Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τρικαλινοί συγγραφείς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τρικαλινοί συγγραφείς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Ο αχός της σιωπής

Ο αχός της σιωπής, Μαρία Μουτσάκη
Μετρονόμος 2015
             "...Και μη ρωτήσεις άστοχα ποιος είμαι, τι                         κερδίζω.
            Εγώ είμαι τ' άνθος του κακού και ανθίζω στα                      σκοτάδια.
            Φυτρώνω στ΄ άγρια γκρεμνά και εκεί που δεν
            με σπέρνουν
            Μυρώνω τ΄αναπάντεχο, την τάξη ξελογιάζω, 
            να' χεις λαχτάρα για να ζεις, φόβο να μην                         πεθάνεις, 
            να ΄χεις κι ένα κρυφό καημό που θα γενεί                        τραγούδι
            και παραμύθι όμορφο να αφήσεις στα παιδιά
              σου
            για να το λεν΄το σούρουπο σαν βγουν να                         σεργιανίσουν."







Ερωτικός ύμνος, αιώνιος σπαραγμός, ακατοίκητο ανεκπλήρωτο δέος. Σμίγουν μοναδικά ο έρωτας με τον θάνατο πάνω στους στίχους της Μαρίας Μουτσάκη. Ο αχός της σιωπής ακούγεται βροντερά, μέσα από τα σπλάχνα της ζωής, στις πιο ευαίσθητες αποχρώσεις του ανθρώπινου είναι. Φυσάει ο αέρας του Ερωτόκριτου από την πρώτη ως την τελευταία λέξη. Κρητικό κρύσταλλο, η άχνα της ποιήτριας σε προσκαλεί απροσδόκητα στο πιο μεγάλο ταξίδι της ύπαρξης. Δυναμική ποιητική ματιά στον πυρήνα του ζωτικού κύκλου, απογειώνει την ανθρώπινη αγωνία μέσα από την δίνη των συν-αισθήσεων. Ο αχός της σιωπής είναι Ένα Ποίημα. Ο άντρας και η γυναίκα εναλλάσσονται μέσα από την ίδια φωνή σε ένα θεατρικό δρώμενο στα ύψιστα της ψυχής.

"Είσαι ότι φοβήθηκα, είσαι η δίνη της αβύσσου,
της λαχτάρας ο παλμός, το άγριο νερό,
της οδύνης η χαρά, της φωτιάς η αρχαία μνήμη
κι η σιωπή στο βλέμμα σου, χάδι τρυφερό''

Η ποιήτρια φαίνεται να γράφει στίχους πριν γεννηθεί ακόμα. Γεννημένη στην Ιεράπετρα της Κρήτης και μεγαλωμένη στον ίσκιο της Κρητικής μαντινάδας, του Κορνάρου και του Καζαντζάκη αφήνει στους στίχους της να αναβλύσει  η ζύμωση της χαράς και της λύπης, του πόνου και της λαχτάρας, του πόθου και του ανεκπλήρωτου.
Αέναο το παιχνίδι της γέννας με τον θάνατο, συνθέτουν τον έρωτα της ζωής στο έργο της Μαρίας Μουτσάκη,

"Το φως αρνήσου, κοίτα με κι αφήσου
γυμνή στου παραλόγου μου τη σέλα.
Σαν θάνατος γλυκός, μες την οδύνη
του ξέφρενου σπασμού μου αν θέλεις έλα."

Λεπτές ισορροπίες η ζωή μας, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Ίδιος και "Ο αχός της σιωπής"  υγραίνει   το σκληρό τοπίο ενός προδιαγεγραμμένου κύκλου.

"Λεπίδι, ο πόθος τα σχοινιά να παραλύει σαν χάδι.
Αναριγώ, λυτρώνομαι και πέφτω στο πηγάδι."

Διαβάζεις και ξαναδιαβάζεις τους στίχους, αφήνεσαι στο μοναδικό σημαντικό ταξίδι και λες ένα μεγάλο ευχαριστώ στο λυτρωτικό της ποίησης. Κι ένα άλλο ευχαριστώ στην Μαρία Μουτσάκη.


Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης του Μετρονόμου:

Μια ιστορία που συνέβη ή δεν συνέβη, κρυμμένη στη σιωπή, ξετυλίγεται μέσα από τα ποιήματα και τα συναισθήματα που αυτά αναδίδουν. Κάθε στιχούργημα αποτελεί ταυτόχρονα μια αυτόνομη οντότητα, αλλά κι ένα κομμάτι αυτής της ιστορίας.Ο πρωταγωνιστής, το Τυχαίο με ένδυμα Πεπρωμένου (ή και το αντίστροφο), εμπλέκει στο παιχνίδι της ζωής δυο ανθρώπους: τον Άντρα που, παλεύοντας με τη λογική και τις ενοχές συντρίβεται μπροστά στον ίδιο του τον εαυτό και τη Γυναίκα – Πειρασμό που εμφανίζεται με πολλές από τις αρχετυπικές και συμβολικές μορφές της για να ταράξει, αλλά και να ταραχτεί.Η παρτίδα τελειώνει, όχι όμως και το παιχνίδι. Θα επανέλθει -αιώνια επανέρχεται- με άλλη μορφή και άλλους τρόπους.Η ιστορία κλείνει έτσι ακριβώς όπως άρχισε…
Τα ζωγραφικά έργα που κοσμούν το βιβλίο είναι του Τρικαλινού Απόστολου Κουρσοβίτη (Κουρσό).

Η Μαρία Μουτσάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, όπου έμαθε και αγάπησε τις ρίμες και τον έμμετρο λόγο. Σήμερα ζει με την οικογένειά της στη Θεσσαλία και εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.
Αγαπημένη ενασχόληση της είναι να να γράφει στιχάκια και μέγιστη χαρά όταν κάποια απ' αυτά μελοποιούνται και μετουσιώνονται σε τραγούδι.
Ο Αχός της σιωπής είναι η πρώτη της οργανωμένη ποιητική απόπειρα. Κι ενώ η στιχουργική είναι για αυτή ένας οικείος τόπος μέσα στην ποίηση αισθάνεται σαν αμήχανος επισκέπτης.

Το Σαββατο, 9-1-2016, στο μουσικό στέκι «Μανδραγόρας» θα χαρούμε να μοιραστούμε παρέα τον "Αχό της σιωπής''.Εκτός από την παρουσίαση και την αφήγηση - ανάγνωση κάποιων αποσπασμάτων θα ακουστούν ζωντανά πέντε τραγούδια, τέσσερα εκ των οποίων βρίσκονται στη συλλογή:

Τελευταίος πειρασμός (Νίκου Μαστοράκη)
Να γίνω θάλασσα (Σαράντη Μούτου)
Κάλεσμα (Νίκου Μαστοράκη)
Του έρωτα και του Θανάτου (Θαν. Παπακωνσταντίνου)
Πετροκάραβο (Αποστ. Σακκά)

Η διασκευή, η ενορχήστρωση και όλη η οργάνωση του μουσικού μέρους έχουν γίνει από τον Σαράντη Μούτο




Επιμέλεια κειμένου: Κώστας Κοτρώνης

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Εκδόσεις Λογεῖον - Γιάννης Πλεξίδας Με δύναμη από τα Τρίκαλα


Πίσω από το εξώφυλλο

από τον Διονύση Μαρίνο





Η… στέγη της περισπωμένης, στο λογότυπο, δεν περνάει απαρατήρητη. Περισσότερο από ξεχασμένη στίξη, ακούγεται σαν χτύπος από το παρελθόν. Κι ας αναφέρεται σε βιβλία του σήμερα. Το αρχίγραμμα πεζό, κατά παράβαση των κανόνων, σαν μια μικρή –ενδιαφέρουσα− εκκεντρικότητα που παραπέμπει στη σύνεση• στην αποφυγή κάθε μορφής επισημότητας. Οι εκδόσεις λογεῖον έρχονται από τα Τρίκαλα και –πλέον- τα ηχηρά παράδοξα περπατούν εν μέση οδώ.


Τη στιγμή που αρκετοί εκδοτικοί οίκοι της Αθήνας δρέπουν τους πικρούς σπόρους της κρίσης, ο εκδότης Ιωάννης Πλεξίδας συνεχίζει ακάματος –και μοναχικός– τον δικό του δρόμο. Η ασύνορη διάσταση των βιβλίων; Ένα προσωπικό στοίχημα; Ή μήπως μια εναλλακτική που παραβιάζει τις λογικές της ελληνικής βιβλιοαγοράς, για να μας αποδείξει πως τίποτα δεν είναι απίθανο;

Ο Ιωάννης Πλεξίδας –υπό τη διπλή ιδιότητα του συγγραφέα και εκδότη- μας παρουσιάζει τις εκδόσεις λογεῖον.

Πότε ξεκίνησαν οι εκδόσεις λογεῖον και ποια ανάγκη τις δημιούργησε;
Οι εκδόσεις λογεῖον ξεκίνησαν την εκδοτική τους δραστηριότητα το 2009, με έδρα τα Τρίκαλα. Αποφεύγοντας τις κοινοτοπίες του τύπου «για να καλύψουμε ένα κενό στην αγορά», θα έλεγα ότι οι εκδόσεις λογεῖον δημιουργήθηκαν από τον μανιακό έρωτα που έχω για το βιβλίο. Γνωρίζω πως οι έρωτες πληγώνουν, αλλά όντας ακόμη, μετά από πολλά χρόνια, ερωτευμένος, θέλω να πιστεύω ότι αυτή η σχέση θα αποτελέσει εξαίρεση και θα κρατήσει αρκετό καιρό.

Υπήρχε προηγούμενη εκδοτική εμπειρία ή άλλη στο χώρο του βιβλίου;
Στο χώρο του βιβλίου βρίσκομαι εδώ και πολλά χρόνια ως συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής σε διάφορους εκδοτικούς οίκους, τόσο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη όσο και στην επαρχία. Η μετεξέλιξή μου σε εκδότη ήταν το αποτέλεσμα ενός φυσιολογικού τοκετού.

Ποια είναι η βασική διαφορά του να είναι κανείς εκδότης στην Αθήνα και εκδότης στα Τρίκαλα;
Η βασική διαφορά είναι ότι ο εκδότης της επαρχίας βρίσκεται εκτός «κυκλωμάτων». Ναι, είναι αλήθεια, πιστέψτε με. Τα «κυκλώματα» υπάρχουν και στο χώρο του βιβλίου. Έτσι, τα βιβλία του δεν προτείνονται εύκολα από τα περιοδικά του χώρου, δεν μπαίνουν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων κ.ο.κ. Ως εκδότης της επαρχίας αγωνίζομαι με άνισους όρους. Αυτό, όμως, είναι κάτι που γνώριζα εκ των προτέρων και όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου το αντιπαλεύω.

Σκεφτήκατε ποτέ να μεταφέρετε την έδρα του εκδοτικού στην Αθήνα;
Όχι ιδιαίτερα — αν εξαιρέσουμε το κομμάτι των «κυκλωμάτων». Κατά τ’ άλλα, μεταφραστές, γραφίστες, διορθωτές του εκδοτικού βρίσκονται στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Με τη σύγχρονη τεχνολογία δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στην έκδοση ενός βιβλίου. Οπότε, δεν θεωρώ μία τέτοια μετακίνηση αναγκαία.

Ποια είναι η αντιμετώπιση της τοπικής κοινωνίας; Ενδιαφέρεται; Γνωρίζει τις εκδόσεις;
Θα έλεγα ότι η τοπική κοινωνία, σ’ έναν μεγάλο βαθμό, αδιαφόρησε για το εκδοτικό εγχείρημα. Αναφέρομαι τόσο στους αναγνώστες, στους επαγγελματίες του χώρου και στους δημοσιογράφους. Σκεφτείτε ότι αν και δίνω παρακαταθήκη τα βιβλία και με έκπτωση έως και 50%, δεν υπάρχουν στα περισσότερα βιβλιοπωλεία των Τρικάλων, αφού οι βιβλιοπώλες δεν τα προωθούν. Σκεφτείτε, επίσης, ότι στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, βάσει του καταστατικού που παλιότερα είχα διαβάσει, υποχρεούνται να έχουν βιβλία τρικαλινών συγγραφέων και εκδοτών. Ποτέ δεν ζήτησαν ένα αντίτυπο από κάποιο βιβλίο μου. Και οι τοπικοί συγγραφείς δεν έδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση σε έναν τοπικό εκδοτικό οίκο ― άσχετα αν αυτός ο εκδοτικός εκδίδει βιβλία σημαντικών Ελλήνων συγγραφέων ή βιβλία του Harvard και άλλα πολλά. Θεωρούν ότι η δουλειά τους θα πάρει αξία αν εκδοθούν σ’ έναν εκδοτικό οίκο των Αθηνών, για παράδειγμα. Τα βιβλία των εκδόσεων, από την άλλη, παρουσιάζονται σε έντυπα των Αθηνών και άλλων πόλεων, στα Τρίκαλα ωστόσο κανείς δεν έκανε τον κόπο να ασχοληθεί. Νομίζω ότι εδώ ταιριάζει απόλυτα το «κανείς προφήτης στον τόπο του».

Ποια είναι τα κριτήρια για την επιλογή έκδοσης ενός βιβλίου; Πόσα κείμενα –προς ανάγνωση και έκδοση− σας έρχονται καθημερινά;
Η ποιότητα του κειμένου. Αυτό και μόνο αυτό. Τα κείμενα αξιολογούνται από κριτικούς και εγκρίνονται ή απορρίπτονται. Καθημερινά έρχονται, κυρίως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αρκετά κείμενα, τα περισσότερα πρωτόλεια τα οποία υστερούν σημαντικά σε περιεχόμενο, ύφος και δομή. Βέβαια, υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις. Κάποιες από αυτές θα εκδοθούν σύντομα.

Στις μέχρι τώρα εκδόσεις, στην ελληνική σειρά, υπάρχουν πρωτοεμφανιζόμενοι, αλλά και δόκιμοι συγγραφείς με πολλά… χιλιόμετρα πίσω τους. Ποιοι είναι πιο δύσκολοι;
Οι νέοι συγγραφείς είναι οι πιο δύσκολοι. Κυρίως λόγω της άγνοιας που έχουν για την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο του βιβλίου. Και της πεποίθησής τους ότι έχουν γράψει, το λιγότερο, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Στα πρώτα βήματά μου ως εκδότης μου είχε πει κάποια νεαρή και άγνωστη ποιήτρια ότι περιμένει να βγάλει πολλά χρήματα και να ζήσει από τα ποιήματά της. Το είπε αυτό για μια χώρα που, αν θυμάμαι καλά, διαβάζει μόνο το 8% του πληθυσμού.

Εντύπωση προκαλεί η εισαγωγή των μυθιστορημάτων τρόμου στην ελληνική αγορά, μέσω του εκδοτικού σας; Υπάρχει ενδιαφέρον γι’ αυτά τα βιβλία ή παραμένουν… παρεξηγημένα;
Δυστυχώς η λογοτεχνία τρόμου δεν έχει κατορθώσει ακόμη να μπει στα σαλόνια της «καθώς πρέπει» λογοτεχνίας. Σε αντίθεση με την αστυνομική λογοτεχνία που το πέτυχε, η λογοτεχνία τρόμου παραμένει ένα παρεξηγημένο είδος, μία παραλογοτεχνία. Οι αναγνώστες την αντιμετωπίζουν με καχυποψία και την αποφεύγουν. Είναι κρίμα, ωστόσο, γιατί υπάρχουν κείμενα διαμάντια στον συγκεκριμένο χώρο, όπως τα κείμενα του Κέτσαμ ή του Κινγκ, κείμενα τα οποία διέπονται από τις ίδιες υπαρξιακές αγωνίες και τα ίδια ερωτήματα για το επέκεινα, τον θάνατο, τη μοναξιά, τις σχέσεις των ανθρώπων —και όχι μόνο― που κυριαρχούν και στην υπόλοιπη λογοτεχνία.

Η ιδιαίτερη «σχέση» με τον Τζακ Κέτσαμ πώς προέκυψε;
Ως μεταπτυχιακός φοιτητής «έπεσε» στα χέρια μου το βιβλίο του, «Το κορίτσι της διπλανής πόρτας» (΄΄The Girl Next Door΄΄). Διάβασα την εναρκτήρια πρόταση: «You think you know about pain?» (Νομίζετε ότι ξέρετε τι σημαίνει πόνος;). Αυτή η πρόταση με βύθισε στον κόσμο του Κέτσαμ, από τον οποίο δεν μπόρεσα να δραπετεύσω ποτέ. Ως εκδότης λοιπόν, αναπόδραστα, εξέδωσα το «Κορίτσι», καθώς και άλλα κείμενά του. Φυσικά, έπεται συνέχεια.

Προσφάτως εκδόθηκε και ένα δικό σας βιβλίο. Πώς είναι να λειτουργεί κανείς ως συγγραφέας και εκδότης ταυτόχρονα;
Δύσκολο. Αλλά δεν λένε ότι τα δύσκολα αξίζουν στη ζωή; Όπως και να ’χει πρόκειται για δύο ιδιαίτερα απαιτητικές δουλειές που η καθεμία θέλει τον χρόνο της. Ανάλογα με τις προτεραιότητες, αναγκαστικά, η μία γίνεται εις βάρος της άλλης. Σκεφτείτε ότι για το πρόσφατο βιβλίο μου, «Η Ανθρωπολογία του κακού. Μία ανάγνωση του Γρηγορίου Νύσσης» χρειάστηκαν 3 χρόνια κοπιώδους μελέτης και ανάλυσης των βυζαντινών και αρχαίων πηγών, καθώς και των θεωριών της σύγχρονης φιλοσοφικής σκέψης για το πρόβλημα του κακού. Προς το παρόν, ωστόσο, δεν θέλω να αφήσω καμία από τις δύο. Το μέλλον θα δείξει αν ο λαός έχει δίκιο για τα δύο καρπούζια κάτω από τη μία μασχάλη. Τουλάχιστον θα το έχω δοκιμάσει.

Η οικονομική κρίση έχει χτυπήσει και το χώρο του βιβλίου. Πώς βλέπετε τις προοπτικές στο άμεσο μέλλον; Σε τι βαθμό καταγράφονται, αν υπάρχουν, οι ζημίες στο δικό σας εκδοτικό και πώς καλύπτονται;
Εδώ και δύο χρόνια, ο χώρος του βιβλίου βιώνει μία μεταβατική κατάσταση. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πού θα καταλήξει. Θέλω να πιστεύω ότι όλη αυτή η κρίση λειτουργεί σαν κρησάρα. Ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι. Ο κόσμος ξέρει να αξιολογεί. Όσοι δουλεύουν με συνέπεια και σοβαρότητα, πιστεύω ότι θα αντέξουν. Ίσως, πάλι, όχι. Θα δείξει. Σε ό,τι αφορά στις εκδόσεις λογείον, ο κόσμος μας τίμησε με την εμπιστοσύνη και την αγάπη του, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι δεν έχουμε υποστεί ζημιές. Ελπίζω ότι θα συνεχίσουμε έτσι.

Μέχρι τώρα ποιο είναι το best seller του εκδοτικού;
Τα βιβλία του Harold S. Kushner, «Κατακτώντας την ευτυχία» και «Ξεπερνώντας τις απογοητεύσεις της ζωής». Δύο βραβευμένα, παγκόσμια μπεστ σέλερ ψυχολογίας/αυτοβελτίωσης, που πούλησαν και συνεχίζουν να πουλούν ανέλπιστα καλά για τα δεδομένα ενός εκδοτικού οίκου με ολιγόχρονη παρουσία στον χώρο.

Ποια είναι τα άμεσα σχέδια του εκδοτικού οίκου;
Το να συνεχίζουμε να εκδίδουμε βιβλία «φετίχ», όπως έχουν χαρακτηριστεί. Ειδικότερα, ετοιμάζουμε κάποια κείμενα στις σειρές Ψυχολογία/Αυτοβελτίωση, Επιστήμες και, φυσικά, Σκοτεινοί Τόποι (Λογοτεχνία Τρόμου και Φανταστικού), ενώ θα εκδοθούν και κάποια κλασικά λογοτεχνικά και φιλοσοφικά κείμενα.

Γιατί ένας συγγραφέας να προτιμήσει τις εκδόσεις λογεῖον και γιατί ένας αναγνώστης;
Αντί άλλης απάντησης, θα μου επιτρέψετε να σας παραθέσω ένα σύντομο απόσπασμα από την κριτική του κ. Γιώργου Αράγη, στο περιοδικό «Πλανόδιον» (2009, τεύχος 47, σ. 651): «Η τυπογραφική εμφάνιση του τόμου είναι τέτοια που θα τη ζήλευαν οι καλύτερες εκδόσεις της Αθήνας». Η ποιότητα της δουλειάς μας ―τόσο σε επίπεδο εμφάνισης όσο και σε επίπεδο περιεχομένου— είναι ένα σημαντικό κριτήριο, ώστε ένας συγγραφέας ή ένας αναγνώστης να επιλέξει τα βιβλία του εκδοτικού, ο πρώτος για να εκδοθεί και ο δεύτερος για να τα διαβάσει.

Θα μπορούσαν να ανθίσουν και άλλες τέτοιες προσπάθειες σε όλη την Ελλάδα ή μήπως ο γνωστός υδροκεφαλισμός της Ελλάδας πνίγει τέτοιες προσπάθειες;
Δεν ξέρω αν θα μπορούσαν να ανθίσουν εκδοτικές προσπάθειες στην επαρχία, στις παρούσες συνθήκες. Αναμφισβήτητα είναι ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτεί τόλμη και πολλές θυσίες. Σίγουρα πάντως αξίζει μία προσπάθεια. Το οφείλει η επαρχία στον εαυτό της.

Αναδημοσίευση από:
http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=SPG1

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Πόλη παιδιών

koutsiabasakos360Του Σπύρου Γιανναρά


Σε αντίθεση με τα όσα γράφονται στο οπισθόφυλλο, νομίζω ότι το μυθιστόρημα Πόλη παιδιών του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου δεν είναι επουδενί «ένα βιβλίο για τις Παιδοπόλεις που, από το 1947 έως το 1998, συνυπήρχαν βουβά με τις υπόλοιπες πόλεις της ελληνικής επικράτειας». Στην περίπτωση, όπως εν προκειμένω, της καλής λογοτεχνίας η ταύτιση του έργου με τον τόπο εξέλιξης της πλοκής ή τη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα, περιορίζει επικίνδυνα το νοηματικό και υπαρξιακό του εύρος, απαξιώνοντάς το λογοτεχνικά. Με άλλα λόγια, η Πόλη παιδιών είναι ένα μυθιστόρημα για τις Παιδοπόλεις στο βαθμό που ο Μόμπυ Ντικ είναι ένα μυθιστόρημα για τα φαλαινοθηρικά ταξίδια ή η Άννα Καρένινα ένα μυθιστόρημα για τον αδιέξοδο έρωτα.
Επιμένω σε αυτό γιατί νομίζω πως εστιάζοντας η κριτική –ελέω ίσως του οπισθόφυλλου– στο θέμα των Παιδοπόλεων, αδίκησε ένα κατά τη γνώμη μου από τα καλύτερα μυθιστορήματα της περασμένης χρονιάς, παραπλανώντας τους αναγνώστες. Ποιον ενδιαφέρει ένα μυθιστόρημα για τις Παιδοπόλεις ή τη φαλαινοθηρία; Ένα ίσως χαρακτηριστικό των έργων της καλής πεζογραφίας είναι ότι δεν μπορεί κανείς να συνοψίσει σε μια φράση το θέμα τους.

Πέρα από στερεότυπα
Μπορεί να θεωρηθεί αυτοβιογραφικό έργο μονάχα με την προϋπόθεση ότι η καθαρή μυθοπλασία, η αμόλυντη από βιογραφικά στοιχεία, είναι ανθρωπίνως αδύνατη.
Η ταύτιση του βιβλίου με τις Παιδοπόλεις είναι διπλά παραπλανητική γιατί οι Παιδοπόλεις ταυτίζονται με τη σειρά τους στο μυαλό του επίδοξου αναγνώστη με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο: με τον Εμφύλιο. Δημιουργείται δηλαδή η δεύτερη πλανερή εντύπωση ότι το μυθιστόρημα του Κουτσιαμπασάκου είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Την ίδια εντύπωση δημιουργεί και η ταύτιση του Μόμπυ Ντικ με την φαλαινοθηρία. Όμως, το ιστορικό μυθιστόρημα έχει ως προγραμματικό στόχο να αναβιώσει το κλίμα και την ατμόσφαιρα μιας συγκεκριμένης ιστορικής εποχής και λιγότερο τη σκιαγράφηση ενός ιδιαίτερου ανθρωπολογικού τύπου, ο οποίος φωτίζει με το υπαρξιακό του αδιέξοδο και τις μεταφυσικές του αγωνίες, όχι τόσο τον ιστορικό χρόνο, όσο την οντολογική πραγματικότητα. Π.χ. τον νεωτερικό άνθρωπο. Υπ’ αυτό το πρίσμα οι Μνήμες του Αδριανού της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ δεν εντάσσονται στο ιστορικό μυθιστόρημα.
koutsiabasakos-eikonaΣυνεχίζοντας την αρνητική διαλεκτική θα συμπλήρωνα ότι η Πόλη παιδιών δεν είναι ούτε ένα αυτοβιογραφικό ή έστω απλά βιογραφικό μυθιστόρημα. Και πάλι νομίζω πως, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι ο συγγραφέας έζησε σε Παιδόπολη τα ίδια ακριβώς χρόνια με τον ήρωα του μυθιστορήματος, Γιώργο Χαλκίτη, από το 1971 ως το 1976, δημιουργείται η πλαστή εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα βιβλίο όπου ένας ακόμα συγγραφέας μας διηγείται, διογκώνοντάς τες, τις περιπέτειες της πρώτης του νιότης. Πόσο αδιάφορο και πάλι θα φάνταζα ένα βιβλίο, όπως π.χ το αριστουργηματικό μυθιστόρημα Άλλες φωνές, άλλοι τόποι του Τρούμαν Καπότε με ήρωα έναν περίπου συνομήλικο του Χαλκίτη, ιδωμένο απ’ αυτό το επίσης περιοριστικό πρίσμα;
Αν οφείλαμε να το προσδιορίσουμε ως είδος, θα λέγαμε ότι η Πόλη παιδιών είναι μια αυτοβιογραφική μυθοπλασία. Αυτός όμως ο γενικόλογος χαρακτηρισμός δεν συνιστά έναν πιθανό ορισμό της λογοτεχνίας; Εφόσον δηλαδή με τον όρο αυτό εννοούμε το φιλτράρισμα των παραστάσεων του βίου που συνθέτουν την βιογραφία του, μέσα από το πνεύμα του συγγραφέα και το πάντρεμά τους με την ποιητική του φαντασία. Η Πόλη παιδιών μπορεί να θεωρηθεί αυτοβιογραφικό έργο μονάχα με την προϋπόθεση ότι η καθαρή μυθοπλασία, η αμόλυντη από βιογραφικά στοιχεία, όπως αντίστοιχα η καθαρή βιογραφία δίχως ίχνος μυθοπλασίας, είναι ανθρωπίνως αδύνατη.
Είναι ένα bildungsroman, ένα μυθιστόρημα μαθητείας, εστιασμένο όμως στη παιδική ηλικία.
Θα αποτολμούσα και πάλι να πω ότι οι βιογραφίες επιφανών πολιτικών ή συγγραφέων είναι περισσότερο μυθοπλασίες, μια υποκειμενική δηλαδή αφήγηση όπου η φαντασία του βιογράφου έχει τον πρώτο λόγο στη διάρθρωση του βιογραφικού υλικού και λιγότερο η ανασύσταση του πραγματικού βίου ενός ιστορικού προσώπου. Με το που ξαπλώνει στο χαρτί, ακόμα και το υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, πόσο μάλλον ο ημι-αυτοβιογραφικός Γιώργος Χαλκίτης, μετατρέπεται, καθώς το οικειοποιείται η λογοτεχνία, σε αυτόνομο λογοτεχνικό ήρωα με τα δικά του βάσανα και όνειρα.
Έχοντας λοιπόν επισημάνει τι δεν είναι το μυθιστόρημα του Κουτσιαμπασάκου, μπορούμε πλέον να αντιστρέψουμε το σχήμα και να επιχειρήσουμε να δώσουμε έναν πολυεπίπεδο ορισμό του που ευελπιστεί να φωτίσει τις διαφορετικές πτυχές του βιβλίου. Η Πόλη παιδιών είναι λοιπόν ένα bildungsroman, ένα μυθιστόρημα μαθητείας, εστιασμένο όμως στη παιδική ηλικία. Ως συνεπές bildungsroman είναι ένα μυθιστόρημα πνευματικής ενηλικίωσης, που στην συγκεκριμένη περίπτωση συντελείται πρόωρα και ταυτίζεται με το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην πρώιμη εφηβεία.
Αυτή η εξαναγκασμένη, τρόπον τινά, ενηλικίωση αποδίδεται με ποικίλους αλληγορικούς τρόπους προσφέροντάς μας μερικές από τις ωραιότερες και πιο μεστές λογοτεχνικά, περιγραφές του βιβλίου. Π.χ. ως εξωτερική πάλη και ως εσωτερική διαπάλη για την υπέρβαση του παιδικού εαυτού: «Συμμετείχε στις μεγάλες μάχες με τα παιδιά της έκτης, τις πιο μεγάλες με τον Ρήβα. Έτρεχε, έμπαινε στα τζαρτζαρίσματα, έκανε τάκλιν, κι όταν είχε στα πόδια του την μπάλα, την κρατούσε πιο πολύ, σαν να ήθελε, μαζί με τον αντίπαλο, να ντριμπλάρει και τον εαυτό του».

Η πορεία της ενηλικίωσης από κορφή σε κορφή

Η εντυπωσιακότερη όμως σκηνή είναι εκείνη με την οποία ανοίγει το βιβλίο, που αποτελεί και μια από τις πιο πετυχημένες (καθότι εξαιρετικά πρωτότυπη και εντυπωσιακή) ενάρξεις μυθιστορήματος: Την περιδιάβαση του ήρωα πάνω στα δέντρα, περνώντας ακροβατικά από κορφή κυπαρισσιού σε κορφή κυπαρισσιού.
Η ενηλικίωση αποδίδεται επίσης και με μια κάθετη διεύρυνση του χώρου, που εικονογραφείται με το περπάτημα πάνω στα δέντρα.
Η ενηλικίωση αποδίδεται συμβολικά ως μια οριζόντια και μια κάθετη διεύρυνση του χώρου. Ως μια οριζόντια διεύρυνση του περίκλειστου ορίζοντα της Παιδόπολης πέρα από την σιδερόφρακτη περίφραξή της, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την ενοποίηση ενός αποσπασματικού έως τότε κόσμου. Την ενοποίηση του κόσμου του σπιτιού και του κόσμου της Παιδόπολης, που συνεπάγεται και την ένταξή τους στον Κόσμο με Κ κεφαλαίο· σε μια οικουμένη που περικλείει την Παιδόπολη, την μεγαλόπολη Θεσσαλονίκη και την πρωτεύουσα όπου και έχει μεταφερθεί η μάνα. «Ο κόσμος ήταν συνεχόμενος, ένας, πουθενά δεν τον έκοβαν Σύρματα, κι εκείνος προχωρούσε μέσα του». Με άλλα λόγια ο Κουτσιαμπασάκος περιγράφει την ενηλικίωση ως το οντολογικό πέρασμα από τον οίκο στην οικουμένη.
Η ενηλικίωση αποδίδεται επίσης και με μια κάθετη διεύρυνση του χώρου, που εικονογραφείται με το περπάτημα πάνω στα δέντρα και με την αναρρίχηση και την κατάκτηση του λόφου, έξω από την Παιδόπολη. «Ανέβηκε στην Κορυφή, το έκανε, έσκισε τον ορίζοντα που έβλεπε από την Παιδόπολη, αλλά στο βάθος ένας καινούργιος υπήρχε, ερχόταν μπροστά του. Ίσως έτσι να ήταν ο κόσμος, έπρεπε να κυνηγήσει πολλούς ορίζοντες για να τον γνωρίσει, έπρεπε να τους σκίσει για να φτάσει στη μάνα του».
koutsiabasakos-paidopoliΗ ανάγκη εξύψωσης πάνω από τη ρουτίνα και τη σκονισμένη τύρβη του καθημερινού βίου, η ανάγκη διεύρυνσης ενός περιορισμένου και περιοριστικού ορίζοντα, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τους ήρωες του Κουτσιαμπασάκου. Ήδη στη Σκεπή, στο ομώνυμο διήγημα της πρώτης του συλλογής διηγημάτων, ο ήρωας περπατάει, σαν άλλος Χαλκίτης στην υπό επισκευή σκεπή του πατρογονικού του σπιτιού βιώνοντας μια πρωτόγνωρη ψυχική ανάταση. Ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει δύο διαφορετικούς ανθρωπολογικούς τύπους που εκφράζουν δύο διαφορετικές Ελλάδες: Την Ελλάδα πριν και μετά τη μεταπολίτευση. Την Ελλάδα της φτώχειας και του ονείρου, της δίψας για δουλειά, των ανθρώπων που ξαναφτιάχνουν με τα ίδια τους τα χέρια τον κόσμο, επιθυμώντας να «ανεβούν λίγο ψηλότερα» και της Ελλάδας της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας και ραστώνης, των ανθρώπων που ψάχνουν να βολευτούν λίγο καλύτερα. Την δεύτερη αυτή ευθυνόφοβη, κοντόφθαλμη και συντηρητική Ελλάδα ενσαρκώνουν στην Πόλη παιδιών, τόσο ο αστυνόμος θείος του Χαλκίτη, που ψάχνει να μπαλώσει τα προβλήματα κρατώντας το παιδί διαρκώς στο σκοτάδι, όσο και οι θλιβερές φιγούρες των εκάστοτε αρτηριοσκληρωτικών διευθυντών του ιδρύματος.
Εκτός όμως από μια κάθετη και οριζόντια μετατόπιση του εξωτερικού ορίζοντα η ενηλικίωση συντελείται μέσω της μετατόπισης του ψυχικού ορίζοντα του ήρωα, της διεύρυνσης των συντεταγμένων του εσωτερικού του κόσμου. Προϋπόθεση της ενηλικίωσης αποτελεί η βίωση της απώλειας ή του μηδενός. Ο Χαλκίτης χάνει τον παιδικό του κόσμο και ξανακερδίζει μέσα από την Παιδόπολη μια θέση εντός ενός διευρυμένου κόσμου. Ωστόσο η καθαυτό αίσθηση της απώλειας βιώνεται μέσω της βίαιης αποκοπής από τον κόρφο της μάνας και το ενιαίο και αδιαίρετο οικογενειακό περιβάλλον. «Ο θείος έφευγε, σε κάθε βήμα τον έβγαζε από πάνω του, τον έκοβε με μαχαίρι, από τα χέρια του, το στήθος του, από μέσα του, ο θείος έφευγε και δεν τον έπαιρνε μαζί του (…) ο θείος έφευγε, με το ίδιο μαχαίρι τον έκοβε από τη μάνα του, από τα μάτια της, από τα χείλη της από τον κόρφο της, τον έκοβε από το κρεβάτι του, το σπίτι τους, η πλάτη του μίκραινε, τον έκοβε από τον κόσμο».
Ο Κουτσιαμπασάκος επαναλαμβάνει ένα από τα μεγάλα μεταφυσικά μοτίβα της λογοτεχνίας, σύμφωνα με το οποίο πρέπει κανείς να χάσει πρώτα τον εαυτό του για να μπορέσει να τον ξαναβρεί.
Ο απογαλακτισμός αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση της ενηλικίωσης όπως και η απομάκρυνση από το σπίτι και το κρεβάτι του. Ο Χαλκίτης χάνει τη μάνα του, δηλαδή τον άξονα αναφοράς του, την παιδική του ταυτότητα και αναζητεί μια νέα εντός του ανοίκειου ακόμα κόσμου ή του μηδενός. Ο Κουτσιαμπασάκος επαναλαμβάνει ένα από τα μεγάλα μεταφυσικά μοτίβα της λογοτεχνίας, σύμφωνα με το οποίο πρέπει κανείς να χάσει πρώτα τον εαυτό του για να μπορέσει να τον ξαναβρεί.
Ο μικρός παιδοπολίτης παλεύει να διευρύνει τον ορίζοντά του προκειμένου να περικλείσει εντός του και τη μάνα του. Παλεύει δηλαδή να διευρύνει τα εξωτερικά όρια του κόσμου προκειμένου να διευρύνει και τα όρια της ψυχής του. Η ενηλικίωση συντελείται ταυτόχρονα και ως μια διαλεκτική του εξωτερικού με τον εσωτερικό χώρο. Το ταξίδι προς τη μάνα είναι ένα ταξίδι αναζήτησης του αναγεννημένου του εαυτού. Ο ξενιτεμός ταυτίζεται με την αναζήτηση του νοήματος και την αναγνώριση του κόσμου. Με άλλα λόγια, το ταξίδι ή ο περίπλους του Χαλκίτη επαναλαμβάνεται αέναα εντός της λογοτεχνίας από την εποχή του Ομήρου.
Η διαδικασία ενηλικίωσης ολοκληρώνεται λογοτεχνικά την στιγμή της συνάντησης με τη μάνα η οποία αποκτά μια αναστάσιμη χροιά, μετουσιώνεται σε υπόσχεση εξοικείωσης του κόσμου, υπέρβασης του μηδενός, δηλαδή του θανάτου. Το γεγονός αναδεικνύει η αναστάσιμη προσευχή που συνοδεύει ως μουσική υπόκρουση τον μονόλογό του Χαλκίτη ο οποίος επαναφέρει τη στιγμή της συνάντησης στη μνήμη του:
«Τον Σταυρό σου Χριστέ προσκυνούμεν…
Η μάνα του ερχόταν, έβγαινε από μέσα του. Την έβλεπε όπως ανέβαινε με τα λόγια. Την αντίκριζε καθώς κατέβαινε. Στεκόταν μπροστά του. (…) …και την αγίαν σου Ανάστασιν υμνούμεν…
Αυτό που ήθελε, το μόνο και τίποτε άλλο, έγινε, έμεινε με τη μάνα του. (…) Αυτούς τους ορίζοντες προσπαθούσε να σκίσει και να βγει στον έξω κόσμο, ανάμεσα στους ορίζοντες κόπιαζε να ισορροπεί…
Ζούσε σαν φιγούρα κομμένη με το μαχαίρι από τον μητρικό κόρφο.
… ιδού γαρ ήλθε στα του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω. (…)
Δια παντός ευλογούντες τον Κύριον…
Τον σκέπαζε η ζεστασιά από το στήθος της, η μυρωδιά του λαιμού της, τα χέρια της δεν τον άφηναν. Δεν τον παράτησε. Όχι, αυτό δεν έγινε ποτέ, ούτε για μια στιγμή. Όλα τα χρόνια που αυτός κοιμόταν σε ξένα κρεβάτια η μάνα του κοιμόταν σε ξένο κρεβάτι (…) Σταυρόν γαρ υπομείνας δι΄ημάς, θανάτω θανάτον ώλεσεν.
Έμεινε να κοιτάζει, τα ακίνητα πόδια του, τα άδεια χέρια του. Πατούσε κάτω στις ψηφίδες του μωσαϊκού. Όλος σηκωνόταν. Χτυπούσε στους τοίχους στο ταβάνι, γλιστρούσε στα τζάμια. Ακόμα κοιτούσε». Χάρη στη μητρική αγάπη που τον στήνει στα πόδια του, η αγάπη γίνεται αντιληπτή ως το πληρέστερο βίωμα, δηλαδή ως γεγονός αναστάσιμο. Η ενηλικίωση είναι και η πρώτη γνωριμία με τον θάνατο και τη δυνατότητα υπέρβασης του θανάτου.
Ο Χαλκίτης που ζούσε στην Παιδόπολη σαν φιγούρα κομμένη με το μαχαίρι από τον μητρικό κόρφο, επιστρέφει σε αυτήν ως ο γιος που έχει αναλάβει την νοσούσα μητέρα του αντιστρέφοντας τους όρους εξάρτησης παιδιού και ενήλικα. «Μέσα του είχε το πρόσωπο της μάνας του, όπως ήταν τώρα, δεν διέφερε από τα άλλα παιδιά». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το βιβλίο κλείνει με μια ακόμα μεταφορά της ενηλικίωσης ως διευρυμένου ορίζοντα που δεν χάνεται πλέον μακριά του χωρίζοντάς τον από έναν άγνωστο κόσμο, αλλά φέρνει προς το μέρος του ένα κόσμο οικείο: «Και άλλοι άνθρωποι και άλλα σπίτια έρχονταν στο παράθυρό και στέκονταν εμπρός του. Έρχονταν κι οι δρόμοι. Ευθείς, με στροφές, φαρδείς, φαρδύτεροι. Έσμιγαν με τους προηγούμενους. Μέσα τους δεν χανόταν. Ήξερε από πού ξεκινούσαν, είχε βρει την αφετηρία τους. Ήξερε που τον οδηγούσαν».

Με το βλέμμα ενός παιδιού
Ο συγγραφέας αποφεύγει συνειδητά την επιλογή του ιστορικού μυθιστορήματος...
Η Πόλη παιδιών είναι ένα μυθιστόρημα του παιδικού βλέμματος. Κάθε εικόνα, λόγος ή σκέψη φτάνει στον αναγνώστη φιλτραρισμένη μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού του δημοτικού. Ο Κουτσιαμπασάκος χρησιμοποιεί ως τέλειο άλλοθι αυτόν τον λογοτεχνικό περιορισμό, προκειμένου να μην επιστρέψει σε μια εξαιρετικά φορτισμένη ιστορική περίοδο της Ελλάδας –το πέρασμα από τη Χούντα στην Μεταπολίτευση– να επισκιάσει την υπαρξιακή περιπέτεια του ήρωά του. Σε οποιοδήποτε άλλο μυθιστόρημα όπου το βλέμμα του ήρωα θα ήταν εκείνο ενός ενήλικα με ώριμη ιστορική συνείδηση, τα ιστορικά γεγονότα θα καταλάμβαναν αναγκαστικά το πρώτο πλάνο επισκιάζοντας τους ήρωες που με τη σειρά τους θα προσδιορίζονταν αναγκαστικά σε σχέση με την ιστορία.
koutsiabasakos-photoΟ συγγραφέας αποφεύγει συνειδητά, όπως είπαμε και στην αρχή, την επιλογή του ιστορικού μυθιστορήματος, θέτοντας τα ιστορικά γεγονότα στο φόντο της αφήγησης. Δεν νομίζω ότι θα βρει εύκολα κανείς πιο πετυχημένη μεταφορά για την Ελλάδα της χούντας, από εκείνη που επιλέγει ο Κουτσιαμπασάκος χαρακτηρίζοντας την Παιδόπολη, ένα στρατόπεδο μέσα στο στρατόπεδο: «Ο κόσμος είχε μπει στην Παιδόπολη, η Παιδόπολη είχε βγει έξω στον κόσμο». Η πτώση της χούντας υπονοείται με την απόσυρση των κάδρων με το έμβλημα της 21ης Απριλίου στην αποθήκη όπου και τα ανακαλύπτουν παίζοντας τα παιδιά και με την αντικατάσταση της διοίκησης της Παιδόπολης με νέα πρόσωπα που όμως στα παιδικά και όχι μόνο μάτια διαφέρουν ελάχιστα από τα προηγούμενα.
Ο ορίζοντας του μυθιστορήματος της ενηλικίωσης διευρύνεται για να αγκαλιάσει ολόκληρη την Ελλάδα. Την ώρα που ο Χαλκίτης αναζητεί μια θέση στον κόσμο κατακτώντας την ενηλικίωση, η ίδια η χώρα γίνεται μέλος μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης διατρανώνοντας ότι έχει αφήσει πίσω της το πρόσφατο ανήλικο παρελθόν της. Σήμερα που ο κύκλος της Μεταπολίτευσης φαίνεται να κλείνει το ερώτημα που μοιάζει να μας απευθύνει ο Κουτσιαμπασάκος είναι εάν και κατά πόσο καταφέραμε ως έθνος να ενηλικιωθούμε, εκφράζοντας φόβους ότι παραμένουμε μια πόλη παιδιών που ταλανίζεται από τις ίδιες πάντα ενδημικές ασθένειες.
Έστησε με εξαίρετο τρόπο και άψογη λογοτεχνική οικονομία αφήγησης και δράσης ένα δύσκολο πρώτο μυθιστόρημα αποφεύγοντας με μαεστρία όλους τους σκοπέλους...
Θεωρώ, όπως προείπα, την Πόλη παιδιών ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του 2012 αν όχι των τελευταίων ετών. Ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος έστησε με εξαίρετο τρόπο και άψογη λογοτεχνική οικονομία αφήγησης και δράσης ένα δύσκολο πρώτο μυθιστόρημα αποφεύγοντας με μαεστρία όλους τους σκοπέλους που το ίδιο το εγχείρημα έθετε μπροστά του. Συνέθεσε ένα μυθιστόρημα που αφηγείται τα πάντα μέσα από το αθώο βλέμμα ενός παιδιού χωρίς να υποπέσει ούτε στιγμή σε αφέλειες, κοινοτοπίες και ό,τι εν γένει αποκαλούμε παιδαριωδία. Δεν υπέκυψε στον πειρασμό του άκρατου συναισθηματισμού και του μελοδραματισμού, χειριζόμενος άψογα το συναίσθημα του αναγνώστη το οποίο κορυφώνεται και τον κατακλύζει την κατάλληλη στιγμή, προσφέροντάς του μια λυτρωτική κάθαρση.
Επίσης μας έδωσε ένα μεστό αλλά ελαφρύ κείμενο το οποίο φρόντισε να μην φορτώσει με ανούσιες και πληκτικές πληροφορίες για τις Παιδοπόλεις που θα επισκίαζαν τους ολοζώντανους χαρακτήρες του. Γιατί η Πόλη παιδιών είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων που συνοδεύουν τον αναγνώστη πολύ καιρό μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης.
Το γεγονός ότι οι μέχρι τώρα κριτικές είτε περιορίστηκαν σε ένα ανιαρό ιστορικό των Παιδοπόλεων, είτε σε μια χλιαρή προσέγγιση του βιβλίου ως εφηβικής λογοτεχνίας, οφείλει να γεννήσει μέσα μας σοβαρά ερωτηματικά όσον αφορά την ποιότητα, την οξυδέρκεια και την αντικειμενικότητά της. Εκτός κι αν δεχθούμε ότι πρόκειται για μια επιπόλαιη κριτική αντάξια μια κοινωνίας ανώριμων εφήβων.

ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
 Αναδημοσίευση  από το Bookpress

koutsiabasakos-poli-paidionΠόλη παιδιών
Πέτρος Κουτσιαμπασάκος
Εκδόσεις Πατάκη, 2012
Τιμή: € 17,50, σελ. 419