Του Σπύρου Γιανναρά
Σε αντίθεση με τα όσα γράφονται στο οπισθόφυλλο, νομίζω ότι το μυθιστόρημα Πόλη παιδιών
του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου δεν είναι επουδενί «ένα βιβλίο για τις
Παιδοπόλεις που, από το 1947 έως το 1998, συνυπήρχαν βουβά με τις
υπόλοιπες πόλεις της ελληνικής επικράτειας». Στην περίπτωση, όπως εν
προκειμένω, της καλής λογοτεχνίας η ταύτιση του έργου με τον τόπο
εξέλιξης της πλοκής ή τη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα, περιορίζει
επικίνδυνα το νοηματικό και υπαρξιακό του εύρος, απαξιώνοντάς το
λογοτεχνικά. Με άλλα λόγια, η Πόλη παιδιών είναι ένα μυθιστόρημα
για τις Παιδοπόλεις στο βαθμό που ο Μόμπυ Ντικ είναι ένα μυθιστόρημα για
τα φαλαινοθηρικά ταξίδια ή η Άννα Καρένινα ένα μυθιστόρημα για τον
αδιέξοδο έρωτα.
Επιμένω
σε αυτό γιατί νομίζω πως εστιάζοντας η κριτική –ελέω ίσως του
οπισθόφυλλου– στο θέμα των Παιδοπόλεων, αδίκησε ένα κατά τη γνώμη μου
από τα καλύτερα μυθιστορήματα της περασμένης χρονιάς, παραπλανώντας τους
αναγνώστες. Ποιον ενδιαφέρει ένα μυθιστόρημα για τις Παιδοπόλεις ή τη
φαλαινοθηρία; Ένα ίσως χαρακτηριστικό των έργων της καλής πεζογραφίας
είναι ότι δεν μπορεί κανείς να συνοψίσει σε μια φράση το θέμα τους.
Πέρα από στερεότυπα
Μπορεί να θεωρηθεί αυτοβιογραφικό έργο μονάχα με την προϋπόθεση ότι η καθαρή μυθοπλασία, η αμόλυντη από βιογραφικά στοιχεία, είναι ανθρωπίνως αδύνατη.
Η ταύτιση του βιβλίου με τις Παιδοπόλεις
είναι διπλά παραπλανητική γιατί οι Παιδοπόλεις ταυτίζονται με τη σειρά
τους στο μυαλό του επίδοξου αναγνώστη με μια συγκεκριμένη ιστορική
περίοδο: με τον Εμφύλιο. Δημιουργείται δηλαδή η δεύτερη πλανερή εντύπωση
ότι το μυθιστόρημα του Κουτσιαμπασάκου είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα.
Την ίδια εντύπωση δημιουργεί και η ταύτιση του Μόμπυ Ντικ με την
φαλαινοθηρία. Όμως, το ιστορικό μυθιστόρημα έχει ως προγραμματικό στόχο
να αναβιώσει το κλίμα και την ατμόσφαιρα μιας συγκεκριμένης ιστορικής
εποχής και λιγότερο τη σκιαγράφηση ενός ιδιαίτερου ανθρωπολογικού τύπου,
ο οποίος φωτίζει με το υπαρξιακό του αδιέξοδο και τις μεταφυσικές του
αγωνίες, όχι τόσο τον ιστορικό χρόνο, όσο την οντολογική πραγματικότητα.
Π.χ. τον νεωτερικό άνθρωπο. Υπ’ αυτό το πρίσμα οι Μνήμες του Αδριανού της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ δεν εντάσσονται στο ιστορικό μυθιστόρημα.
Συνεχίζοντας την αρνητική διαλεκτική θα συμπλήρωνα ότι η Πόλη παιδιών
δεν είναι ούτε ένα αυτοβιογραφικό ή έστω απλά βιογραφικό μυθιστόρημα.
Και πάλι νομίζω πως, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι ο συγγραφέας έζησε
σε Παιδόπολη τα ίδια ακριβώς χρόνια με τον ήρωα του μυθιστορήματος,
Γιώργο Χαλκίτη, από το 1971 ως το 1976, δημιουργείται η πλαστή εντύπωση
πως έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα βιβλίο όπου ένας ακόμα συγγραφέας μας
διηγείται, διογκώνοντάς τες, τις περιπέτειες της πρώτης του νιότης. Πόσο
αδιάφορο και πάλι θα φάνταζα ένα βιβλίο, όπως π.χ το αριστουργηματικό
μυθιστόρημα Άλλες φωνές, άλλοι τόποι του Τρούμαν Καπότε με ήρωα έναν περίπου συνομήλικο του Χαλκίτη, ιδωμένο απ’ αυτό το επίσης περιοριστικό πρίσμα;
Αν οφείλαμε να το προσδιορίσουμε ως είδος, θα λέγαμε ότι η Πόλη παιδιών
είναι μια αυτοβιογραφική μυθοπλασία. Αυτός όμως ο γενικόλογος
χαρακτηρισμός δεν συνιστά έναν πιθανό ορισμό της λογοτεχνίας; Εφόσον
δηλαδή με τον όρο αυτό εννοούμε το φιλτράρισμα των παραστάσεων του βίου
που συνθέτουν την βιογραφία του, μέσα από το πνεύμα του συγγραφέα και το
πάντρεμά τους με την ποιητική του φαντασία. Η Πόλη παιδιών
μπορεί να θεωρηθεί αυτοβιογραφικό έργο μονάχα με την προϋπόθεση ότι η
καθαρή μυθοπλασία, η αμόλυντη από βιογραφικά στοιχεία, όπως αντίστοιχα η
καθαρή βιογραφία δίχως ίχνος μυθοπλασίας, είναι ανθρωπίνως αδύνατη.
Είναι ένα bildungsroman, ένα μυθιστόρημα μαθητείας, εστιασμένο όμως στη παιδική ηλικία.
Θα αποτολμούσα και πάλι να πω ότι οι
βιογραφίες επιφανών πολιτικών ή συγγραφέων είναι περισσότερο
μυθοπλασίες, μια υποκειμενική δηλαδή αφήγηση όπου η φαντασία του
βιογράφου έχει τον πρώτο λόγο στη διάρθρωση του βιογραφικού υλικού και
λιγότερο η ανασύσταση του πραγματικού βίου ενός ιστορικού προσώπου. Με
το που ξαπλώνει στο χαρτί, ακόμα και το υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, πόσο
μάλλον ο ημι-αυτοβιογραφικός Γιώργος Χαλκίτης, μετατρέπεται, καθώς το
οικειοποιείται η λογοτεχνία, σε αυτόνομο λογοτεχνικό ήρωα με τα δικά του
βάσανα και όνειρα.
Έχοντας λοιπόν επισημάνει τι δεν είναι
το μυθιστόρημα του Κουτσιαμπασάκου, μπορούμε πλέον να αντιστρέψουμε το
σχήμα και να επιχειρήσουμε να δώσουμε έναν πολυεπίπεδο ορισμό του που
ευελπιστεί να φωτίσει τις διαφορετικές πτυχές του βιβλίου. Η Πόλη παιδιών
είναι λοιπόν ένα bildungsroman, ένα μυθιστόρημα μαθητείας, εστιασμένο
όμως στη παιδική ηλικία. Ως συνεπές bildungsroman είναι ένα μυθιστόρημα
πνευματικής ενηλικίωσης, που στην συγκεκριμένη περίπτωση συντελείται
πρόωρα και ταυτίζεται με το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην πρώιμη
εφηβεία.
Αυτή η εξαναγκασμένη, τρόπον τινά,
ενηλικίωση αποδίδεται με ποικίλους αλληγορικούς τρόπους προσφέροντάς μας
μερικές από τις ωραιότερες και πιο μεστές λογοτεχνικά, περιγραφές του
βιβλίου. Π.χ. ως εξωτερική πάλη και ως εσωτερική διαπάλη για την
υπέρβαση του παιδικού εαυτού: «Συμμετείχε στις μεγάλες μάχες με τα
παιδιά της έκτης, τις πιο μεγάλες με τον Ρήβα. Έτρεχε, έμπαινε στα
τζαρτζαρίσματα, έκανε τάκλιν, κι όταν είχε στα πόδια του την
μπάλα, την κρατούσε πιο πολύ, σαν να ήθελε, μαζί με τον αντίπαλο, να
ντριμπλάρει και τον εαυτό του».
Η πορεία της ενηλικίωσης από κορφή σε κορφή
Η
εντυπωσιακότερη όμως σκηνή είναι εκείνη με την οποία ανοίγει το βιβλίο,
που αποτελεί και μια από τις πιο πετυχημένες (καθότι εξαιρετικά
πρωτότυπη και εντυπωσιακή) ενάρξεις μυθιστορήματος: Την περιδιάβαση του
ήρωα πάνω στα δέντρα, περνώντας ακροβατικά από κορφή κυπαρισσιού σε
κορφή κυπαρισσιού.
Η ενηλικίωση αποδίδεται επίσης και με μια κάθετη διεύρυνση του χώρου, που εικονογραφείται με το περπάτημα πάνω στα δέντρα.
Η ενηλικίωση αποδίδεται συμβολικά ως μια
οριζόντια και μια κάθετη διεύρυνση του χώρου. Ως μια οριζόντια
διεύρυνση του περίκλειστου ορίζοντα της Παιδόπολης πέρα από την
σιδερόφρακτη περίφραξή της, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την ενοποίηση
ενός αποσπασματικού έως τότε κόσμου. Την ενοποίηση του κόσμου του
σπιτιού και του κόσμου της Παιδόπολης, που συνεπάγεται και την ένταξή
τους στον Κόσμο με Κ κεφαλαίο· σε μια οικουμένη που περικλείει την
Παιδόπολη, την μεγαλόπολη Θεσσαλονίκη και την πρωτεύουσα όπου και έχει
μεταφερθεί η μάνα. «Ο κόσμος ήταν συνεχόμενος, ένας, πουθενά δεν τον έκοβαν Σύρματα, κι εκείνος προχωρούσε μέσα του». Με άλλα λόγια ο Κουτσιαμπασάκος περιγράφει την ενηλικίωση ως το οντολογικό πέρασμα από τον οίκο στην οικουμένη.
Η
ενηλικίωση αποδίδεται επίσης και με μια κάθετη διεύρυνση του χώρου, που
εικονογραφείται με το περπάτημα πάνω στα δέντρα και με την αναρρίχηση
και την κατάκτηση του λόφου, έξω από την Παιδόπολη. «Ανέβηκε
στην Κορυφή, το έκανε, έσκισε τον ορίζοντα που έβλεπε από την
Παιδόπολη, αλλά στο βάθος ένας καινούργιος υπήρχε, ερχόταν μπροστά του.
Ίσως έτσι να ήταν ο κόσμος, έπρεπε να κυνηγήσει πολλούς ορίζοντες για να
τον γνωρίσει, έπρεπε να τους σκίσει για να φτάσει στη μάνα του».
Η
ανάγκη εξύψωσης πάνω από τη ρουτίνα και τη σκονισμένη τύρβη του
καθημερινού βίου, η ανάγκη διεύρυνσης ενός περιορισμένου και
περιοριστικού ορίζοντα, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τους ήρωες του
Κουτσιαμπασάκου. Ήδη στη Σκεπή, στο ομώνυμο διήγημα της πρώτης
του συλλογής διηγημάτων, ο ήρωας περπατάει, σαν άλλος Χαλκίτης στην υπό
επισκευή σκεπή του πατρογονικού του σπιτιού βιώνοντας μια πρωτόγνωρη
ψυχική ανάταση. Ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει δύο διαφορετικούς
ανθρωπολογικούς τύπους που εκφράζουν δύο διαφορετικές Ελλάδες: Την
Ελλάδα πριν και μετά τη μεταπολίτευση. Την Ελλάδα της φτώχειας και του
ονείρου, της δίψας για δουλειά, των ανθρώπων που ξαναφτιάχνουν με τα
ίδια τους τα χέρια τον κόσμο, επιθυμώντας να «ανεβούν λίγο ψηλότερα» και
της Ελλάδας της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας και ραστώνης, των
ανθρώπων που ψάχνουν να βολευτούν λίγο καλύτερα. Την δεύτερη αυτή
ευθυνόφοβη, κοντόφθαλμη και συντηρητική Ελλάδα ενσαρκώνουν στην Πόλη παιδιών,
τόσο ο αστυνόμος θείος του Χαλκίτη, που ψάχνει να μπαλώσει τα
προβλήματα κρατώντας το παιδί διαρκώς στο σκοτάδι, όσο και οι θλιβερές
φιγούρες των εκάστοτε αρτηριοσκληρωτικών διευθυντών του ιδρύματος.
Εκτός όμως από μια κάθετη και οριζόντια
μετατόπιση του εξωτερικού ορίζοντα η ενηλικίωση συντελείται μέσω της
μετατόπισης του ψυχικού ορίζοντα του ήρωα, της διεύρυνσης των
συντεταγμένων του εσωτερικού του κόσμου. Προϋπόθεση της ενηλικίωσης
αποτελεί η βίωση της απώλειας ή του μηδενός. Ο Χαλκίτης χάνει τον
παιδικό του κόσμο και ξανακερδίζει μέσα από την Παιδόπολη μια θέση εντός
ενός διευρυμένου κόσμου. Ωστόσο η καθαυτό αίσθηση της απώλειας βιώνεται
μέσω της βίαιης αποκοπής από τον κόρφο της μάνας και το ενιαίο και
αδιαίρετο οικογενειακό περιβάλλον. «Ο θείος έφευγε, σε κάθε βήμα τον
έβγαζε από πάνω του, τον έκοβε με μαχαίρι, από τα χέρια του, το στήθος
του, από μέσα του, ο θείος έφευγε και δεν τον έπαιρνε μαζί του (…) ο
θείος έφευγε, με το ίδιο μαχαίρι τον έκοβε από τη μάνα του, από τα μάτια
της, από τα χείλη της από τον κόρφο της, τον έκοβε από το κρεβάτι του,
το σπίτι τους, η πλάτη του μίκραινε, τον έκοβε από τον κόσμο».
Ο Κουτσιαμπασάκος επαναλαμβάνει ένα από τα μεγάλα μεταφυσικά μοτίβα της λογοτεχνίας, σύμφωνα με το οποίο πρέπει κανείς να χάσει πρώτα τον εαυτό του για να μπορέσει να τον ξαναβρεί.
Ο απογαλακτισμός αποτελεί την πρώτη
προϋπόθεση της ενηλικίωσης όπως και η απομάκρυνση από το σπίτι και το
κρεβάτι του. Ο Χαλκίτης χάνει τη μάνα του, δηλαδή τον άξονα αναφοράς
του, την παιδική του ταυτότητα και αναζητεί μια νέα εντός του ανοίκειου
ακόμα κόσμου ή του μηδενός. Ο Κουτσιαμπασάκος επαναλαμβάνει ένα από τα
μεγάλα μεταφυσικά μοτίβα της λογοτεχνίας, σύμφωνα με το οποίο πρέπει
κανείς να χάσει πρώτα τον εαυτό του για να μπορέσει να τον ξαναβρεί.
Ο μικρός παιδοπολίτης παλεύει να
διευρύνει τον ορίζοντά του προκειμένου να περικλείσει εντός του και τη
μάνα του. Παλεύει δηλαδή να διευρύνει τα εξωτερικά όρια του κόσμου
προκειμένου να διευρύνει και τα όρια της ψυχής του. Η ενηλικίωση
συντελείται ταυτόχρονα και ως μια διαλεκτική του εξωτερικού με τον
εσωτερικό χώρο. Το ταξίδι προς τη μάνα είναι ένα ταξίδι αναζήτησης του
αναγεννημένου του εαυτού. Ο ξενιτεμός ταυτίζεται με την αναζήτηση του
νοήματος και την αναγνώριση του κόσμου. Με άλλα λόγια, το ταξίδι ή ο
περίπλους του Χαλκίτη επαναλαμβάνεται αέναα εντός της λογοτεχνίας από
την εποχή του Ομήρου.
Η διαδικασία ενηλικίωσης ολοκληρώνεται
λογοτεχνικά την στιγμή της συνάντησης με τη μάνα η οποία αποκτά μια
αναστάσιμη χροιά, μετουσιώνεται σε υπόσχεση εξοικείωσης του κόσμου,
υπέρβασης του μηδενός, δηλαδή του θανάτου. Το γεγονός αναδεικνύει η
αναστάσιμη προσευχή που συνοδεύει ως μουσική υπόκρουση τον μονόλογό του
Χαλκίτη ο οποίος επαναφέρει τη στιγμή της συνάντησης στη μνήμη του:
«Τον Σταυρό σου Χριστέ προσκυνούμεν…
Η μάνα του ερχόταν, έβγαινε από μέσα
του. Την έβλεπε όπως ανέβαινε με τα λόγια. Την αντίκριζε καθώς
κατέβαινε. Στεκόταν μπροστά του. (…) …και την αγίαν σου Ανάστασιν
υμνούμεν…
Αυτό που ήθελε, το μόνο και τίποτε
άλλο, έγινε, έμεινε με τη μάνα του. (…) Αυτούς τους ορίζοντες
προσπαθούσε να σκίσει και να βγει στον έξω κόσμο, ανάμεσα στους
ορίζοντες κόπιαζε να ισορροπεί…
Ζούσε σαν φιγούρα κομμένη με το μαχαίρι από τον μητρικό κόρφο.
… ιδού γαρ ήλθε στα του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω. (…)
Δια παντός ευλογούντες τον Κύριον…Τον σκέπαζε η ζεστασιά από το στήθος της, η μυρωδιά του λαιμού της, τα χέρια της δεν τον άφηναν. Δεν τον παράτησε. Όχι, αυτό δεν έγινε ποτέ, ούτε για μια στιγμή. Όλα τα χρόνια που αυτός κοιμόταν σε ξένα κρεβάτια η μάνα του κοιμόταν σε ξένο κρεβάτι (…) Σταυρόν γαρ υπομείνας δι΄ημάς, θανάτω θανάτον ώλεσεν.
Έμεινε να κοιτάζει, τα ακίνητα πόδια
του, τα άδεια χέρια του. Πατούσε κάτω στις ψηφίδες του μωσαϊκού. Όλος
σηκωνόταν. Χτυπούσε στους τοίχους στο ταβάνι, γλιστρούσε στα τζάμια.
Ακόμα κοιτούσε». Χάρη στη μητρική αγάπη που τον στήνει στα πόδια
του, η αγάπη γίνεται αντιληπτή ως το πληρέστερο βίωμα, δηλαδή ως γεγονός
αναστάσιμο. Η ενηλικίωση είναι και η πρώτη γνωριμία με τον θάνατο και
τη δυνατότητα υπέρβασης του θανάτου.
Ο
Χαλκίτης που ζούσε στην Παιδόπολη σαν φιγούρα κομμένη με το μαχαίρι από
τον μητρικό κόρφο, επιστρέφει σε αυτήν ως ο γιος που έχει αναλάβει την
νοσούσα μητέρα του αντιστρέφοντας τους όρους εξάρτησης παιδιού και
ενήλικα. «Μέσα του είχε το πρόσωπο της μάνας του, όπως ήταν τώρα, δεν διέφερε από τα άλλα παιδιά».
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το βιβλίο κλείνει με μια ακόμα μεταφορά της
ενηλικίωσης ως διευρυμένου ορίζοντα που δεν χάνεται πλέον μακριά του
χωρίζοντάς τον από έναν άγνωστο κόσμο, αλλά φέρνει προς το μέρος του ένα
κόσμο οικείο: «Και άλλοι άνθρωποι
και άλλα σπίτια έρχονταν στο παράθυρό και στέκονταν εμπρός του. Έρχονταν
κι οι δρόμοι. Ευθείς, με στροφές, φαρδείς, φαρδύτεροι. Έσμιγαν με τους
προηγούμενους. Μέσα τους δεν χανόταν. Ήξερε από πού ξεκινούσαν, είχε
βρει την αφετηρία τους. Ήξερε που τον οδηγούσαν».
Με το βλέμμα ενός παιδιού
Ο συγγραφέας αποφεύγει συνειδητά την επιλογή του ιστορικού μυθιστορήματος...
Η Πόλη παιδιών είναι ένα
μυθιστόρημα του παιδικού βλέμματος. Κάθε εικόνα, λόγος ή σκέψη φτάνει
στον αναγνώστη φιλτραρισμένη μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού του
δημοτικού. Ο Κουτσιαμπασάκος χρησιμοποιεί ως τέλειο άλλοθι αυτόν τον
λογοτεχνικό περιορισμό, προκειμένου να μην επιστρέψει σε μια εξαιρετικά
φορτισμένη ιστορική περίοδο της Ελλάδας –το πέρασμα από τη Χούντα στην
Μεταπολίτευση– να επισκιάσει την υπαρξιακή περιπέτεια του ήρωά του. Σε
οποιοδήποτε άλλο μυθιστόρημα όπου το βλέμμα του ήρωα θα ήταν εκείνο ενός
ενήλικα με ώριμη ιστορική συνείδηση, τα ιστορικά γεγονότα θα
καταλάμβαναν αναγκαστικά το πρώτο πλάνο επισκιάζοντας τους ήρωες που με
τη σειρά τους θα προσδιορίζονταν αναγκαστικά σε σχέση με την ιστορία.
Ο
συγγραφέας αποφεύγει συνειδητά, όπως είπαμε και στην αρχή, την επιλογή
του ιστορικού μυθιστορήματος, θέτοντας τα ιστορικά γεγονότα στο φόντο
της αφήγησης. Δεν νομίζω ότι θα βρει εύκολα κανείς πιο πετυχημένη
μεταφορά για την Ελλάδα της χούντας, από εκείνη που επιλέγει ο
Κουτσιαμπασάκος χαρακτηρίζοντας την Παιδόπολη, ένα στρατόπεδο μέσα στο
στρατόπεδο: «Ο κόσμος είχε μπει στην Παιδόπολη, η Παιδόπολη είχε βγει έξω στον κόσμο». Η πτώση της χούντας υπονοείται με την απόσυρση των κάδρων με το έμβλημα της 21ης
Απριλίου στην αποθήκη όπου και τα ανακαλύπτουν παίζοντας τα παιδιά και
με την αντικατάσταση της διοίκησης της Παιδόπολης με νέα πρόσωπα που
όμως στα παιδικά και όχι μόνο μάτια διαφέρουν ελάχιστα από τα
προηγούμενα.
Ο ορίζοντας του μυθιστορήματος της
ενηλικίωσης διευρύνεται για να αγκαλιάσει ολόκληρη την Ελλάδα. Την ώρα
που ο Χαλκίτης αναζητεί μια θέση στον κόσμο κατακτώντας την ενηλικίωση, η
ίδια η χώρα γίνεται μέλος μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης διατρανώνοντας ότι
έχει αφήσει πίσω της το πρόσφατο ανήλικο παρελθόν της. Σήμερα που ο
κύκλος της Μεταπολίτευσης φαίνεται να κλείνει το ερώτημα που μοιάζει να
μας απευθύνει ο Κουτσιαμπασάκος είναι εάν και κατά πόσο καταφέραμε ως
έθνος να ενηλικιωθούμε, εκφράζοντας φόβους ότι παραμένουμε μια πόλη
παιδιών που ταλανίζεται από τις ίδιες πάντα ενδημικές ασθένειες.
Έστησε με εξαίρετο τρόπο και άψογη λογοτεχνική οικονομία αφήγησης και δράσης ένα δύσκολο πρώτο μυθιστόρημα αποφεύγοντας με μαεστρία όλους τους σκοπέλους...
Θεωρώ, όπως προείπα, την Πόλη παιδιών
ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του 2012 αν όχι των τελευταίων ετών. Ο
Πέτρος Κουτσιαμπασάκος έστησε με εξαίρετο τρόπο και άψογη λογοτεχνική
οικονομία αφήγησης και δράσης ένα δύσκολο πρώτο μυθιστόρημα αποφεύγοντας
με μαεστρία όλους τους σκοπέλους που το ίδιο το εγχείρημα έθετε μπροστά
του. Συνέθεσε ένα μυθιστόρημα που αφηγείται τα πάντα μέσα από το αθώο
βλέμμα ενός παιδιού χωρίς να υποπέσει ούτε στιγμή σε αφέλειες,
κοινοτοπίες και ό,τι εν γένει αποκαλούμε παιδαριωδία. Δεν υπέκυψε στον
πειρασμό του άκρατου συναισθηματισμού και του μελοδραματισμού,
χειριζόμενος άψογα το συναίσθημα του αναγνώστη το οποίο κορυφώνεται και
τον κατακλύζει την κατάλληλη στιγμή, προσφέροντάς του μια λυτρωτική
κάθαρση.
Επίσης μας έδωσε ένα μεστό αλλά ελαφρύ
κείμενο το οποίο φρόντισε να μην φορτώσει με ανούσιες και πληκτικές
πληροφορίες για τις Παιδοπόλεις που θα επισκίαζαν τους ολοζώντανους
χαρακτήρες του. Γιατί η Πόλη παιδιών είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων που συνοδεύουν τον αναγνώστη πολύ καιρό μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης.
Το γεγονός ότι οι μέχρι τώρα κριτικές
είτε περιορίστηκαν σε ένα ανιαρό ιστορικό των Παιδοπόλεων, είτε σε μια
χλιαρή προσέγγιση του βιβλίου ως εφηβικής λογοτεχνίας, οφείλει να
γεννήσει μέσα μας σοβαρά ερωτηματικά όσον αφορά την ποιότητα, την
οξυδέρκεια και την αντικειμενικότητά της. Εκτός κι αν δεχθούμε ότι
πρόκειται για μια επιπόλαιη κριτική αντάξια μια κοινωνίας ανώριμων
εφήβων.
ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
Πέτρος Κουτσιαμπασάκος
Εκδόσεις Πατάκη, 2012
Τιμή: € 17,50, σελ. 419
Εκδόσεις Πατάκη, 2012
Τιμή: € 17,50, σελ. 419
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου