Διάλογος πρῶτος
Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲκι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.
Ἡ ἔναστρη φωτεινότητα
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσόρμησε πιὰ στὴν ἀπώτερη θλίψη
μὲ δίχως ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο
μ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀκατέργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμένα μάτια
στὸ μισοσκέπαστο ἐρημόκκλησο σέρνοντας
τὴ μεγάλη ἀνάπηρη σιωπὴ στὸ καροτσάκι τῆς ὁμιλίας
ἀνέκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατάσταση-: πὼς εἴμαστε
καθημαγμένοι ἐρασιτέχνες τοῦ Πραγματικοῦ
μ᾿ ἕνα μυστήριο ποὺ βεβηλώνει τὴ διάνοια διχάζοντας
πρὶν ἡ δορὰ τῆς θάλασσας σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ Ἅδη.
Πολύκρουνη ἡ θύελλα σπάζει τὰ ματογυάλια της κι ὁ μέγας
τρόμος ἀδράχνει τὰ μελλούμενα
σχηματίζοντας ἀποστήματα στὴ μνήμη.
Κατάχαμα τῆς ἀσίγαστης σιγῇς ἕνα κινούμενο
κειμήλιο-σκουλῆκι.
Ἡ ζωὴ ποὺ μικραίνει: ἡ μεγάλη ἀλήθεια.
Στὸν ὁποὺ πιάνει τὸ τσαπὶ γίνεται τσάπισμα
στὸν ὁποὺ πίνει τὸ νερὸ γίνεται πιόμα.
Ἔρχεται ἔαρ ἀειπάρθενο προφέροντας ἀρώματα
κρατεῖ μία κατάμαυρη λεπτότατη κλωστὴ
στὰ ὕπαιθρα τῆς νύχτας
τὸ σημεῖο τοῦ γκιώνη ποὺ εἶν᾿ ἄγνωστο πέρα...