Η Εύβοια έχει τόσα πεύκα, όσα η υπόλοιπη Ελλάδα ολόκληρη. Ατέλειωτοι φιδωτοί δρόμοι και γύρω το πεύκο, λες και φύτρωσε χθες και μεγάλωσε αμέσως να ομορφύνει το μάτι σου, να κάνει ξεκούραστη τη διαδρομή, ανοιχτό πράσινο, αραιώνει μόνο να σ’ αφήσει να αγναντέψεις συμφωνική αρμονία της φύσης. Και ελιές, πολλές ελιές. Και όμορφες θάλασσες, πολύ όμορφες .
Στήσαμε τη σκηνή στο κάμπινγκ Ροβιές, τελευταία κενή θέση ,παραμονές Δεκαπενταύγουστου, όλη η Ελλάδα στις θάλασσες και στα βουνά. Φύγαμε αμέσως ,παραλία Αγίας Άννας, κάμπινγκ Αγίας Άννας απ’τα καλύτερα στην Ελλάδα, και μια παραλία γεμάτη βότσαλα περίμενε να δύσει ο ήλιος, ήθελε το φεγγάρι εκείνο το βράδυ.
Η πόλη έμεινε πίσω, πολύ πίσω, γραφική φιγούρα ανίατου κουκλοθέατρου. Η εθνική κατάθλιψη που έσπειραν τη χρονιά που πέρασε ξεπεσμένοι πολιτικάντηδες και αγύρτες δημοσιογράφοι έμοιαζε με μαύρη σακούλα απορριμμάτων. Οι νέοι τους έλεγαν στ’αρχίδια μας.Και το φεγγάρι ούτε που τους έδινε σημασία, βγήκε σε λίγο και λαμπύριζε τη θάλασσα και τα βότσαλα.Τι να καταλάβει το μεταξωτό βρακάκι του Γιωργάκη και της λυσσασμένης για εξουσία συμμορίας του, από τις αποχρώσεις της ζωής. Μόνο κάποτε που θα κρεμαστούν απ ΄τις γραβάτες τους τις ίδιες, θα τους ξεράσει ακόμα και η θάλασσα .
Τα τζιτζίκια δοξάζουν την ομορφιά του καλοκαιριού, ένας απορημένος σκύλος φυλάει τη νύχτα τα αστέρια, το αλμυρό αεράκι πλέκει καινούρια όνειρα, ένας κόσμος που απλόχερα να μοιράζει δίκαια την ομορφιά του φεγγαριού, μια φωτιά, μια κιθάρα και οι ακατέργαστες αγνές φωνές μια νεαρής παρέας είναι η Ελπίδα, το κύμα προϊδεάζει μια καινούρια χαραυγή, οι γερασμένες κάλπικες κραυγές των ηλιθίων αργοπεθαίνουν .
Ποιος έκλεψε τόση ομορφιά, απ’ αυτή τη χώρα; Ποιός έκλεψε τόσο φως; Τόση ιστορία ;
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει ,είπε ο ποιητής ,οι διάβολοι όμως δεν ξέρουν από ποίηση. Γίνονται βρικόλακες και μας κλέβουν τα μάτια μας, αρπάζουν την ακοή μας, μας παίρνουν την αφή μας, λυντσάρουν τη γεύση μας, μας στειρώνουν την όσφρηση.
Ατέλειωτη, απέραντη η ομορφιά της χώρας μας, απ’τη Κρήτη ως την Αλεξανδρούπολη, απ’το Καστελόριζο ως τις Πρέσπες. Διάσπαρτα νησάκια ακτινοβολούν τις νύχτες σαν αστέρια της γης, λαμπυρίζουν τις μέρες σαν κοχύλια πεταμένα στη θάλασσα.
Η Εύβοια ανταγωνίζεται την δικιά της ύπαρξη, μοιάζει αυτάρκης απ΄τη Φύση, εγκαταλειμμένη απ’τους ανθρώπους της, όπως όλη η Ελλάδα. Πρωινή βόλτα στην ατέλειωτη παραλία των Ροβιών, σκουπίδια παντού, λες και κανένας δεν νοιάζεται, φτάνεις κοντά στην Αιδηψό και αναπνέεις μπόχα και δυσοσμία υπονόμων.
Κι όταν περάσει το τρίμηνο του καλοκαιριού, τότε;
Η Ελλάδα το καλοκαίρι είναι ένα ατέλειωτο λούνα πάρκ διασκέδασης, τον χειμώνα μια ανοιχτή πληγή που δεν κλείνει.
Γυρίσαμε αργά το βράδυ στο κάμπινγκ, βράδυ Δεκαπενταύγουστου, η απόλυτη ερημιά στο διάδρομο που μέναμε, ήμασταν μόνοι, ολομόναχοι. Το προηγούμενο βράδυ οι φωνές ήταν περισσότερες απ΄ τα τζιτζίκια, η ζωγραφιά της μοναξιάς. Το φεγγάρι ήδη άρχισε να μικραίνει.
Ιαματικά λουτρά Αιδηψού, το Πευκί, η Ιστιαία,η Χαλκίδα, η Κύμη, η Κάρυστος, σκόρπιες λέξεις και ονόματα απ΄τον χάρτη είχα στο μυαλό μου. Η Εύβοια είναι όλα αυτά, αλλά είναι πολλά ακόμα, είναι τα ζωντανά χωριά της, είναι τα χωριά που κρατάν ζωντανή ακόμα όλη την Ελλάδα, όταν οι πόλεις αργοπεθαίνουν. Ήμουν δίπλα της και δεν πήγα ποτέ, λες και δεν ήθελα να πάω.
Απ’τον Αγιόκαμπο το πλοίο ώσπου να πεις δυό κουβέντες με τους γλάρους φτάνει στη Γλύφα, σε λίγο η θάλασσα μένει πίσω,Ο Θεσσαλικός καυτός κάμπος τα καλοκαίρια αγναντεύει τα βουνά του για να δροσιστεί . Η Εύβοια, το Αιγαίο.
Ψηλά στη Δίρφη ,με θεά το Αιγαίο |
Στην Κεφαλονιά, ψηλά στον Αίνο(1628 μ. ), σε υψόμετρο πάνω από 1300 μέτρα αγναντεύεις την απεραντοσύνη, η μυρωδιά της μοναδικής Κεφαλληνιακής ελάτης να σε ταξιδεύει στο πιο αχνισμένο γαλάζιο, εκεί που σμίγει ο ουρανός με τη θάλασσα.
Στην Εύβοια μετά τη Στενή σκαρφαλώνεις την Δίρφη (1743 μ) και χάνεσαι ανάμεσα σε πλατάνια, καστανιές, δρύες, πεύκα και άλλα φυλλοβόλα, φτάνεις ψηλά στο ελατόδάσος για να αγναντέψεις από κει το Αιγαίο, να αγγίξεις τον ουρανό, με μια απλή κίνηση του χεριού. Μυρίζει έλατο και οξυγόνο, είσαι στο ψηλότερο νησιώτικο βουνό -μετά τα βουνά της Κρήτης, είσαι πιο κοντά στον θεό, στον θεό του έρωτα και της φύσης.Παραλία Χιλιαδούς |
Δεν συνάντησα άλλο νησί να σμίγουν οι μυρωδιές της ρετσίνας και της αλμύρας, το σκούρο πράσινο και το ανοιχτό γαλάζιο, ο ψηλός ουρανός να κατεβαίνει ως τη θάλασσα. Μετά ο κατηφορικός δρόμος. Στρόπωνες, Λάμαρη, Παραλία Χιλιαδούς και μια ρεματιά γεμάτο σκηνές, ο παράδεισος του ελεύθερου κάμπινγκ, αμέτρητοι κατασκηνωτές κρυμμένοι μες τα πλατάνια, δίπλα στο ποτάμι που κυλάει να συναντήσει τη θάλασσά του. Σπαρμένοι βράχοι παντού, μέσα κι έξω στη θάλασσα χρωματίζουν με την πέτρα τους τα νερά μιας από τις όμορφες παραλίες της Εύβοιας.
Παραλία Χιλιαδούς |
Απ’ τη Χιλιαδού δεν θες να φύγεις, σε λίγες παραλίες νοιώθεις ότι κάτι με κρατάει εδώ. Απ΄ τη μια το πέτρινο βουνό και απ’ την άλλη τα πεύκα, φθάνουν ως τη θάλασσα, το αλμυρό πεντακάθαρο νερό αλλάζει χρώματα, καθρεφτίζει τις πιο μικρές αχτίδες του καλοκαιρινού ήλιου, μαγεμένο ίσως απ΄ την Πανσέληνο της νύχτας, το Αυγουστιάτικο ολόγιομο φεγγάρι.
Αγία Άννα |
Στήσαμε τη σκηνή στο κάμπινγκ Ροβιές, τελευταία κενή θέση ,παραμονές Δεκαπενταύγουστου, όλη η Ελλάδα στις θάλασσες και στα βουνά. Φύγαμε αμέσως ,παραλία Αγίας Άννας, κάμπινγκ Αγίας Άννας απ’τα καλύτερα στην Ελλάδα, και μια παραλία γεμάτη βότσαλα περίμενε να δύσει ο ήλιος, ήθελε το φεγγάρι εκείνο το βράδυ.
Η πανσέληνος του Αυγούστου στην Αγία Άννα |
Τα τζιτζίκια δοξάζουν την ομορφιά του καλοκαιριού, ένας απορημένος σκύλος φυλάει τη νύχτα τα αστέρια, το αλμυρό αεράκι πλέκει καινούρια όνειρα, ένας κόσμος που απλόχερα να μοιράζει δίκαια την ομορφιά του φεγγαριού, μια φωτιά, μια κιθάρα και οι ακατέργαστες αγνές φωνές μια νεαρής παρέας είναι η Ελπίδα, το κύμα προϊδεάζει μια καινούρια χαραυγή, οι γερασμένες κάλπικες κραυγές των ηλιθίων αργοπεθαίνουν .
Ποιος έκλεψε τόση ομορφιά, απ’ αυτή τη χώρα; Ποιός έκλεψε τόσο φως; Τόση ιστορία ;
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει ,είπε ο ποιητής ,οι διάβολοι όμως δεν ξέρουν από ποίηση. Γίνονται βρικόλακες και μας κλέβουν τα μάτια μας, αρπάζουν την ακοή μας, μας παίρνουν την αφή μας, λυντσάρουν τη γεύση μας, μας στειρώνουν την όσφρηση.
Ατέλειωτη, απέραντη η ομορφιά της χώρας μας, απ’τη Κρήτη ως την Αλεξανδρούπολη, απ’το Καστελόριζο ως τις Πρέσπες. Διάσπαρτα νησάκια ακτινοβολούν τις νύχτες σαν αστέρια της γης, λαμπυρίζουν τις μέρες σαν κοχύλια πεταμένα στη θάλασσα.
Η Εύβοια ανταγωνίζεται την δικιά της ύπαρξη, μοιάζει αυτάρκης απ΄τη Φύση, εγκαταλειμμένη απ’τους ανθρώπους της, όπως όλη η Ελλάδα. Πρωινή βόλτα στην ατέλειωτη παραλία των Ροβιών, σκουπίδια παντού, λες και κανένας δεν νοιάζεται, φτάνεις κοντά στην Αιδηψό και αναπνέεις μπόχα και δυσοσμία υπονόμων.
Κι όταν περάσει το τρίμηνο του καλοκαιριού, τότε;
Η Ελλάδα το καλοκαίρι είναι ένα ατέλειωτο λούνα πάρκ διασκέδασης, τον χειμώνα μια ανοιχτή πληγή που δεν κλείνει.
Γυρίσαμε αργά το βράδυ στο κάμπινγκ, βράδυ Δεκαπενταύγουστου, η απόλυτη ερημιά στο διάδρομο που μέναμε, ήμασταν μόνοι, ολομόναχοι. Το προηγούμενο βράδυ οι φωνές ήταν περισσότερες απ΄ τα τζιτζίκια, η ζωγραφιά της μοναξιάς. Το φεγγάρι ήδη άρχισε να μικραίνει.
Αγιόκαμπος |
Συνομιλία με τους γλάρους |
Άνθισαν μαζί! |
Στην τσιμεντένια πόλη με περίμεναν δυό ανοιχτά λουλούδια. Ο κάκτος κατά καιρούς κάνει τις δικές του εκπλήξεις. Δεν μύριζαν πεύκο, χαμογελούσαν όμως Ελπίδα.
Ουτοπιστής
Ουτοπιστής