει κανείς ότι ο πρόεδρος της Αμερικής, δεν εκλέγεται με το πιστόλι στον κρόταφο να υπηρετήσει τα συμφέροντα των παντoκρατόρων της γης. Στην καρδιά του άγριου καπιταλισμού δεν υπάρχουν ιδεολογίες, μόνο το χρώμα του χρήματος.
Μια νεόδμητη, χωρίς παράδοση χώρα, μόλις το 1976 έγινε ανεξάρτητο κράτος, έπρεπε να εφεύρει το Αμερικάνικο όνειρο να σταθεί. Ο μέγας ανατολικός ταξίδεψε απ’ τον παλιό κόσμο στον καινούριο, μέσα από τα πιο προφητικά μηνύματα. Το χρήμα άρχισε να ρέει άφθονο, άνθρωποι απ’όλο τον κόσμο έφθαναν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια και την ανημπόρια της χώρας τους. Η Αμερική μεγαλώνει και μαζί της όλο το κακό συναπάντημα της ανθρωπότητας. Τα πιο κερδοφόρα εργοστάσια είναι αυτά των όπλων, σπέρνονται δικτατορίες παντού, απλώνονται σαν δηλητηριώδη μανιτάρια στο σώμα της ανθρωπότητας. Ανάβουν οι φωτιές του πολέμου, τα όπλα πρέπει να καταναλώνονται, η Αμερική τα κατάφερε.
Χιλή, Παναμάς, Βιετνάμ, Κορέα, Σουδάν , Παλαιστίνη, Αφγανιστάν, Γιουγκοσλαβία, Ιράκ…Στο όνομα  της ειρήνης και της ελευθερίας!
Το αντίπαλο δέος, η Ρωσία, εγκλωβισμένη στα Γκουλάγκ της δικιάς της σταλινικής νομενκλατούρας, στήνει τον Άνθρωπο στον τοίχο και τον πυροβολεί.
Η Ευρώπη, η γηραιά ήπειρος, διαμελίζεται και διεκδικείται, ο ναζισμός του Εθνικοσοσιαλιστή Χίτλερ την πάει στους πέντε ανέμους της φωτιάς και του πολέμου και των στρατοπέδων συγκέντρωσης .
Η Αφρική αδύναμη υπομένει ακόμα τους ζυγούς της και η Ασία τις μεσαιωνικές θρησκευτικές της αγκυλώσεις και τα πετρέλαια των Εμίρηδων.
Ο κόσμος της γης, η Ανατολή και η Δύση. Ο καλός καπιταλισμός και ο κακός κουμμουνισμός και τανάπαλιν. Άσπρο και μαύρο. Άλλα χρώματα δεν υπάρχουν .
Και μέσα σ’ όλα αυτά ο φόβος του θανάτου γεννάει την έξαρση των θρησκειών, άλλο όπλο επιβολής  και ελέγχου της Ανθρώπινης Ελευθερίας. Οι λαοί δεν υπάρχουν πουθενά ελεύθερα σκεπτόμενοι, πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στα κακά  του κόσμου.
Η κοινή λογική, η αυτόνομη σκέψη που καθορίζει τον Άνθρωπο, η Δικαιοσύνη, η Αξιοκρατία, ο πλούτος της ζωής και της γης, υπερ-αρκετός να ευτυχήσει όλη η ανθρωπότητα γίνονται όπλα, γίνονται ο θάνατός σου η  ζωή μου.
Αν ακούγαμε πριν από πέντε χρόνια ότι η Αμερική χρωστάει θα μας έμοιαζε σαν ανέκδοτο με Αλβανό τουρίστα .
Ποιά χώρα τελικά δεν χρωστάει ;
Και σε ποιόν χρωστάει ποιος;
Είμαι ενάντια στην θανατική καταδίκη αλλά πρέπει να γίνει μια εξαίρεση  με αυτούς τους ελάχιστους κρεατάνθρωπους που έχουν μαζέψει πάνω απ’ το μισό πλούτο της γης στα χέρια τους, αυτούς που καθημερινά σκοτώνουν χιλιάδες παιδιά,  μέσα απ’ τα ατσαλοφτιαγμένα κελιά του οπλοστασίου τους. Αυτούς που λήστεψαν και ληστεύουν τις ζωές των λαών και των ανθρώπων. Κι από πάνω προβάλλονται σαν έξυπνοι από τo γλοιώδες life system που ξεπουπουλιάζει τα φτερά της ανθρωπότητας χρόνια τώρα. Η μόνη έντιμη ζωή είναι η παραγωγή. Δεν υπάρχει πάμπλουτος που δεν έχει πατήσει επί πτωμάτων, νομοτελειακό!
Αυτοί είναι το πρόβλημα της γης, οι στειρωμένοι συναισθηματικά ,οι ανίκανοι σεξουαλικά που πιπιλίζουν τις κάνες των όπλων τους καθημερινά .
Τι να καταλάβουν αυτοί από έρωτα, στο αρρωστημένο μυαλό τους υπάρχει ο πόλεμος.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι η ελευθερία, δύσκολο να την κατακτήσεις. Μπορείς όμως να την κάνεις χειρολαβή ουτοπίας, από κάπου πρέπει να πιαστείς.
Η πιο μεγάλη Α-ζωή όμως είναι να δέχεσαι την μοίρα της φυλακής σου, σαν να μην υπήρξες ποτέ.
Η Ευρώπη, και εννοώ οι λαοί της μένουν θεατές των εξελίξεων ακόμα, έχουν την δύναμη όμως.
Η χώρα μας εδώ και χρόνια ζήλεψε τον αμερικάνικο τρόπο ζωής, δεν της αξίζει. Είναι δυνατόν να ανεχόμαστε ένα αμερικανοαναθρεμένο  ανθρωπάκι για πρωθυπουργό;
Είναι δυνατόν να ανεχόμαστε το ένα ψέμα μετά το άλλο, αν γυρίσουμε πίσω δεν έχουμε να θυμηθούμε έστω κάτι συμβατό μ’αυτά που έλεγαν στις 3 του Σεπτέμβρη .
Γιαυτό σε λίγο ο λαός, στις 3 του Σεπτέμβρη θα ξαναβγεί στους δρόμους της απελευθέρωσης ...Είναι δύσκολο να ηττηθεί το σύστημα που έφτιαξαν τόσα χρόνια ,συμπαρασύροντας ένα λαό ολόκληρο στην καταστροφή, για ίδιον όφελος, αλλά όχι ακατόρθωτο.
Με αυτονόητα συνθήματα πάλι απ’την αρχή: Παιδεία (θα καταργούσε την παραπαιδεία το πασοκ ),δουλειά παραγωγική (κι όχι πράσινα άλογα ) και η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες (τ’ακούς Γιωργάκη ,ρώτα τη μαμά, το’ λεγε κι ο μπαμπάς).
Μπορεί ο κοινός σας Ανδιανοπούλειος σύμβουλος, με το αραχνιασμένο παλιοτζάκι του Σαμαρά, να σας μιλάει για τη ζούγκλα που επιβιώνει ο οικονομικά ισχυρός, αλλά εδώ δεν είναι ζούγκλα, είναι κοινωνία ανθρώπων, εδώ δεν κάνουμε ποδήλατο και τσακιζόμαστε ,τσακίσου μόνος σου ..
Δεν χρωστάμε σε κανένα, απλά βιώνουμε την ατυχία της απαξίωσης της πολιτικής από σας και να κανονίζουν οι χειρότεροι πλέον για μας, ε δεν πάει άλλο…
Η χώρα μας  είναι όμορφη, εσείς είστε η ασχήμια της.
Ευτυχώς που όλο λιγοστεύετε, θα σας νικήσουμε, αν δεν πέσετε σαν σάπιο φρούτο.
Ποιοι;
 Όλοι εμείς που δουλεύουμε, οι παραγωγικές δυνάμεις του λαού, οι νέοι που θέλουν το μέλλον που τους κλέψατε πίσω, οι έλληνες που πιστεύουν ακόμα στην αλήθεια και στα ιδανικά, στη δικαιοσύνη, την ισονομία, την αρετή να ζεις σαν Άνθρωπος και όχι σαν υπήκοος των παπατζήδων.
Εξ άλλου είναι το μεγαλύτερο χρέος του ανθρώπου, να σταθεί σαν Άνθρωπος στη ζωή και όχι σαν αριθμομηχανή, της ελληνικής και παγκόσμιας φούσκας, που υπηρετείτε σαν χαμαιλέοντες, όλοι οι βολεμένοι της υλικής ευμάρειας.
Θα βρεθούμε ξανά, απέναντι, όπως πάντα.

Ουτοπιστής


 

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Αιγαίο πέλαγος, η ομορφιά






Ψηλά στη Δίρφη ,με θεά το Αιγαίο

  Στην Κεφαλονιά, ψηλά στον Αίνο(1628 μ.), σε υψόμετρο πάνω από 1300 μέτρα αγναντεύεις την απεραντοσύνη,  η μυρωδιά της μοναδικής Κεφαλληνιακής ελάτης να σε ταξιδεύει στο πιο αχνισμένο γαλάζιο, εκεί που σμίγει ο ουρανός με τη θάλασσα.
  Στην Εύβοια μετά τη Στενή σκαρφαλώνεις την Δίρφη (1743 μ) και χάνεσαι ανάμεσα σε  πλατάνια, καστανιές, δρύες, πεύκα και άλλα φυλλοβόλα, φτάνεις ψηλά στο ελατόδάσος για να αγναντέψεις  από κει το Αιγαίο, να αγγίξεις τον ουρανό, με μια απλή κίνηση του χεριού. Μυρίζει έλατο και οξυγόνο, είσαι στο ψηλότερο νησιώτικο βουνό -μετά τα βουνά της Κρήτης, είσαι πιο κοντά στον θεό, στον θεό του έρωτα και της φύσης.
Παραλία Χιλιαδούς
  Δεν συνάντησα άλλο νησί να σμίγουν οι μυρωδιές της ρετσίνας και της αλμύρας, το  σκούρο πράσινο και το ανοιχτό γαλάζιο, ο ψηλός ουρανός να κατεβαίνει ως τη θάλασσα. Μετά ο κατηφορικός δρόμος. Στρόπωνες, Λάμαρη, Παραλία Χιλιαδούς και μια ρεματιά γεμάτο σκηνές, ο παράδεισος του ελεύθερου κάμπινγκ, αμέτρητοι κατασκηνωτές κρυμμένοι μες τα πλατάνια, δίπλα στο ποτάμι που κυλάει να  συναντήσει τη θάλασσά του. Σπαρμένοι βράχοι παντού, μέσα κι έξω στη θάλασσα χρωματίζουν με την πέτρα τους τα νερά μιας από τις όμορφες παραλίες  της Εύβοιας.

Παραλία Χιλιαδούς
   Απ’ τη Χιλιαδού δεν θες να φύγεις, σε λίγες  παραλίες νοιώθεις ότι κάτι με κρατάει εδώ. Απ΄ τη μια το πέτρινο βουνό και απ’ την άλλη τα πεύκα, φθάνουν ως τη θάλασσα, το αλμυρό πεντακάθαρο νερό αλλάζει χρώματα, καθρεφτίζει τις πιο μικρές αχτίδες του καλοκαιρινού ήλιου, μαγεμένο ίσως απ΄ την Πανσέληνο της νύχτας, το Αυγουστιάτικο ολόγιομο φεγγάρι.


Αγία Άννα
  Η Εύβοια έχει τόσα πεύκα, όσα η υπόλοιπη Ελλάδα ολόκληρη. Ατέλειωτοι φιδωτοί δρόμοι και γύρω το πεύκο, λες και φύτρωσε χθες και μεγάλωσε αμέσως να ομορφύνει το μάτι σου, να κάνει ξεκούραστη τη διαδρομή, ανοιχτό πράσινο, αραιώνει μόνο να σ’ αφήσει να αγναντέψεις συμφωνική αρμονία της φύσης. Και ελιές, πολλές ελιές. Και όμορφες θάλασσες, πολύ όμορφες .
  Στήσαμε τη σκηνή στο κάμπινγκ Ροβιές, τελευταία  κενή θέση ,παραμονές Δεκαπενταύγουστου, όλη η Ελλάδα στις θάλασσες και στα βουνά. Φύγαμε αμέσως ,παραλία Αγίας Άννας, κάμπινγκ Αγίας Άννας  απ’τα καλύτερα στην Ελλάδα, και μια παραλία γεμάτη βότσαλα  περίμενε να δύσει ο ήλιος, ήθελε το φεγγάρι εκείνο το βράδυ.

Η πανσέληνος του Αυγούστου στην Αγία Άννα
  Η πόλη έμεινε πίσω, πολύ πίσω, γραφική φιγούρα ανίατου κουκλοθέατρου. Η εθνική κατάθλιψη που έσπειραν τη χρονιά που πέρασε ξεπεσμένοι πολιτικάντηδες και αγύρτες δημοσιογράφοι έμοιαζε με μαύρη σακούλα απορριμμάτων. Οι νέοι τους έλεγαν στ’αρχίδια μας.Και το φεγγάρι ούτε που τους έδινε σημασία, βγήκε  σε λίγο και λαμπύριζε τη θάλασσα και τα βότσαλα.Τι να καταλάβει το μεταξωτό βρακάκι του Γιωργάκη και της λυσσασμένης για εξουσία συμμορίας του, από τις αποχρώσεις της ζωής. Μόνο κάποτε που θα κρεμαστούν απ ΄τις γραβάτες τους τις ίδιες, θα τους ξεράσει ακόμα και η θάλασσα .
  Τα τζιτζίκια δοξάζουν την ομορφιά του καλοκαιριού, ένας απορημένος σκύλος φυλάει τη νύχτα τα αστέρια, το αλμυρό αεράκι πλέκει καινούρια όνειρα, ένας κόσμος που απλόχερα να μοιράζει δίκαια την ομορφιά του φεγγαριού, μια φωτιά, μια κιθάρα και οι ακατέργαστες αγνές φωνές μια νεαρής παρέας είναι η Ελπίδα, το κύμα προϊδεάζει μια καινούρια χαραυγή, οι γερασμένες κάλπικες κραυγές των ηλιθίων αργοπεθαίνουν .
  Ποιος έκλεψε τόση ομορφιά, απ’ αυτή τη χώρα; Ποιός έκλεψε τόσο φως; Τόση ιστορία ;
  Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει ,είπε ο ποιητής ,οι διάβολοι όμως δεν ξέρουν από ποίηση. Γίνονται βρικόλακες και μας κλέβουν τα μάτια μας, αρπάζουν  την ακοή μας, μας παίρνουν την αφή μας, λυντσάρουν τη γεύση μας, μας στειρώνουν την όσφρηση.
  Ατέλειωτη, απέραντη η ομορφιά της χώρας μας, απ’τη Κρήτη ως την Αλεξανδρούπολη, απ’το Καστελόριζο ως τις Πρέσπες. Διάσπαρτα νησάκια ακτινοβολούν τις νύχτες σαν αστέρια της γης, λαμπυρίζουν τις μέρες σαν κοχύλια πεταμένα στη θάλασσα.
  Η Εύβοια ανταγωνίζεται την δικιά της ύπαρξη, μοιάζει αυτάρκης απ΄τη Φύση, εγκαταλειμμένη απ’τους ανθρώπους της, όπως όλη η Ελλάδα. Πρωινή βόλτα στην ατέλειωτη παραλία των Ροβιών, σκουπίδια παντού, λες και κανένας δεν νοιάζεται, φτάνεις κοντά στην Αιδηψό και αναπνέεις μπόχα και δυσοσμία υπονόμων.
Κι όταν περάσει το τρίμηνο του καλοκαιριού, τότε;
  Η Ελλάδα το καλοκαίρι είναι ένα ατέλειωτο λούνα πάρκ διασκέδασης, τον χειμώνα μια ανοιχτή πληγή που δεν κλείνει.
  Γυρίσαμε αργά το βράδυ στο κάμπινγκ, βράδυ Δεκαπενταύγουστου, η απόλυτη ερημιά στο διάδρομο που μέναμε, ήμασταν μόνοι, ολομόναχοι. Το προηγούμενο βράδυ οι φωνές ήταν περισσότερες απ΄ τα τζιτζίκια, η ζωγραφιά της μοναξιάς. Το φεγγάρι ήδη άρχισε να μικραίνει. 
Αγιόκαμπος
   Ιαματικά λουτρά Αιδηψού, το Πευκί, η Ιστιαία,η Χαλκίδα, η Κύμη, η Κάρυστος, σκόρπιες λέξεις και ονόματα απ΄τον χάρτη είχα στο μυαλό μου. Η Εύβοια είναι όλα αυτά, αλλά είναι  πολλά ακόμα, είναι τα ζωντανά χωριά της, είναι τα χωριά που κρατάν ζωντανή ακόμα όλη την Ελλάδα, όταν οι πόλεις αργοπεθαίνουν. Ήμουν δίπλα της και δεν πήγα ποτέ, λες και δεν ήθελα να πάω.

Συνομιλία με τους γλάρους
  Απ’τον Αγιόκαμπο το πλοίο ώσπου να πεις δυό κουβέντες με τους γλάρους φτάνει στη Γλύφα, σε λίγο η θάλασσα μένει πίσω,Ο Θεσσαλικός καυτός κάμπος τα καλοκαίρια αγναντεύει τα βουνά του για να δροσιστεί . Η Εύβοια, το Αιγαίο.
Άνθισαν μαζί!
  Στην τσιμεντένια πόλη με περίμεναν δυό ανοιχτά λουλούδια. Ο κάκτος κατά καιρούς κάνει τις δικές του εκπλήξεις. Δεν μύριζαν πεύκο, χαμογελούσαν όμως Ελπίδα.


Ουτοπιστής

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Ο Άγιος Ηρακλής και ο φόβος του θανάτου


 ''Να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι ελεύθερος'' σκέφτηκε.
Το θέμα είναι ότι δεν αρκεί να είσαι ελεύθερος για να είσαι άνθρωπος. Πρέπει να θέσεις και τα όριά σου. Αυτό  θα έκανε. Αυτό ήθελε να κάνει πριν απ’ όλα. Να γίνει άνθρωπος, όχι κατ’ εικόνα κάποιου άλλου, ούτε με κάποιου άλλου τις εντολές. Αφέθηκε να βουλιάξει στο χλιαρό νερό και βαφτίστηκε με αυτά τα λόγια:

Ο Άγιος Ηρακλής
Εκδόσεις Γαβριηλίδη
Είμαι ο γιος του πατέρα και της μάνας μου
ο αδελφός του αδελφού μου
ο πατέρας των παιδιών μου.
Είμαι ένας κρίκος στη μεγάλη αλυσίδα
Δεν είμαι η αλυσίδα
Δεν είμαι μόνος
Δεν είμαι  ήρωας
Έχω κάνει πολύ κακό
Αυτή τη νύχτα συγχωρώ τον εαυτό μου
κι αρχίζω απ’ την αρχή.


Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης και ο Άγιος Ηρακλής του. Aυτή τη φορά σ’ ένα μαγευτικό ταξίδι στην μυθολογία. Μια στη ζωή και μια στα παραμύθια. O αέναος κύκλος της ανθρώπινης ζωής, απ’ τα βάθη των αιώνων ως τα σήμερα, όσο θα υπάρχει ζωή.

Όχι όμως με τη ματιά που ξέραμε, αλλά με τη ματιά του Καλλιφατίδη, αυτό το τελείως προσωπικό του στυλ  στην αφήγηση, αυτό που πλέκει τα καθημερινά με τα αιώνια, την ιστορία με το τώρα  και τα μελλούμενα .''Τα περασμένα, τα τωρινά και τα μέλλοντα έσμιξαν όλα μαζί, όπως οι κόποι του γεωργού σμίγουν στο ίδιο καρβέλι."
Ο Αμφιτρύωνας έλειπε στον πόλεμο, ο Δίας επιθυμούσε την όμορφη Αλκμήνη, πήρε την μορφή του άντρα της, ήρθε στο κρεβάτι της,έτσι γεννήθηκε ο Ηρακλής."Ο έρωτας τους ήταν σκληρός σαν μύγδαλο και γλυκός σαν μέλι". Η Αλκμήνη κατάλαβε, τι σημασία είχε όμως "θα του έδινε ένα γιό που θα έκανε τον κόσμο καλύτερο, δικαιότερο  και πιο ελεύθερο."
''Ο Δίας διέταξε τον ήλιο να μη βγει για τρία μερόνυχτα, κι έτσι έγινε η μεγαλύτερη νύχτα στην ιστορία του έρωτα, Αλλά κι αυτή είχε ένα τέλος.''
Ο Καλλιφατίδης είχε χρόνια στο μυαλό του αυτή την αφήγηση, πέρα απ’ την στείρα αποτύπωση των γνωστών μυθολογιών. Από την πρώτη στιγμή ο μυθικός Ηρακλής παίρνει την μορφή ανθρώπου, το μόνο που τον ξεχωρίζει η υπερφυσική του διάσταση, το έγκλημα  και η τιμωρία  συνεχές γαϊτανάκι, όλα εδώ πληρώνονται, η γεύση που απομένει.
Ο Λίνος, ο δάσκαλος της μουσικής συνήθιζε να χτυπάει τον Ηρακλή στο κεφάλι με την μαγκούρα του, να τον συνεφέρει από την μοναδική φωνή που είχε στο μυαλό του, αυτή της Μεγάρας. Ο Ηρακλής του αρπάζει την μαγκούρα και τη γυρίζει στο κεφάλι του Λίνου, τον σκοτώνει, του κοστίζει έξι χρόνια εξορία στο βουνό  και στον Καλλιφατίδη μια απ’τις ωραιότερες βουκολικές αναφορές, παρέα με τον Βουνίσιο.
Οι περιγραφές της ζωής, η φιλοσοφία  μέσα από την φύση των πραγμάτων, σαν πηγή που αναβλύζει κρυστάλλινο δροσερό νερό στην κάψα του καλοκαιριού.
Ο συγγραφέας κλείνει ακόμα πιο πονηρά το μάτι, φέρνει το χθες στο σήμερα. Όπως κάθε έργο έχει τον πομπό του και τον δέκτη του, έτσι και στην περίπτωση του Καλλιφατίδη, αυτή η συνομιλία απογειώνεται, σε όλο το έργο του μέχρι τώρα. Ζει στη Σουηδία, γράφει σε δυό γλώσσες τα βιβλία του, μεταφράζεται  σε πολλές χώρες, η σημαντικότητα και η απόλαυση της λογοτεχνίας του.


Θοδωρής Καλλιφατίδης

"Η οικονομική και πολιτική διαφθορά δεν έχει συγκεκριμένη πατρίδα. Η τάση της εξουσίας να μικρύνει, να κοντύνει τον πολίτη είναι σαν το κρεβάτι του Προκρούστη: ή του κόβει τα πόδια όταν περισσεύουν ή του τα τραβάει όταν είναι κοντά. Το ίδιο ισχύει για την τρομοκρατία, αλλά και για την έννοια της ελευθερίας, η οποία σήμερα έχει μια τελείως εγωιστική άποψη: δεν είναι πλέον σήμερα η ελευθερία μας, είναι η ελευθερία μου" λέει ο  συγγραφέας και συσχετίζει τα κατορθώματα του ήρωά του με τις προσπάθειες που απαιτούνται για τη διαχείριση των σημερινών προβλημάτων.

Σκοτώνει τα τρία παιδιά του, επειδή υποψιάζεται ότι η Μεγάρα, κόρη του Κρέοντα τον απατούσε, όπως είδε τη μητέρα του στην αγκαλιά άγνωστου άνδρα. Αυτοτιμωρείται, κλείνεται εφτά μερόνυχτα μέσα στον τάφο του πατέρα του και μετά ακολουθεί  την γλώσσα του πεπρωμένου  που του καθόρισε η Πυθία. Ο χρησμός ήταν σαφής, θα έπρεπε να έλθει στις Μυκήνες, πατρίδα των γονιών του, θέτοντας τον εαυτό του  στις προσταγές του βασιλιά Ευρυσθέα. Τον ακολούθησε ο ανιψιός του Ιόλαος. Ο Ευρυσθέας φοβούμενος τη δύναμη του Ηρακλή αποφασίζει να τον εξοντώσει, αναθέτοντας ακατόρθωτες αποστολές. Γυρίζει πάντα νικητής.
Οι Δώδεκα άθλοι του Ηρακλή σημάδεψαν την παιδική μας ηλικία, ούτε ο κάτω κόσμος τον δείλιασε. Η δύναμη του ανθρώπου, η πάλη με το ακατόρθωτο, η αντοχή, η υπομονή και η επιμονή, τα πάντα είναι δυνατά, μέσα από ατέλειωτους συμβολισμούς.
Πόσους στάβλους του Αυγεία έπρεπε να καθαρίσει, πόσα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας θα έπρεπε να κόψει ο σύγχρονος Ηρακλής;
Ο κόσμος πάντα ο ίδιος, απ’τη μια άνθρωποι που κτίζουν και απ’την άλλη ανθρωποειδή που γκρεμίζουν, άνθρωποι που αγιάζουν και  ανθρωπίσκοι που εγκληματούν. Άνθρωποι που υφαίνουν τη ζωή και ανθρωπάρια που πίνουν το αίμα της ανθρωπότητας. Η μοίρα του Ανθρώπου;
Πάντα τα ίδια ερωτήματα: "Τι νόημα έχει η ζωή, αφού τελικά όλα γίνονται σκιές; Τι σημασία έχουν όλες οι νίκες που κερδίζεις, όλες οι γυναίκες που μπήκαν στο κρεβάτι σου, όλοι οι εχθροί που σκότωσες, αφού το τέλος είναι αυτό που είναι. Η ζωή είναι μια πλάνη".

Ο απελπισμένος έρωτας, η ακόρεστη σεξουαλικότητα, η σχέση με τη μάνα, ο πατέρας, η μοίρα και οι Θεοί, βασανίζουν τον Ηρακλή, τον κάθε άνθρωπο. Μήπως όλα αυτά δεν είναι  και η γενεσιουργός δύναμη της ζωής;  
Ζούμε στην μηχανιστική εποχή του φαίνεσθαι, του ισοπεδωμένου ρεαλισμού, της παγκοσμιοπιοιμένης πλάνης, της κενόδοξης ματαιοδοξίας, της λατρείας του χρήματος σαν τον υπέρτατο Θεό, στην εποχή της άγνοιας του είναι.
Ο Θοδωρής  Καλλιφατίδης μας επαναφέρει στη χώρα του ανθρώπινου είναι, όπως έχει χρέος να κάνει κάθε μεγάλος συγγραφέας και όπως μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μιλήσει.
''Ονειρευόταν να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Τίποτα δεν έδειχνε να τα  είχε καταφέρει. Αντίθετα, είχε προκαλέσει πολύ κακό. Ούτε εκείνο φαινόταν .
Ο κόσμος ήταν το ίδιο ωραίος, όπως πάντα''


Τυχαίο άνοιγμα του βιβλίου
Με το μαχαίρι του Κάστορα χάραξε κι εκείνος δυό λέξεις:
"Ευριδίκη και Βουνίσιος".
Βοσκοί και άλλοι, που τυχαία θα περνούσαν από κει, θα έβλεπαν τα ονόματα, ορισμένοι θα απορούσαν, ελάχιστοι θα ήξεραν. Ένας μεγάλος έρωτας μπορούσε να αθροιστεί σε δυό ονόματα και μία από τις πιο συνηθισμένες και πιο σύντομες λέξεις της γλώσσας.
Την επόμενη μέρα έφυγε από το βουνό.


Θοδωρής Καλλιφατίδης

Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας το 1938. Γιος δασκάλου από τον Πόντο, ήρθε στην Αθήνα το 1946 και αποφοίτησε από το πέμπτο γυμνάσιο αρρένων. Σπούδασε στη σχολή του Καρόλου Κουν και μετά τη στρατιωτική του θητεία εγκαταστάθηκε στη Σουηδία. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και δίδαξε αργότερα στην ίδια σχολή. Επί τέσσερα χρόνια διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό "Μπόνιερς Λιττερέρα Μαγκαζίν". Από το 1976 ζει αποκλειστικά από το γράψιμο. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια, θεατρικά έργα· έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο και έχει σκηνοθετήσει μια ταινία. Έχει τιμηθεί με σημαντικά διεθνή βραβεία για το έργο του και σχεδόν όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν σε είκοσι γλώσσες.

Δείτε τα βιβλία του Θοδωρή Καλλιφατίδη:

http://www.kirithres.gr/Authors.asp?srchauthor=Καλλιφατίδης,


Ουτοπιστής