Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Μεταξύ σοβαρού και αστείου

Αρχετυπικές φιγούρες, οι αρχαιολόγοι του Τζόρτζιο ντε Κίρικο
και οι σύντροφοι, σύζυγοι,
το αιώνιο ζευγάρι από γεννήσεως κόσμου,
στην ιστορία του Δημήτρη Στεφανάκη.
Σήμερα κλείνει ένας χρόνος από την ημέρα που η Μάρθα μού τηλεφώνησε για να μου ανακοινώσει ότι χωρίζουμε. Στην αρχή δεν την πίστεψα. Της άρεσε πάντα να με τρομάζει, λέγοντάς μου τα πιο απίθανα ψέματα. "Πρέπει να ξέρεις πως κάποια πράγματα δεν τα ανέχομαι ούτε γι' αστείο", της τόνισα. Ηξερα πως θα της άρεσε αυτό και το είπα όσο πιο αυστηρά μπορούσα.
"Ποιος σου είπε ότι αστειεύομαι;", μου απάντησε. Επί μισή ώρα εγώ της εξηγούσα πως κάποια πράγματα δεν τα ανέχομαι ούτε γι' αστείο κι εκείνη έλεγε πως δεν χωρατεύει. Ετσι πέρασε το διάλειμμά μου.
"Πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά. Νομίζεις πως μου κάνει καλό να με παιδεύεις με τα αστεία σου;".
"Σου είπα ότι μιλώ σοβαρά. Για τον λόγο αυτό σε πήρα στο διάλειμμα. Δεν ήθελα ωστόσο να σε φέρω σε δύσκολη θέση εν ώρα εργασίας".
"Σε ευχαριστώ που με σκέφτηκες. Θα μπορούσες όμως να μου το πεις το βράδυ στο σπίτι".
"Μα δεν καταλαβαίνεις; Μου είναι πιο εύκολο να σου το πω από το τηλέφωνο".
"Καλά, καλά, κλείσε και θα τα πούμε το βράδυ".
"Ακούγεσαι απειλητικός ωστόσο. Ελπιζα πως θα το έπαιρνες πιο ήρεμα".
"Μάρθα, σε παρακαλώ. Ακόμα και αν είναι αστείο αυτό, έχει ήδη παρατραβήξει".
Της έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα στο γραφείο.
Χρειάστηκαν δύο ολόκληρες μέρες για να με πείσει. Δυσκολευόμουν περισσότερο να αποδεχτώ το γεγονός ότι η γυναίκα μου μιλούσε σοβαρά, από το ίδιο το διαζύγιο. Οταν με τα πολλά αντιλήφθηκα τη σοβαρότητα της κατάστασης, σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα και της είπα:
"Δηλαδή μιλάς σοβαρά; Μου ζητάς διαζύγιο;".
Μόρφασε ανακουφισμένη και ξεφύσησε.
"Και το σκέφτηκες καλά;"...
"Ετσι νομίζω", απάντησε και έσκυψε το κεφάλι.
"Μα, γιατί, γιατί πρέπει να τελειώσουμε; Δεν περάσαμε όμορφα τόσα χρόνια;".
"Πολύ όμορφα, δεν έχω κανένα απολύτως παράπονο από σένα, ωστόσο...".
"Ωστόσο;".
"Είναι απλό, γλυκέ μου. Δεν έχεις ακούσει ότι τίποτε δεν κρατά για πάντα;".
"Δεν πίστευα πως κάτι τέτοιο θα ίσχυε στην περίπτωσή μας. Θυμάσαι κάποτε που μου διάβαζες έναν στίχο από κινέζικο ποίημα; Τηγανίζω ένα αβγό και σου φυλάω τον κρόκο. Θα γεράσουμε μαζί. Το θυμάσαι;".
"Τα ποιήματα δεν λένε πάντα την αλήθεια".
"Μα γιατί, γιατί θέλεις να φύγεις;", επέμεινα.
"Ας πούμε γιατί δεν κάνουμε παιδιά".
"Νόμιζα πως δεν σε πείραζε αυτό".
"Ωστόσο, τώρα με πειράζει".
"Αφού είναι έτσι λοιπόν, ας χωρίσουμε".
"Ετσι απλά το λες;".
"Τι θες να κάνω; Υπάρχει άλλος δρόμος;".
"Φοβάμαι πως όχι".
"Τότε λοιπόν ας χωρίσουμε".
Τις επόμενες δύο μέρες γινόταν ακριβώς το αντίθετο. Η Μάρθα μού τηλεφωνούσε κάθε λίγο για να με ρωτήσει αν είχα πράγματι αποδεχθεί την προοπτική διαζυγίου.
"Και βέβαια. Τι είναι αυτό που σε παραξενεύει;".
"Σαν πολύ εύκολα δεν το πήρες απόφαση;", μου είπε στο τέλος. Κατάλαβα πως την ενοχλούσε. Αυτό ήταν μια μικρή νίκη για τον εγωισμό μου. Στο μεταξύ σκεφτόμουν πως είχε δίκιο όταν έλεγε ότι τίποτε δεν κρατά αιώνια. Εν τέλει νόμιζα πως θα τα κατάφερνα αργά ή γρήγορα να την ξεπεράσω. Η Μάρθα ήταν αξιολάτρευτη. Το γεγονός όμως ότι δεν αποκτήσαμε παιδιά έκανε τον γάμο μας να φαντάζει σαν ελεύθερη σχέση που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λήξει χωρίς να αφήσει πίσω του απόνερα.
Η αρχική συντριβή μου μεταβλήθηκε γρήγορα σε αίσθημα θριάμβου. Γιατί όχι δηλαδή; Ο τρόπος που αντιμετώπισα το γεγονός απεδείκνυε τον δυνατό και πολιτισμένο χαρακτήρα μου. Μπορούσα τουλάχιστον να υπερηφανεύομαι για τη στάση μου. Κι όσο διατηρούσα την ψυχραιμία μου τόσο η Μάρθα έχανε τη δική της.
Στο τέλος πίστεψα πως μπορεί να γύριζε σε μένα. Αλλά κι αυτό ακόμα μου ήταν αδιάφορο πια. Αρκούσε όμως μια στιγμή για να ανατραπούν όλα.
Τον διευθυντή μου, έναν σχετικά νέο και καλοβαλμένο άντρα, τον συναντούσα κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές την ημέρα στη δουλειά. Μου έκανε εντύπωση, λοιπόν, που δεν είχα προσέξει ποτέ αυτό το περίεργο τικ που είχε. Ανοιγε ανεπαίσθητα το στόμα του κι ύστερα, κουνώντας πέρα-δώθε το σαγόνι, έκανε το κάτω χείλος του να εξέχει. Ισως όμως δεν είχα δώσει προσοχή, γιατί ήταν μια κίνηση οικεία που την έβλεπα επί χρόνια στο πρόσωπο της γυναίκας μου.
Λένε πως κλέβουμε μορφασμούς από τους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε ιδιαίτερη συναισθηματική σχέση. Αλλά τι σχέση μπορούσε να έχει ο διευθυντής μου με μια γυναίκα που δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του;
Στην αρχή προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως δεν ήταν παρά μια νοσηρή ιδέα. Ενας μορφασμός, όσο ιδιαίτερος κι αν είναι, σίγουρα μεταφέρεται ελεύθερα από άνθρωπο σε άνθρωπο. Συχνά υιοθετούμε ένα τικ από κάποιον, χωρίς καν να γνωρίσουμε ποτέ τον αρχικό φορέα του.
Νόμιζα πως γιατρεύτηκα από την εμμονή μου αυτή. Τη μέρα που η Μάρθα έφυγε παίρνοντας ό,τι της ανήκε, της κούνησα μαντίλι κι ύστερα κάθισα απερίσπαστος να φάω το βραδινό μου, ευθυμώντας απίστευτα μέσα στη νέα κατάσταση πραγμάτων.
Δύο μέρες αργότερα ένα καινούργιο στοιχείο ήρθε ξανά να ταράξει τη μακαριότητά μου. Ακούγοντας τον διευθυντή να επαναλαμβάνει σε λιγοστές προτάσεις τουλάχιστον τρεις φορές τη λέξη "ωστόσο", ανακάλυψα αίφνης ένα ακόμα κοινό σημείο ανάμεσα σε εκείνον και στη Μάρθα.
Μπορούσα να ανεχθώ τα πάντα, όχι όμως και το γεγονός ότι με άφηνε για τον διευθυντή μου. Της τηλεφώνησα:
"Δεν ντράπηκες να μου το κάνεις αυτό!". "Τι σ' έπιασε ξαφνικά;".
"Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!".
"Νόμιζα πως ήταν καλύτερα και για τους δυο μας".
"Για σένα, ίσως, εμένα όμως δεν με σκέφτηκες; Τώρα θα αναγκαστώ να παραιτηθώ. Ξέμεινα από γυναίκα, θα ξεμείνω κι από δουλειά".
"Γιατί να παραιτηθείς ωστόσο;".
"Ξέρεις εσύ".
"Ειλικρινά, δεν σε καταλαβαίνω".
"Ελα τώρα!".
Ο διευθυντής μου έπεσε ξερός όταν του ανακοίνωσα την απόφασή μου να παραιτηθώ.
"Μα γιατί, δεν σας καταλαβαίνω. Εχετε κάποια καλύτερη πρόταση;".
"Οχι".
"Και πετάτε μια τέτοια δουλειά έτσι αβίαστα. Είστε σίγουρος ότι μπορείτε να την αναπληρώσετε;".
"Τη δουλειά, ίσως. Τη χαμένη περηφάνια; Ποτέ!" του είπα και χτύπησα το χέρι στο τραπέζι. Πρόσθεσα κι ένα "ωστόσο" πασχίζοντας ταυτόχρονα να μιμηθώ το κοινό τους τικ.
"Παράξενο!" παρατήρησε. "Μου θυμίζετε κάποιον".
"Μπα, αλήθεια!" τον ειρωνεύτηκα.
"Μάλιστα. Θα το θυμηθώ".
"Οταν το θυμηθείτε, πάρτε με τηλέφωνο".
"Είστε λίγο επιθετικός ή μου φαίνεται; Δεν είναι δα και ένδειξη γενναιότητας να μου παριστάνετε τον νταή φεύγοντας".
"Τι λες, ρε γάιδαρε!" ξέσπασα. Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο και η εθελούσια έξοδός μου από την εταιρεία αποδείχθηκε κάτι περισσότερο από θορυβώδης.
Τέσσερις μέρες αργότερα μου τηλεφώνησε η Μάρθα.
"Ξέρεις, είναι αυτό που υποπτευόμουν, είμαι έγκυος".
"Ως πού θα πάει το αστείο, κυρία Μάρθα;".
"Δεν αστειεύομαι, μιλώ σοβαρά. Περιμένω παιδί ωστόσο".
"Και λοιπόν, τι μου το λες εμένα;".
"Και σε ποιον θέλεις να το πω; Με σένα είχα σχέσεις, σε σένα το λέω. Νόμιζα ωστόσο πως εσύ ήθελες να κάνουμε παιδιά".
"Δεν αφήνεις την πλάκα, λέω εγώ".
"Σου επαναλαμβάνω, μιλώ σοβαρά. Είμαι έγκυος. Αν δεν θες να το αναγνωρίσεις, θα το μεγαλώσω μόνη μου".
"Σοβαρολογείς τώρα;".
"Απόλυτα".
"Δεν είναι δικό μου!".
"Και ποιανού είναι;".
"Του άλλου!".
"Ποιου άλλου;".
"Ξέρεις εσύ, του".
"Του;".
"Του πρώην διευθυντή μου".
"Τι σχέση έχει ο πρώην διευθυντής σου με το παιδί μας;".
"Ελα τώρα, ω-στό-σο!".
Είναι προς τιμήν της Μάρθας ότι κίνησε γη και ουρανό για να αποδείξει την αθωότητά της. Η υπόθεση είχε ως εξής: Εκείνη και ο διευθυντής μου συμμετείχαν στην ίδια ομάδα ψυχοθεραπείας εδώ και δύο χρόνια.
"Και δεν ήξερες πως αυτός είναι ο διευθυντής μου;".
"Οχι, βέβαια. Ο άνθρωπος δήλωσε απλώς διευθυντικό στέλεχος κάποιας εταιρείας. Μη μου πεις ωστόσο πως για τον λόγο αυτό άφησες τη δουλειά σου!".
Φέρθηκα ανόητα, το παραδέχομαι. Ομως το μυαλό του ανθρώπου ακολουθεί συχνά παράξενες ατραπούς.
Οταν σε λίγους μήνες γεννήθηκε ο γιος μας, εγώ αναζητούσα ακόμα πάνω του τα σημάδια της αναπόδεικτης μοιχείας.
Σήμερα έχω πεισθεί απόλυτα, ή σχεδόν απόλυτα, πως η υπόθεση αυτή είναι αποκύημα της φαντασίας μου. Για την ώρα μένω στο σπίτι και φροντίζω το παιδί. Η Μάρθα βρήκε δουλειά. Ευτυχώς!
Χτες το πρωί μου τηλεφώνησε από το γραφείο.
"Ξέρεις, με απέλυσαν, ωστόσο".
"Σοβαρολογείς τώρα;".
"Οχι, βρε κουτέ! Αστειεύομαι!".


Δημήτρης Στεφανάκης

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ
Ο Δημήτρης Στεφανάκης μπήκε στα ελληνικά γράμματα το 2000 με το μυθιστόρημα "Φρούτα εποχής". Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Ωκεανίδα" και σύντομα το ακολούθησαν τα μυθιστορήματα "Λέγε με Καΐρα" (Ωκεανίδα, 2002), "Το μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία" (Ωκεανίδα, 2005). Με τις "Μέρες Αλεξάνδρειας" που κυκλοφόρησαν το 2007 από τις εκδόσεις "Πατάκη" γίνεται ευρύτερα γνωστός, επανεκδίδεται φέτος από τις εκδόσεις "Ψυχογιός" και βραβεύεται με το βραβείο Prix Mediterranee Etranger (2011). Εχει γράψει, επίσης, τα βιβλία "Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι" (Πατάκη, 2009), "Θα πολεμάς με τους θεούς" (Πατάκη, 2010). Και έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, έργα των Σωλ Μπέλοου, Ε.Μ. Φόρστερ, Γιόζεφ Μπρόντσκι και Προσπέρ Μεριμέ. Στο μυθιστορηματικό του σύμπαν, η Ιστορία του τελευταίου αιώνα, ο πόλεμος και το εμπόριο, η πολιτική και ο έρωτας, η αποικιοκρατία και ο εθνικισμός, ο κοσμοπολιτισμός της Αλεξάνδρειας και η παρακμή.

πηγή:
http://www.ethnos.gr/
Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύτηκε στο Έθνος 27/7/20011 στη στήλη Ιστορίες με καλό τέλος, που επιμελείται η Ελένη Γκίκα.

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

Στα χρόνια της αθωότητας


Jacques Lacarriere

Δέκα χρόνια πριν εκδόθηκε στα ελληνικά το Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας  του Jacques Lacarriere, ζούσε ακόμα ,πέθανε το 2005 σε ηλικία 79 ετών, ύστερα από μια απλή χειρουργική επέμβαση στο γόνατο. Η σορός του αποτεφρώθηκε και η στάχτη σκορπίστηκε στη θάλασσα στ' ανοιχτά των Σπετσών, στις 3 Νοεμβρίου, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.
Τόσο πολύ αγάπησε την  Ελλάδα !
 Το 1976 εκδίδεται Το ελληνικό καλοκαίρι ,ένα απ’ τα καλύτερα βιβλία για την Ελλάδα στο εξωτερικό. Το ελληνιστικό του έργο σημαντικό*,  το βιβλίο που έχω όλη τη χρονιά φέτος δίπλα  στο κομοδίνο μου ,το πιο όμορφο λεξικό. Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το λήμμα Ελλάδα ,πρόλογος στο λεύκωμα φωτογραφιών  του Γιώργου Δεπόλλα. ΄΄Πράγμα που έκανα αυθόρμητα γιατί αυτές οι φωτογραφίες είναι από τις πιο αποκαλυπτικές αυτής  της συγχρόνως μυστικής και ανοιχτής σε όλους ,καθημερινής και χωρίς ηλικία ελληνικής ομορφιάς’’ γράφει ο Ζακ Λακαριέρ……

Το ελληνικό καλοκαίρι,παραλία Μύλος Αγίου Νικήτα,
στη Λευκάδα.
Πως ήταν η Ελλάδα πριν γίνει Ελλάδα; Θέλω να πω ,πριν γίνει η καρδιά και η εστία όλης της Μεσογείου; Πριν ακόμα γίνει αυτό που είναι σήμερα, η  χώρα δηλαδή που προτιμούν οι τουρίστες; Συχνά το αναρωτιόμουν μπροστά στα ελληνικά τοπία που αγκάλιαζα με το βλέμμα χρόνια ολόκληρα .Ποιό στοιχείο ,ποιά λεπτομέρεια ,ποιό σύνολο κάνουν ένα τοπίο πραγματικά  ελληνικό; Επί χρόνια επισκεπτόμουν όλες τις μεσογειακές ακτές και μπορώ να πω ότι πολλά μέρη της Προβηγκίας ,της Ιταλίας  η της Μικράς  Ασίας ,μοιάζουν με την Ελλάδα η την θυμίζουν….
Εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον ,διότι ένα τοπίο δεν είναι αποκλειστικά και μόνο ένα συνονθύλευμα η ένα μωσαϊκό από θάλασσες, κάμπους , δάση και βουνά. Είναι επίσης και πάνω απ’ όλα αυτό που ο άνθρωπος έκανε  με αυτά : παντού στη Μεσόγειο συναντάει κανείς ήλιο, λιόδεντρα  ,καΐκια ,εξωκκλήσια …Αλλά καθένα από τα στοιχεία αυτά είναι το προϊόν μιας επιθυμίας, μιας ανάγκης μιας δουλειάς που χαρακτηρίζει τον κάθε πολιτισμό με την ευρεία έννοια του όρου. Στην Ελλάδα έχουμε συχνά την εντύπωση ότι μύριοι εργάτες ,τεχνίτες ,καλλιτέχνες η ανώνυμοι αρχιτέκτονες εργάστηκαν σε κάθε χωριό ,σε κάθε νησί ,για να οικοδομήσουν αυτά τα γεμάτα φως ,ομορφιά και λιτή αρμονία αριστουργήματα. Παντού στην Ελλάδα σε κάθε γωνιά αυτής της χώρας που δουλεύτηκε κατεργάστηκε, καλλωπίστηκε εμπλουτίστηκε από τρείς χιλιάδες χρόνια ιστορίας, παντού μπορούμε να βρούμε τα αποτυπώματα και τη σφραγίδα του ανθρώπου είτε είναι ψαράς, είτε τεχνίτης ,ερημίτης ,ναυτικός η εργάτης.
Υπάρχει μία φράση  του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη που ορίζει την ελληνική ομορφιά και την οποία αγαπώ ιδιαίτερα ,διότι συμπυκνώνει την ουσία σε λίγα λόγια: ‘΄Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα ,στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά ,ένα αμπέλι  κι ένα καράβι. Που σημαίνει :με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις’’. Σ’αυτή τη φράση –έμβλημα  πιθανόν να μπορούσαμε να προσθέσουμε κάτι ακόμα. Αλλά η ουσία είναι ότι το ελληνικό κάλλος είναι το ίδιο λιτό και εξαγνισμένο όσο ένας κυβιστικός πίνακας ,όσο κι ένα παιχνίδι σκιάς και φωτός πάνω σ’ένα τοίχο ,σαν γεωμετρικό σχέδιο του Ευκλείδη ,σαν το απόλυτο γαλάζιο των τρούλων η την λευκότητα μιας εκκλησιάς πάνω σ’ ένα ερημονήσι. Διότι σ’ αυτή τη χώρα η ομορφιά είναι αυθόρμητη ,δεν είναι φτιαγμένη με υπολογισμούς, με μεγαλεία η με επιτήδευση ,αλλά με αέναη ευτυχία στις πιο καθημερινές λεπτομέρειες. Είναι δηλαδή  φτιαγμένη από ό,τι ο άνθρωπος αντικρίζει κάθε ημέρα  της ζωής του: ξερολιθιές ασβεστωμένες στην κορυφή, προσκυνητάρια στις άκρες των δρόμων, μπλε σκιά από τα στρογγυλά τραπεζάκια των καφενέδων ,βαμμένα σκαλοπάτια των νησιώτικων σπιτιών ,αποξηραμένα μπουκέτα των εκκλησιών, χαϊμαλιά των γαϊδουριών, ζωγραφισμένα χέρια πάνω σε   κάποιους τοίχους να υποδεικνύουν τον δρόμο της αλήθειας η και πολύ συχνά διαφημιστικές επιγραφές και ναΐφ ζωγραφική.
Στην Ελλάδα η ομορφιά δεν μαθαίνεται ποτέ ,είναι αυθόρμητη ,αυτόχθονη όπως τ’άσπρα κεντίδια των κυμάτων πάνω στην άμμο, όπως η μελετημένη συμμετρία των κυπαρισσιών σε όλο το μήκος των δρόμων ,σαν την πανδαισία χρωμάτων σε πόρτες και παράθυρα ,η σαν το πολύχρωμο έμβλημα των ελληνικών ενδυμάτων και κοσμημάτων .Διότι η ομορφιά είναι μια μάχη ,είναι η νίκη του φωτός πάνω στη σκιά .Κι όπως έλεγε ένας από τους παλαιότερους και μεγαλύτερους Έλληνες φιλοσόφους ,ο Ηράκλειτος, η ομορφιά είναι η αρμονία των αντιθέσεων .Ειδικότερα εδώ ,είναι επίσης η συνάντηση και ο καρπός της ένωσης της Ελλάδας του χθες με αυτήν του σήμερα .





Το ερωτικό καλοκαίρι  στην Ελλάδα.

Διαβάστε περισσότερα εδώ: http://www.kirithres.gr/ πληκτρολογώντας στην αναζήτηση
Jacques Lacarriere

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Η ζωή είναι αστεία

Το γατάκι έφυγε.Το θερμόμετρο στο διπλανό φαρμακείο δείχνει 40 βαθμούς. Μια κυρία μου ζητάει να της συμπληρώσω μια υπεύθυνη δήλωση, ότι η μάνα της είναι ακόμα ζωντανή, ένας άλλος ρωτάει αν η Δημοτική Αστυνομία γράφει τα παρκαρισμένα παράνομα αυτοκίνητα, ο Σαρκοζί φιλάει την Μέρκελ στα χείλη, ο ΓΑΠ περιμένει να πάρει εντολές. Μόνο έτσι μπορεί να λειτουργήσει  ο ΓΑΠ.
Άνθρωποι κυκλοφορούν στους δρόμους, να πληρώσουν τράπεζες, ΔΕΗ, τηλέφωνο, νερό, πάνε στο ΙΚΑ, άλλοι στο ΙΚΕΑ, τη νύχτα ακουγόταν το γλέντι από έναν γάμο που άρχισε νωρίς, έξω περνά μια κηδεία, ακολουθούν  λίγες θλιμμένες  φιγούρες και μερικά αυτοκίνητα, μάλλον κανένας γέρος θα 'ταν.
Μια παχουλή κυρία κρατάει το μωρό στην αγκαλιά της και μια πολύχρωμη ομπρέλα  για τον ήλιο  στο χέρι της, η τρελή της γειτονιάς βγάζει άναρθρες κραυγές πάλι, ούτε που νοιάζεται κανείς. Η εξάτμιση από ένα μηχανάκι διακόπτει την συνομιλία δύο κυριών για το αρνάκι στη γάστρα, φοράνε ψάθινα καπελάκια. Αδιάφορο με τη γλώσσα έξω περνά ένα αδέσποτο, η μια κυρία δείχνει να το φοβάται. Ένας μαύρος πλησιάζει τις κυρίες, πουλάει ζώνες, selected default ψιθυρίζει, γελάω, γελάει κι αυτός. 
Ο πρόεδρος των ταξιτζήδων δηλώνει "Θα έχουμε θύματα". Όποιος προλάβει αρπάζει, είναι το  σύστημα  της χώρας τα τελευταία  χρόνια,  ούτε ο νόμος της ζούγκλας δεν ισχύει. Η κάθε ομάδα πράττει κατά το συμφέρειν. Και οι Ευρωπαίοι καιροφυλακτούν, "πουλάμε  τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο, χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ τι μένει", Αγαθή Δημητρούκα.
Έχουμε χρόνια να μιλήσουμε σοβαρά. Ο ένας υποπτεύεται τον άλλον, αναλυόμαστε όμως, καταναλωνόμαστε και στο τέλος, ευχόμαστε.

 "Μια από τις τιμωρίες που δεν καταδέχεσαι να ασχοληθείς με την πολιτική είναι ότι καταλήγεις να σε κυβερνούν οι κατώτεροί σου". Πλάτων 427-347 π.ΧΔυό περιστέρια τσιμπολογούν και ερωτοτροπούν στο πεζοδρόμιο, δίπλα ακριβώς ένας κλόουν κάνει γκριμάτσες στους περαστικούς ,το καπελάκι ανάποδα, στη γωνία ένας μουστακαλής ανάβει φωτιά  να ψήσει τα καλαμπόκια του.

Στις πέντε το απόγευμα η ζέστη στη πόλη είναι αφόρητη τον Ιούλη, δροσίζεσαι στη σκέψη ότι έρχεται το βράδυ.Το γατάκι έφυγε, το καλοκαίρι θα φύγει.
Ανεβαίνω στο ποδήλατο, κάνω μια βόλτα, η ζωή είναι αστεία.

Ο μάντης Τειρεσίας έδινε συμβουλές για το μέλλον, οι συμβουλές του ήταν σπαζοκεφαλιές, προδιέγραφαν  το αποτέλεσμα.
Αυτό το απόγευμα ήταν γεμάτο απρόβλεπτα.
Από μόνη της η ζωή είναι απρόβλεπτη, αυτή είναι η νοστιμιά της. Η ζωή είναι αστεία, όσο και ο θάνατος.
Το γατάκι έφυγε, η ζωή θα φύγει, στο τέλος, τι θα μείνει;

Ουτοπιστής

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Αντικατοπτρισμοί του μυαλού


Αυτος είναι ένας σχηματισμός βράχων σε μια λίμνη της Βιρμανίας. Η φωτογραφία είναι
δυνατό να ληφθεί μόνο μία συγκεκριμένη μέρα του χρόνου, λόγω του τρόπου που πέφτει
το φως του ήλιου πάνω στους βράχους...
















Δεν μπορείς να κρατήσεις τίποτα για τον εαυτό σου, τα μοιράζεσαι όλα, σαν αστέρι σε σχήμα καρδιάς, ταξιδεύεις να φωτίσεις τις σκιές του κόσμου, σαν πεταλούδα από λουλούδι σε λουλούδι, να γονιμοποιήσεις τη ζωή με πολύχρωμη γέννηση, σαν εργάτρια μέλισσα να απλώσεις το μέλι σε πικραμένα χείλη, ένα ρυάκι ξεκινάς, σταγόνα σταγόνα μαζεύεις τα περισσεύματα της βροχής, υγραίνεις με δάκρυα το στεγνό ποτάμι, τρυφερά κυλάς τα νερά σου στις ρίζες από γέρικα πλατάνια, να πρασινίζουν τα φύλλα τους την άνοιξη, ανοίγεις τα νερά σου, περάσματα των αδύναμων, συμμαζεύεσαι ορμητικά με μια κραυγή της γης για τον ουρανό, λαχταράς να συναντήσεις την αγαπημένη σου Θάλασσα, προχωράς αλύγιστη κόντρα στους βράχους, διαχέεσαι στις ρωγμές της γης, οξυγόνο των κρυμμένων αισθήσεων, μοναδικός προορισμός ο τόπος που σμίγει το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας με το μπλε του ουρανού, σ’ ένα κατακόκκινο χρώμα, ίδιο και απαράλλακτο με το αίμα των ανθρώπων, μπολιάζεις έτσι τις ζωές των ανθρώπων σ’ ένα κοινό βλέμμα, ένα ολόγιομο φεγγάρι για όλη τη γη, το ξέρεις καλά, πριν από μένα το ήξερες, αιώνες το φεγγάρι  θα πηγαινοέρχεται στον ουρανό, πριν από μας, μετά από μας, εμείς ένα ίχνος στην άμμο, ούτε ένας κόκκος της ξεχωριστός, θα χαθούμε στην έρημο  του χρόνου, έφθασες στην οικουμενική αχτίνα της γης, κι εγώ σ’ ακολουθούσα σα σκιά της, τυφλός από το φως σου, πήρα μια θέση στην πιο ακρινή  μεριά του σύμπαντος, ζεστό και λυπημένο ετερόφωτο αστεράκι, να κοιτάζω την ομορφιά του πλανήτη, να αναρωτιέμαι για Σένα.

Ουτοπιστής

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Betadine

Η φωνούλα του έκλαιγε σπαρακτικά. Μόλις το πλησίασα απομακρύνθηκε, ήταν φοβισμένο. Στάθηκα, του ψιθύρισα να μη φοβάται, ήρθε κοντά μου, με κοίταζε, μια στα μάτια, μια στο πεζοδρόμιο, το μισό φεγγάρι έδινε αρκετό φως, είχε νυχτώσει για τα καλά .
Μιλούσαμε για την πλατεία Συντάγματος, για την πλατεία της Ελπίδας, Ιούλης μήνας, το πρώτο θερμό Σαββατοκύριακο του καλοκαιριού, ο κόσμος αραίωσε στους δρόμους, οι ομπρέλες γέμισαν τις παραλίες. Αυτό το καλοκαίρι νοσταλγεί, δεν ονειρεύεται.
Νιάου νιάου, πονάω, πεινάω, με άφησαν μόνο και απροστάτευτο, φοβάμαι.
Στο δρόμο που περπατάμε τα βράδια με τη γυναίκα μου, βλέπουμε γάτες, σκύλους, ανθρώπους, ποδήλατα, αυτοκίνητα, μηχανάκια και κάποια αστέρια να πέφτουν απ’ τον ουρανό. Δεν μπορώ να ισχυρισθώ ότι είμαι φιλόζωος, γιατί δεν φροντίζω κανένα ζώο, εκτός απ΄ τον εαυτό μου και αν. Όπως δεν μπορώ να πω, ότι θα πονέσω ιδιαίτερα αν κλείσει η Αυγή, απλά γιατί δεν την αγόραζα, παρά πέντε δέκα φορές τον χρόνο, ενώ με πόνεσε ο θάνατος του Αντί γιατί το περίμενα κάθε φορά. Κάποια ραντεβού ακυρώνονται για πάντα, με έναν θάνατο. Ο Κώστας Σταματίου πέθανε,Τα Νέα του Σαββάτου, δεν θα ήταν ποτέ πια τα ίδια, ούτε το Γεωτρόπιο δίχως το fax του Σταύρου Απέργη, με δύο λέξεις έπαιρνες το μήνυμα.

«Θα μου χαρίσεις απόψε ένα χορό;

Ένα ταγκό στην πίστα τ' ουρανού θα μου χαρίσεις;

Με το φεγγάρι να κρατάει αργεντίνικο δοξάρι και

με τ' αστέρια ν' αγκαλιάζονται σφιχτά...

Θα μου χαρίσεις απόψε ένα χορό;

Σκέψου ένα βαλς στα δυο χιλιάδες μέτρα και κάπου

εκεί τον Στράους με μπαγκέτα...

Θα μου χαρίσεις απόψε ένα χορό;

Σε περιμένω-εδώ δίπλα είμαι, στην ακτή με τα βραχάκια...»


μόνο όταν πέθανε ο Σ. Α μάθαμε ποιος ήταν ο ταξιδιώτης του Ουρανού.


Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν συμπαθώ τα ζώα ή ότι δεν εύχομαι να μην κλείσει η Αυγή, όπως εύχομαι να κλείσουν τα έντυπα των μεγαλοεργολάβων -γιατί εδώ υπάρχει πόλεμος. Είναι άλλο η Αυγή και άλλο το Έθνος και τα Νέα. Αυτές δεν είναι πιά εφημερίδες, αλλά μαγαζάκια της συμφοράς. Και σε τελική ανάλυση δεν γίνεται να καπνίζεις και να είσαι αντικαπνιστής, ούτε να λες αγαπάω το θέατρο, αλλά να έχεις να πατήσεις το πόδι σου απ΄τα σκετς του δημοτικού, αυτό το ολίγον έγκυος, έχει διαπιστωθεί χρόνια τώρα πως δεν ισχύει.
Πάω να δω το γατάκι,  το φεγγάρι,-το δροσερό της νύχτας αεράκι και επανέρχομαι  στο θέμα .Το θέμα είναι το απροστάτευτο ζωάκι και οι πληγές του.
Το πήρα στην αγκαλιά με τις δυό παλάμες μου, τόσο ήταν όλο κι όλο, όταν είδα την πληγή στο αριστερό του πίσω πόδι. Σώπασε, γαλήνεψε, κάποια στιγμή στο δρόμο νόμισα ότι ξεψύχησε, ήταν ένα ζωντανό πλάσμα στα χέρια μου.
Πάνω στην κόκκινη πετσέτα με το σπιτάκι ζωγραφιά, έμοιαζε σαν μωρό στην κούνια του, έπινε το γάλα του, όπως όταν έχεις να φας δυό μέρες. Γουργούριζε σηκώνοντας τη μαύρη ουρά του, οι γάτες όταν χαίρονται γουργουρίζουν, άρχισα να μαθαίνω πράγματα για τις γάτες, είναι δεν είναι τριών μηνών. Πάνω στο άσπρο του τρίχωμα είχε τρεις μαύρες βούλες και τρεις μικρές πληγές. Για τις πληγές Betadine.
Οι πληγές πονάνε, σαν ανεκπλήρωτα  όνειρα ή σαν λάθη που έγιναν και δεν αλλάζουν πια.
Η μοναξιά των ανθρώπων βρίσκει παρηγοριά στα ζώα, -οι γάτες είναι άπιστες, οι σκύλοι πιστοί,-το δέσιμο με αυτά ξεπερνάει την ανθρώπινη οδύνη. Αγάπη, τρυφερότητα, φροντίδα, παιχνίδι, πόνος και χαρά, ζωντανές υπάρξεις.Όπως ο άνθρωπος.
Η Ζυράννα Ζατέλη*  μας μιλάει για τις γάτες της, μυθιστορηματικές, εφτάψυχες, -κάθε επτά χρόνια ολοκληρώνει ένα βιβλίο και ο Νίκος Δήμου* τις κάνει βιβλίο, γράφοντας για επίλογο:

Τα ζώα είναι αυτά που είναι:
καθαρή φύση. Τίμια κοιτάνε,
κατάματα. Ο άνθρωπος, έξω απ' τη φύση,
αναζητά.
Το ζώο είναι. Ο άνθρωπος γίνεται. Αν μπορεί.

Πρόσεξε αυτόν που δεν αγαπά τα ζώα.
Η ανθρωπιά του αδύναμη. Το ζώο μέσα του
αντιδρά. Πρόσεξε αυτόν
που δεν αγαπά τις γάτες. Κάπου
φοβάται. Κάπου τρέμει. Κάπου, κρύβεται.

Ο Χίτλερ μισούσε τις γάτες. Κι ο Καίσαρας. Κι ο Ναπολέων.
Όλοι οι τύραννοι. Οι δικτάτορες. Οι κήνσορες.
Βλέπουν στις γάτες τα όρια της δύναμής τους.

Γάτα στο τσίρκο; Ποτέ! Αδιαμαρτύρητα πεθαίνουν
αλλά δε δαμάζονται. Η πιο ανθρώπινη αρετή
φωλιάζει στις γάτες.



Το πεινασμένο γατάκι  άρχισε τα παιχνίδια του, θα γίνει γάτα λένε.
Ο παραμικρός ήχος κάνει τα πράσινα ματάκια του δορυφορικά, να αντιλαμβάνεται τις κινήσεις. Η φωνούλα του γλύκανε, ναζιάρα, περιπαικτική, ελεύθερη, αδάμαστη.
Αρετές που βρίσκεις στα ζώα  και τις ψάχνεις στον άνθρωπο. Και η πιο μεγάλη ότι δεν εξαργυρώνονται εύκολα .
Υπακουή στους νόμους της Φύσης και ανυπακουή στους νόμους των ανθρώπων.
Όπως η Αντιγόνη απέναντι στον Κρέοντα.

Ουτοπιστής


Πηγές:
Το βιβλίο των γάτων. Νίκος Δήμου





                                                                                     

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Όσα έπρεπε να μάθω, τα έμαθα στο νηπιαγωγείο

Στη Τζένη

Ο Σακουλέβας κυλάει τα μυστικά του. Δίπλα του η Ρόζα τα δικά της. Μια παρέα φοιτητών περπατάει πλάι στα νεοκλασικά συζητώντας για τις ταινίες του Αγγελόπουλου, η πόλη αντιστέκεται, διατηρώντας το ιστορικό βάθος της.
Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα και ένα μικρό σκυλάκι μας ακολουθεί, περπατάμε δίπλα στο ποτάμι, οι πάπιες κοιμούνται αγκαλιά τη νύχτα. Οι άνθρωποι στη Φλώρινα αγαπούν τα σκυλιά και τα σκυλιά τους ανθρώπους ,αρμονική συνύπαρξη, η φιλοξενία της ιστορίας, το χρώμα του ουρανού.
Γλυκιά, δροσερή, καθαρή καλοκαιρινή νύχτα απλώνεται στα στενά δρομάκια της, ανάμεσα από χαμηλά σπίτια  και σύγχρονες πολυκατοικίες, άδειοι δρόμοι  ηρεμούν απ΄ το βουητό της μέρας, μια ανασηκωμένη ματιά μετράει τ’αστέρια Σπίτια ζωγράφων και ποιητών ζωγραφίζουν τον ύπνο ανθρώπων που ζουν στην άκρη, ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα.
Αγάπησα την Φλώρινα, κάποιες φορές μοιάζει με οξυγόνο στα πνευμόνια του σύγχρονου κόσμου, κάποιες άλλες  υφαίνει τη θλίψη της ,ολόιδια με τη δικιά μου, όμοιος ομοίω. Όταν χαμογελά όμως αστράφτει, όπως η αστραπή μετά το μπουμπουνητό, δροσίζει όπως η ξαφνική βροχή σε μεσημέρι  καυτού καλοκαιριού, όπως ξυπνάς το χειμώνα και το λευκό χιόνι χαρίζει τις πιο άσπρες μέρες.
Μπαμπά χιονίζει, όλα είναι κάτασπρα ,τα κεραμίδια των σπιτιών, οι δρόμοι, το μπαλκόνι χιονισμένο και χιονίζει τώρα πολύ. Δυό βήματα η Βίγλα άναψε το τζάκι της, οι πίστες της χορεύουν τα βράδια του χειμώνα. Το χειμώνα στο Πισοδέρι να ντύνεσαι καλά, κάποια φορά έφυγα με ένα μάγουλο, το άλλο μου το πήρε ο παγωμένος αέρας .
Κάτω απ΄τα ΤΕΙ ο ζωολογικός κήπος, η πρώτη θύμηση  των παιδιών, δεν υπάρχει πια, ούτε το σφύριγμα του τρένου υπάρχει. Υπάρχει όμως η ζωντάνια στο κέντρο της πόλης, με τα φλερτ των φοιτητών και με μια ξεχωριστή πινακίδα που ολοζώντανα δείχνει ότι το μαγαζί έχει όλα τα υλικά για τη σχολή καλών τεχνών και για τους ζωγράφους της πόλης και μια πλατεία που δείχνει αρχοντιά και μεράκι. Υπάρχει όμως το Μουσείο της Σύγχρονης Τέχνης και το σπίτι του Βογιατζή γεμάτο με σκηνές απ’τον Μελισσοκόμο.
Εν Φλωρίνοις, μια παμπ απ’τα παλιά με  rock κομμάτια και λευκά μαρμάρινα τραπεζάκια σε ταξιδεύει σε άλλες εποχές, τότε που ο έρωτας σήμαινε όνειρο. Ούτε καταλαβαίνεις πως αχνοφέγγει η μέρα έξω, η πόλη κοιμάται, οι φούρνοι και τα μπουγατσάδικα άνοιξαν. Όταν χαράζει,νοιώθεις την αγάπη, τότε που οι άνθρωποι κοιμούνται γλυκά και αχνίζουν οι σταγόνες της ομίχλης.
Όσοι έρχονται φοιτητές στη Φλώρινα κλαίνε δυό φορές, μία όταν έρχονται και μία όταν φεύγουν, είπε ο ταξιτζής πριν τέσσερα χρόνια.Το ξενοδοχείο Λύγκος  σας περιμένει πιά, όπως και τότε. Το alter ego κάνει ωραίο καφέ και η οδός Ονείρων δεν σ’ αφήνει να προσπεράσεις,  όταν  πάρεις τον δρόμο για τις Πρέσπες σε προϊδεάζει που πας. Πας στις Πρέσπες, πας στην άχνη του ονείρου. Όλα τόσο κοντά και τόσο μακριά, όλα ήλιος, βροχή, χιόνι, ομίχλη, κρύο, ζέστη, δροσιά, η Φύση ,ο Άνθρωπος, ο Ουρανός της απεραντοσύνης.Το νερό της λίμνης και η πέτρα των βράχων, η πεδιάδα και το βουνό, η ψυχή και το σώμα της γης. Το Όλον.
Η λίμνη χρυσίζει, κυματίζουν αργά αργά τα νερά της σαν χάδι, μες τα καλάμια φτερουγίζουν πουλιά, μοναδικά πουλιά, ο pelecanus onoctotatus είναι εκεί και γύρω γύρω χωριά, όμορφα πέτρινα χωριά, με φασολιές που φθάνουν στον ουρανό σαν του Τζακ και πιπεριές κόκκινες καυτερές που νοστιμίζουν την άνοστη ζωή του μπετόν και της ασφάλτου. Οι Ψαράδες και οι βαρκάρηδες είναι εκεί για να σου δείξουν τις σπηλιές  και τους αγριοπελεκάνους, τις βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες πάνω στα βράχια
Στο σπίτι   ένα στρώμα στο πάτωμα, τίποτα άλλο, ένα άδειο φοιτητικό σπίτι. Η Νίκη απέχει μόλις είκοσι λεπτά, αύριο οι φοιτητές παίρνουν τα πτυχία τους,το φεγγάρι φεγγίζει τα όνειρα των παιδιών.
Ένας ακόμα σταθμός. Όλοι οι σταθμοί έχουν αφίξεις και αναχωρήσεις, ένα ταξίδι τελειώνει, ένα άλλο αρχίζει.
Η ζωή είναι ένα δώρο από μόνη της  ή  μιά  μπάλα που την κρατάει ο καθένας στα χέρια του, όπως η γη ή ένα ποτάμι που κυλάει να συναντήσει τη θάλασσά του..

Ουτοπιστής

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

Τετάρτη

Άνοιγε τον αέρα του κήπου
κι έβλεπες τα μαλλιά της να φεύγουν αριστερά.
Ύστερα μετατοπιζότανε πάνω στο τέμπλο,
λυπημένη,
κρατώντας στην αγκαλιά της πολλές μικρές
άσπρες φλόγες.

Ήταν μια εποχή γεμάτη επαναστάσεις,
ξεσηκωμούς, αίματα.
Θα ‘λεγες ότι μόνη αυτή συντηρούσε
τη διάρκεια των πραγμάτων από μακριά.

Όμως από κοντά ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα
που μύριζε κήπο. 




Οδυσσέας Ελύτης.«Το ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Πρέσπες, τόποι προορισμού, ανάσας τόποι

             
Άυλη χώρα

Χώμα και Νερό
Αέρας και Ουρανός
Στο ίδιο χρώμα της απεραντοσύνης
Σμίγουν οι πέντε αισθήσεις
Σ’ ένα φτερούγισμα ψυχής
Γεννήθηκα άνθρωπος
Θα γίνω πουλί
Από ψηλά να ζωγραφίζω
Τη μορφή σου
Τα δρώμενα της γης, ασήμαντοι αντικατοπτρισμοί

Αιώνια ύπαρξη σε ακατέργαστη στιγμή
Πόθοι  γυμνής ομορφιάς
Σε ανύπαρκτη χώρα  σημάδι.
Μοναδική μου χειρολαβή
Χώρα της ουτοπίας
Χώρα των ονείρων μου
Χώρα της ψυχής μου

Άυλη χώρα μου.


Ουτοπιστής

Ζαν-Πωλ Σαρτρ,διαρκώς με μια σκέψη στα μάτια

 Τα  πράγματα μας κατέχουν*

Κοντός, με μεγάλα γυαλιά, διαρκώς με μια σκέψη στα μάτια. Μας υποδέχτηκε με ευγένεια στο απέριττο εργένικο διαμέρισμά του πο βρίσκεται στον 10 ο όροφο μιας παρισινής πολυκατοικίας.
Καπνίζοντας διαρκώς, κοίταζε απ’ το μεγάλο παράθυρο το Μονπαρνάς, που τόσο αγάπησε. Στην αρχή φαινόταν διστακτικός να μιλήσει μπρός στο μαγνητόφωνο.
Σε λίγο όμως απορροφήθηκε τόσο απ’ τη συζήτηση, που το ξέχασε βυθισμένος στα διανοήματά του.

Ερωτ: Κατά τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κι’ ενώ κηρύττατε την αυστηρή φιλοσοφία του υπαρξισμού, σε δοκίμια, μυθιστορήματα και ,θεατρικά έργα, λέγεται ότι ηγηθήκατε στο Παρίσι μιας πολυπληθούς παγκόσμιας-και μερικοί μάλιστα προσθέτουν και ηδονιστικής- κίνησης μποέμ τραγουδιστών, ηθοποιών, μουσικών, χορευτών, πολιτικών στελεχών, δημοσιογράφων και φοιτητών κάθε αποχρώσεως.Πως εξηγείτε όλες αυτές τις παράδοξες ιστορίες γύρω απ’ το πρόσωπό σας;

ΣΑΡΤΡ: Το ζήτημα είναι ότι έτυχε να αρέσουν τα βιβλία μου και σε λίγα παιδιά που έπαιζαν σε ορχήστρες. Και Καθένας άρχισε να σκέπτεται πως αυτό που μπορούσε να έχει σχέση με την προσωπική μου φιλοσοφία. Τι ανοησία!

Ερωτ: Αναπτύσσοντας κάπως περισσότερο τις προσωπικές σας αντιλήψεις, θα μπορούσατε να εξηγήσετε τι εννοούσατε στο έργο σας «Κεκλεισμένων των θυρών» με την φράση «η κόλαση είναι οι άλλοι»;

ΣΑΡΤΡ: Οι άλλοι άνθρωποι αποτελούν την κόλαση από την άποψη ότι από την στιγμή που γεννιέστε βρίσκεστε σε μια κατάσταση στην οποία είστε αναγκασμένος να υποταχτείτε. Γεννιέστε σαν γιος ενός πλουσίου, ή ενός Αλγερινού, ή ενός γιατρού, ή ενός Αμερικανού. Και το μέλλον σας είναι αυστηρά προσχεδιασμένο, ένα μέλλον που έφτιαξαν άλλοι για σας. Δεν το δημιούργησαν άμεσα, αλλά αποτελούν ένα μέρος μιας κοινωνικής τάξεως που κάνουν αυτό που είσθε. Όλα αυτά σωριάστηκαν πάνω σας από άλλους ανθρώπους. Κι η σωστή περιγραφή της υπάρξεως αυτής είναι κόλαση.

Ερωτ: Οι κριτικοί σας κατηγορούν για τη μοιρολατρική αντιμετώπιση τέτοιων θεμάτων, όπως η «απολύτρωση», η «αγωνία», η «απογοήτευση» από τη σύγχρονη ζωή, ενώ ταυτόχρονα κηρύττετε πως η ελευθερία είναι ένας σκοπός πραγματοποιήσιμος – χωρίς όμως να προτείνετε ένα συγκεκριμένο και θετικό τρόπο πραγματοποιήσεώς του.

ΣΑΡΤΡ: Οι άνθρωποι νομίζουν πως μια ωραία πρωία μπορεί κανείς, τη στιγμή που θα φοράει τις κάλτσες του, ν’ αποφασίσει: «Χμ! σήμερα θ’ ανακαλύψω ένα κώδικα ηθικής». «Μα ένας κώδικας ηθικής δεν είναι δυνατό να «εφευρεθεί». Σήμερα δεν υπάρχει ένα αληθινό ηθικό σύστημα, κι αυτό γιατί λείπουν οι συνθήκες που θα έκαναν ένα ηθικό κώδικα άξιο του ονόματός του. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν ο ένας τον άλλον. Πάρα πολλές μηχανές, όπως έλεγα, και κοινωνικά οικοδομήματα παρεμποδίζουν την ορατότητα. Είναι αδύνατο να μιλάμε σήμερα για ένα αληθινό ηθικό σύστημα: Μπορούμε να μιλάμε μόνο για ηθικούς κώδικες συγκεκριμένων τάξεων που αντανακλούν τις ειδικές τους συνήθειες και συμφέροντα. Λείπουν οι βασικοί όροι που θα ‘καναν  τους ανθρώπους  ικανούς να έχουν μια  νέα κοινωνική τάξη. Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας είναι αναπόφευκτο το πλήθος των κοινωνικών οικοδομημάτων-για να μην αναφέρουμε τις προσωπικές υποχρεώσεις, την ατομική μοίρα – να δημιουργούν εμπόδια στην αμοιβαία κατανόηση. Κι έτσι βαδίζετε μαζί με την προσωπική σας μοίρα και συναντάτε ένα Νέγρο, ή έναν Άραβα, που ο καθένας του έχει την δική του τύχη και οποιαδήποτε πραγματική σχέση μαζί τους γίνεται εξαιρετικά δύσκολη, Ή θα πρέπει να ανήκετε σε κάποια «κίνηση» στην οποία αποξενώνεστε ολοκληρωτικά, με οτιδήποτε βρίσκεται έξω απ’ αυτήν, για να συνδεθείτε, ας πούμε με τον αγώνα των Αλγερινών. Και σ’ αυτή όμως την περίπτωση – παρ’ όλες τις καλές προθέσεις – δεν θα πετύχετε την πλήρη αλληλεγγύη. Ο άνθρωπος με τον οποίο θα έρθετε σ’ επαφή δεν θα είναι γα σας ένας ε ν τ ε λ ώ ς άνθρωπος, θα είναι ένα «πράγμα».
Το να μεταχειριστούμε όμως έναν άνθρωπο σαν άνθρωπο, σα μια ανθρώπινη ύπαρξη, αυτό αποτελεί ζήτημα αρχής, μιας αρχής που δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψουμε.

Ερωτ: Κι η λογοτεχνία;

ΣΑΡΤΡ: Η λογοτεχνία θα πρέπει να είναι το έργον ανθρώπων που βλέπουν ξεκάθαρα και που παίρνουν υπ’ όψη τους το σύνολο της ανθρωπότητας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να παραδεχτεί ότι υπάρχει σ’ ένα κόσμο όπου παιδιά πεθαίνουν της πείνας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να καταλάβει ότι είναι μέσα στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, σαν συγγραφέων και ανθρώπων, να κάνουμε κάτι για τους άλλους και οι άλλοι μπορούν να κάνουν κάτι για μας.

Ερωτ: Κι όμως στο τελευταίο σας έργο «Οι Λέξεις» γράφατε πως «βγήκα απ’ τις πλάνες μου… Και δεν ξέρω πια τι να κάνω με τη ζωή μου».

ΣΑΡΤΡ: Όταν το ‘πα αυτό εννοούσα ότι θεραπεύτηκα από τις αυταπάτες της νιότης μου.

Ερωτ: Ποιες αυταπάτες;

ΣΑΡΤΡ: Την αυταπάτη πως ένας αστός συγγραφέας  είναι υποχρεωμένος  να είναι απαισιόδοξος, ότι είναι καταδικασμένος στη μοναξιά από το γεγονός ότι σήκωσε κάποτε τα όπλα κατά της κοινωνίας. Στις «Λέξεις» περιγράφω πως έφθασα στο σημείο να είμαι μέλος της κοινωνίας- μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε κίνηση. Κι’ επειδή έχω απαλλαγεί από τις αυταπάτες της νιότης πιστεύω πως έχω γίνει αισιόδοξος.

Ερωτ: Αν είναι έτσι, γιατί γράφατε πως δεν ξέρετε τι να κάνετε με τη ζωή σας;

ΣΑΡΤΡ: Επιτρέψτε μου να σας περιγράψω τι εννοώ όταν λέω «δεν ξέρω τι να κάνω με τη ζωή μου». Καθένας νοιώθει έτσι όταν ξαφνικά ικανοποιεί ένα μεγάλο του πάθος- π.χ. για μια γυναίκα. Όταν όλα τελειώσουν ρωτάει τον εαυτό του: «Γιατί αγάπησα τη γυναίκα αυτή;»- και δεν μπορεί να θυμηθεί ούτε ποια ήταν. Κάποτε αισθανόσαστε κάποια ανάγκη να δείτε τη γυναίκα αυτή, ν’ ακούσετε τη φωνή της. Να σκέφτεστε γι’αυτήν, να την παρακολουθείτε. Όλα αυτά τέλειωσαν. Γιατρευτήκατε από μια μονομανιακή  έμμονη ιδέα και αισθάνεστε ανακούφιση, γιατί το είδος αυτό του πάθους για μια γυναίκα δεν αποτελεί μια ιδεώδη κατάσταση – κι όμως παράλληλα νιώθετε κάποια χαλάρωση.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Προφανώς μιλάτε από πείρα, από τις αισθηματικές σας περιπέτειες με τις γυναίκες. Κι όμως τόσο σπάνια γράφετε γι’ αυτό στα βιβλία σας. Γιατί;
ΣΑΡΤΡ: Απλούστατα γιατί έχω να γράψω για άλλα πράγματα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν έχω, ή δεν είχα, και το μοιράδι μου στις αισθηματικές περιπέτειες: στην πραγματικότητα οι γυναίκες παίζουν ένα μεγάλο ρόλο στην ζωή μου – αλλά μικρό στα βιβλία μου. Τις ξέρω καλά όλες αυτές τις εκστάσεις, απεχθάνομαι όμως να γράφω γι’ αυτές, γιατί κάτω απ’ αυτές βρίσκεται η ιδέα πως μπορεί κανείς να είναι πραγματικά άνδρας σήμερα, όταν στην πραγματικότητα είναι αδύνατο. Ο Καμύς μπορεί να πει: «Πρέπει να υποστηρίξουμε το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι ευτυχής». Κι αυτό είναι πολύ σωστό, αλλά νομίζει ότι πρέπει και μπορεί να υποστηριχθεί α μ έ σ ω ς. Μ’ άλλα λόγια πως οι όροι της ευτυχίας  μπορούν να πραγματοποιηθούν σήμερα. Θα ήταν πολύ ευάρεστο, βέβαια, να μπορούσε κανείς να συμμεριζόταν τις αισθησιακές του εκστάσεις με τον καθένα. Γράφοντας γι’ αυτές – αλλά απολαμβάνοντάς τες μονάχος του – σημαίνει πως απομονώνει τον εαυτό του από ορισμένες σχέσεις με τους συνανθρώπους μας. Εξάλλου σαν συγγραφέας νιώθω πως θα έπρεπε ν’ ασχολούμαι μ’ εκείνο για το οποίο είμαι πιο κατάλληλος – που άλλοι δεν μπορούν να το εκφράσουν καλύτερα από εμένα. Συχνά σκέφτομαι πως κάποια μέρα θα γράψω για τις χαρές μου, αλλά τότε μού ’ρχεται στη μνήμη πως η πλευρά αυτή της ζωής μου δεν αξίζει να προβληθεί σαν παράδειγμα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Μήπως είστε συνεσταλμένος; Μας έχουν πει πως στη δημόσια ζωή σας βρίσκεστε σχεδόν μόνιμα περικυκλωμένος από ελκυστικές γυναίκες που σας θαυμάζουν.

ΣΑΡΤΡ: Είναι γεγονός πως πάντα προσπαθούσα να βρίσκομαι σε περιβάλλον γυναικών που τουλάχιστον είναι συμπαθείς στη θέα. Το παραδέχομαι και ντρέπομαι γι’ αυτό. Η βασική όμως αιτία που περιβάλλομαι από γυναίκες είναι απλώς ότι προτιμώ την συντροφιά τους, από την συντροφιά των ανδρών. Κατά κανόνα βρίσκω τους άνδρες βαρετούς. Έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα και μιλούν για διάφορα πράγματα. Στην γυναίκα όμως υπάρχουν ιδιότητες που προέρχονται από τη γυναικεία φύση της κι από το γεγονός ότι είναι ταυτόχρονα υποχείρια και συνένοχος. Και γι’ αυτό η ευαισθησία της είναι πολύ ευρύτερη από του άνδρα. Διαθέτει τον εαυτό της. Παραδείγματος χάρη δεν μπορεί κανείς να κάθεται στο καφενείο και να συζητάει με έναν άνδρα, για τον κόσμο που περνάει από ‘κει. Βαριέται την κατάσταση αυτή και θυμάται τις επαγγελματικές του ανησυχίες, ή καταφεύγει σε διάφορα διανοητικά γυμνάσματα. Τα διανοητικά όμως γυμνάσματα είναι κάτι που μπορώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτά εντελώς μόνος μου. Στην πραγματικότητα νιώθει κανείς μεγαλύτερη ικανοποίηση όταν παλεύει με τις λέξεις και τα προβλήματά του μόνος του. Ποτέ οι συζητήσεις με τους άνδρες δεν μ’ ευχαριστούν πολύ. Η συζήτηση πάντα σβήνει. Από τη γυναίκα όμως έχεις την συναίσθηση ενός διαφορετικού όντος, μιας νοημοσύνης ίσως ανώτερης από του άνδρα και που δεν περιορίζεται από τις ίδια σκοτούρες.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ας μιλήσουμε για τη δουλειά σας. Πολλά από τα έργα σας έχουν διασκευασθεί για τον κινηματογράφο, σας άρεσε κανένα απ’ αυτά;

ΣΑΡΤΡ: Όλες οι κινηματογραφικές αποδόσεις των έργων μου ήταν πολύ άσχημες – εκτός από το «Ευσεβές Γύναιον».

ΕΡΩΤΗΣΗ: Κι όμως, μήπως δεν κερδίσατε πολλά από τα συγγραφικά δικαιώματα από τα φιλμ αυτά; Εξάλλου είστε ένα διαρκές «μπεστ σέλλερ».

ΣΑΡΤΡ: Είναι αλήθεια. Έχω πραγματικά αρκετά μεγάλα ποσά χρημάτων για ξόδεμα. Αλλά έχω και πολλές υποχρεώσεις. Και είναι γεγονός πως το αίσθημα της κατοχής μου είναι μισητό. Μου φαίνεται πως μας κατέχουν τα πράγματα που έχουμε στην διάθεσή μας. Είτε είναι αυτά χρήματα ή πράγματα τα οποία μπορούμε ν’ αγοράσουμε μ’ αυτά. Όταν κάτι μου αρέσει θέλω πάντα να το δίνω σε κάποιον άλλον. Δεν πρόκειται για γενναιοδωρία. Είναι γιατί θέλω μόνο και μόνο να σκλαβωθούν ά λ λ ο ι από τα αντικείμενα, κι όχι εγώ. Κι ευχαριστιέμαι από την σκέψη πως κάποιος άλλος θα ευχαριστηθεί από το αντικείμενο που θα του δώσω.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Αποκρούετε τον πλούτο, αλλά πώς αντιμετωπίζετε την φήμη; Είστε ευχαριστημένος από την παγκόσμια φήμη που έχετε κερδίσει, ή μάλλον που ξανακερδίσατε τα τελευταία χρόνια;

ΣΑΡΤΡ: Από ορισμένες απόψεις – πιθανόν. Αλλά δε θέλω να γίνω υποχείριος της υπόστασής μου, όποια κι αν είναι αυτή στη παρούσα στιγμή. Πάντα το εδώ και το τώρα είναι ένας όρος που τον θεωρώ προσωρινό και που επιθυμώ να τον αφήσω πίσω. Επιμένω σε μια παιδική αυταπάτη: την αυταπάτη πως ένας άνθρωπιος μπορεί να βελτιώσει τον εαυτό του. Προειδοποιώ τον εαυτό μου ότι έχω γράψει μερικά βιβλία, αλλά το θεωρώ καθήκον μου να υπερασπιστώ τις ιδέες που εκφράζονται στα βιβλία αυτά, κι αν ακόμη τα πράγματα αλλάξουν, και τότε πια δεν είμαι ο εαυτός μου, θα γινόμουν το θύμα των βιβλίων μου. Δε νομίζω πως θα έπρεπε κανένας να κάνει αυτό που έκανε ο Ζιντ, να ξεκόβει συστηματικά από το παρελθόν του. Θέλω όμως να είμαι πάντα προσιτός στην αλλαγή. Δεν νιώθω τον εαυτό μου δεσμευμένο από οτιδήποτε έχω γράψει. Από την άλλη όμως πλευρά και δεν αποκηρύττω ούτε μια λέξη απ’ αυτά.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Και μια τελευταία ερώτηση. Γιατί δεν δεχθήκατε το βραβείο Νόμπελ;

ΣΑΡΤΡ: Καλύτερα να μη μιλήσω γι’ αυτό.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιατί;
           
 ΣΑΡΤΡ: Γιατί δεν νομίζω πως μία ακαδημία ή ένα βραβείο μπορεί να έχει καμιά σχέση μαζί μου. Εκείνο που θεωρώ για μεγαλύτερη τιμή είναι να με διαβάζουν.

*Η συνεντεύξη αυτή του Ζαν-Πωλ Σαρτρ υπάρχει δημοσιευμένη στο βιβλίο του, Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός ,εκδόσεις Ρούγκα, έκδοση της δεκαετίας του '70.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη




Μπέρτολτ Μπρέχτ
Ακούμε: δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας.
Γονάτισες. Δε μπορείς άλλο να τρέχεις.
Κουράστηκες. Δε μπορείς πια να μαθαίνεις καινούρια.
Ξόφλησες.
Κανείς δε μπορεί να σου ζητήσει να κάνεις πια τίποτα.

Μάθε λοιπόν:
Εμείς το ζητάμε.

Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς.
Κανείς δε θα σε ξυπνήσει πια να πει:
Σήκω ,το φαί ειν' έτοιμο.
Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαί;
Σαν δε θα μπορείς άλλο να τρέχεις,
θα μείνεις ξαπλωμένος. Κανείς
Δε θα σε ψάξει για να πει:
Έγινε επανάσταση. Τα εργοστάσια
Σε περιμένουν.
Γιατί να 'χει γίνει επανάσταση;
Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν
Είτε φταις που πέθανες είτε όχι.

Λες:
Πολύ καιρό αγωνίστηκες. Δεν μπορείς άλλο πια
ν' αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν:
Είτε φταις είτε όχι:
Σαν δε μπορείς άλλο να παλέψεις ,θα πεθάνεις.
Λες: Πολύ καιρό ελπίζεις. Δε μπορείς άλλο να ελπίσεις
Έλπιζες τί;
Πως ο αγώνας θα είναι εύκολος;

Δεν είναι έτσι.
Η θέση μας είναι χειρότερη απ' όσο νόμιζες.

Είναι τέτοια που:
Αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο
Δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει
Θα χαθούμε

Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.

Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του.
Οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη.

Μπέρτολτ Μπρέχτ