Γράφει ο Θανάσης Β. Κούγκουλος
Δρ. Νέας Ελληνικής Φιλολογίας
Πανεπιστήμιο Αδριανούπολης - Τουρκία
Βαγγέλης Αυδίκος, Η σκιά της Μίκας, μυθιστόρημα
Ο Βαγγέλης Αυδίκος, καθηγητής λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλίας και προηγουμένως στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, εμφανίζεται με
καθυστέρηση στον χώρο της λογοτεχνίας. Η αργοπορία του πιθανώς εξηγείται από το
γεγονός ότι η ισορροπία ανάμεσα στον θεωρητικό – επιστημονικό λόγο, που
καλλιεργεί εδώ και χρόνια, και στην τέχνη του λόγου είναι επώδυνη αλλά
ταυτοχρόνως και άκρως ερεθιστική∙ εξάλλου είναι αποδεδειγμένο πως η επιστήμη
ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα επιδρά και υφολογικά στη λογοτεχνία. Ωστόσο ο Αυδίκος –πριν την πρώτη του
πεζογραφική κατάθεση (2001)- έρχεται σε στενή επαφή με τη λογοτεχνία μέσα από
ποικίλες δραστηριότητες. Συμμετέχει στις συντακτικές επιτροπές λογοτεχνικών
περιοδικών ή περιοδικών εκδόσεων που στεγάζουν και αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα
(Πρεβεζάνικα Χρονικά και Εξώπολις της Αλεξανδρούπολης που διευθύνει τότε ο
αείμνηστος ποιητής Θανάσης Τζούλης), γράφει επίσης λογοτεχνική κριτική και
φιλολογικά δοκίμια και, προπαντός, η επιστημονική του δουλειά για την
παραδοσιακή και τη σύγχρονη κοινωνία αποτελεί υλικό πρώτης τάξης για
λογοτεχνική χρήση.
Το τέταρτο, και τελευταίο μέχρι στιγμής πεζογράφημά του,
είναι το μυθιστόρημα Η σκιά της Μίκας. Φαίνεται να εμπνέεται από το πρόσφατο
επιστημονικό του ταξίδι σε διάφορα Πανεπιστήμια και πόλεις της Αμερικής. Όπως
προκύπτει από το ηλεκτρονικό του ιστολόγιο, στο ταξίδι γνωρίζεται με τη λέκτορα
ελληνικής γλώσσας Μίκα Τσεκούρα στο Κέντρο Γλωσσών του Πανεπιστημίου της
Πενσυλβάνιας. Το όνομα του υπαρκτού προσώπου της ελληνοαμερικάνικης κοινότητας
μοιάζει να παραφράζεται στο μυθιστόρημα για να δώσει σάρκα και οστά στη χάρτινη
ηρωίδα Μίκα Τσεκουρίδου. Όπως
προσημαίνεται έμμεσα στον τίτλο, το κείμενο ακολουθεί τη δομή του αστυνομικού
μυθιστορήματος. Η υπόθεσή επικεντρώνεται στην αναζήτηση της σκιάς -των σκοτεινών
δηλαδή και αμφιλεγόμενων ιχνών- μιας Ελληνίδας μετανάστριας που καταφεύγει στην
Αμερική μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και πραγματοποιείται σε δώδεκα
κεφάλαια από τον κεντρικό ήρωα και μετανάστη Κοσμά Τρίκαρδο. Ο Κοσμάς, με ρίζες
από τη Σμύρνη, σπουδάζει κλασική φιλολογία στην Αμερική, παντρεύεται με την
Αμερικανο-πολωνίδα Μαρία Τερέζα, ζει στη Φιλαδέλφεια, εργάζεται σε μία εταιρεία
οικονομικών συμβούλων και αναλαμβάνει να εντοπίσει για λογαριασμό της εταιρείας
τους κληρονόμους μιας ιδιοκτήτριας μετοχών που αγοράστηκαν το 1927 και έχασαν
την αξία τους με το κραχ του 1929. Πλέον οι μετοχές αποδίδουν κέρδη, που θα
εισπράξει η οικονομική υπηρεσία του Μπρονξ αν δεν βρεθούν οι νόμιμοι
κληρονόμοι. Ο Κοσμάς προσπαθεί να ξετυλίξει το κουβάρι της αινιγματικής ζωής
της ιδιοκτήτριας, της Μίκας Τσεκουρίδου, ερευνώντας σκόρπιες ενδείξεις της
παρουσίας της στη Νέα Υόρκη (Μπρονξ, Αστόρια, μουσείο του σταθμού υποδοχής των
μεταναστών του Έλλις Άιλαντ), στο Κολόμπους του Οχάιο και ξανά στη Νέα
Υόρκη. Παράλληλα με τη δοκιμασία του
Κοσμά, ο αναγνώστης πληροφορείται σταδιακά τραγικές λεπτομέρειες του βίου της
Μίκας και εμβαθύνει στο δράμα των Ελλήνων μεταναστών του Μεσοπολέμου, που με
κόπο και ιδρώτα παλεύουν να κατακτήσουν το άπιαστο αμερικάνικο όνειρο. Με βάση
εσωτερικές χρονολογικές νύξεις, η αναζήτηση του Κοσμά τοποθετείται χρονικά την
περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας του πρώτου αφροαμερικανού προέδρου των
Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα, δηλαδή το έτος 2008.
Η Μίκα Τσεκουρίδου αναδύεται τμηματικά μέσα από τις έρευνες
του Κοσμά. Πρόκειται για μια παραδειγματική μορφή μαχητικής μετανάστριας των
αρχών του 20ου αιώνα. Αγωνίζεται για να κερδίσει τη ζωή της παλεύοντας πολύ
σκληρά σε αντίξοες συνθήκες. Σπουδάζει ιστορία στο Παρίσι. Βιώνει τον χαμό της
Σμύρνης το 1922 και σέρνεται ως πρόσφυγας στον Πειραιά. Από εκεί παίρνει
κατευθείαν το βαπόρι για την Αμερική, συμφωνώντας να δουλέψει για τρία χρόνια
σ’ ένα άγνωστο αφεντικό. Στο πλοίο συναντά και ερωτεύεται τον Πάτρικ, έναν Ιρλανδό
που ψάχνει καλύτερες μέρες στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Πουλάει λουλούδια με
καρότσι στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Το σκάει για το Κολόμπους του Οχάιο για
να βρει τον Πάτρικ. Συζεί μαζί του στο πατάρι ενός ιρλανδέζικου κλαμπ και
αγοράζει διακόσιες μετοχές μιας εταιρείας. Το 1929 οι μετοχές γίνονται άχρηστα
χαρτιά. Ο Πάτρικ σκοτώνεται κατά την απόβαση της Νορμανδίας στον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο για χάρη της νέας του πατρίδας.
Μετά τον θάνατο του αγαπημένου της νιώθει αφόρητη μοναξιά
και βασανίζεται από το αίσθημα της αποτυχίας.
Βρίσκει παρηγοριά στον Τζον Κόντακ, έναν αλήτη γεννημένο στην Αμερική
από Έλληνες γονείς, και εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο. Υιοθετεί ένα κατατρεγμένο
ελληνόπουλο κατά την εποχή του Εμφυλίου. Δωρίζει στην ορθόδοξη εκκλησία της
πόλης ένα ποσοστό των μετοχών της και τρέπεται σε φυγή πίσω στη Νέα Υόρκη.
Καταλήγει σε γηροκομείο του Μπρονξ ενώ ο θετός γιος της σμίγει με τη φυσική του
μητέρα στην Ελλάδα. Παραλείπω κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες από την περίληψη
της ταραχώδους ζωής της Μίκας, για να μην αποκαλύψω την έκπληξη που περιμένει
τον αναγνώστη στο τέλος της ιστορίας. Η αστυνομική πλοκή του μυθιστορήματος
επιβάλλει, εξάλλου, το κλείσιμο με μια περίτεχνη ανατροπή.
Οι δύο βασικοί ήρωες κινούνται παράλληλα σε δύο χρονικά
επίπεδα, τα οποία καθρεφτίζουν αντίστοιχες φάσεις της υπερπόντιας
μετανάστευσης. Η Μίκα αντιπροσωπεύει το μεταναστευτικό ρεύμα του Μεσοπολέμου,
όσους εκδιώκονται με ευθύ ή πλάγιο τρόπο, ριζώνουν στην Αμερική και
διαμορφώνουν μια σχέση νοσταλγίας και απέχθειας για τη μητέρα - Ελλάδα, που στη συνείδησή τους ταυτίζεται
ταυτοχρόνως με τον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας και την κόλαση των
ονείρων τους. Αυτή η αμφίθυμη σχέση αποτυπώνεται εύγλωττα στα ονόματα μαγαζιών
και κέντρων διασκέδασης. Μέσω της συμβολικής ονοματοθεσίας εκφράζεται ο πόνος
του χωρισμού, καθώς ο γενέθλιος τόπος ανασυντίθεται συμβολικά στη φιλόξενη
μητριά πατρίδα: π.χ.Λευκός Πύργος, Η Ελληνική Κουζίνα, Γκρικ Μουσακά, Ωραίος ως
Έλλην. Ο Κοσμάς εκπροσωπεί τη νεώτερη γενιά μεταναστών. Τους ανθρώπους που
επιλέγουν την Αμερική ως χώρο σπουδών και επαγγελματικών ευκαιριών. Μένουν
μόνιμα εκεί, φτιάχνουν μεικτές οικογένειες και σφυρηλατούν νέα ταυτότητα. Οι
δύο ομάδες αντιμετωπίζουν κοινά αλλά και διαφορετικά προβλήματα, που
σχολιάζονται άλλοτε αναλυτικά κι άλλοτε υπαινικτικά στο περιθώριο της αφήγησης.
Το σημαντικότερο ζήτημα είναι αυτό της οικοδόμησης της
πολιτιστικής ταυτότητας. Ο μετανάστης στέκεται μετέωρος ανάμεσα σε δύο
πολιτισμικά πλαίσια, αυτό της χώρας που αφήνει και αυτό της χώρας που έρχεται.
Τόσο ο Κοσμάς όσο και η Μίκα -αλλά και τα άλλα δρώντα πρόσωπα- με μεγαλύτερη ή
μικρότερη ένταση βιώνουν διλήμματα ταυτότητας. Παρότι σέβονται και ως ένα βαθμό
θέλουν να διατηρήσουν την ελληνική καταγωγή τους, την ίδια ώρα επιθυμούν
διακαώς να αποτινάξουν από πάνω τους το στίγμα του ξένου και να γίνουν
Αμερικανοί. Έτσι διαπλάθεται η ερμαφρόδιτη ταυτότητα του Ελληνοαμερικάνου, η
οποία εμπεριέχει πλήθος αντιθετικών στοιχείων. Κατά βάση πρόκειται για έλξη και
απώθηση της Ελλάδας με όρους ψυχαναλυτικούς. Έλξη διότι αποτελεί τον πυρήνα του
«Εμείς» στον ξένο τόπο αλλά και απώθηση διότι ο Ελληνοαμερικανός πιέζεται από
τις καταστάσεις να μεταμορφωθεί σε πολίτη μιας πολυεθνικής και συνάμα βαθύτατα
συντηρητικής κοινωνίας. Η συντηρητικότητα και η πίστη σ’ ένα φαντασιακό έθνος
είναι ο συνδετικός κρίκος της αμερικάνικης πανσπερμίας.
Το σχήμα της έλξης / απώθησης βρίσκει εφαρμογή στο σύνολο
της καθημερινότητας του μετανάστη. Δίνω ορισμένα παραδείγματα - πάντα από το
μυθιστόρημα. Ο Κοσμάς ψηλαφώντας τα αχνά ίχνη της Μίκας στο μουσείο του Έλλις
Άιλαντ έχει την ψευδαίσθηση ότι η παραμονή του στην Αμερική είναι προσωρινή:
Καθώς γίνομαι ένα με τους τουρίστες έχω την εντύπωση πως, μετά το τέλος του
ταξιδιού, θα πάρω το αεροπλάνο της επιστροφής στην Ελλάδα. Ο ίδιος ήρωας μέσω
της γεύσης αποπειράται να επικοινωνήσει με το ελληνικό παρελθόν του. Αν και η
αλλοεθνής γυναίκα του αρνείται να του προσφέρει τη γευστική επιστροφή στις
ρίζες -θεωρώντας πως η φασολάδα με το ωμό κρεμμύδι αποτελεί γαστρονομική
βαρβαρότητα- η ερωμένη του σπεύδει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Ο Κοσμάς
αναστατώνεται, διότι η απουσία του από την οικογένεια λόγω επαγγελματικών
υποχρεώσεων ωθεί τα δίγλωσσα παιδιά του να εγκαταλείπουν τα ελληνικά και να
στρέφονται αποκλειστικά στα αγγλικά. Η ίδια αντίθεση έλξης / απώθησης
εντοπίζεται και στο υπόβαθρο της κιτς διακόσμησης μαγαζιών και σπιτιών των
Ελληνοαμερικάνων. Στο σπίτι ενός παράγοντα της ομογένειας, που δυσκολεύεται να
μιλήσει ελληνικά, ένας θολωτός πετρόκτιστος διάδρομος δέκα μέτρων αντιγράφει
τις Μυκήνες υπογραμμίζοντας τις ποικίλες αντινομίες στη ζωή του μετανάστη.
Ο τόπος καταγωγής αλλά και τόποι διαμονής του συγγραφέα
παρεισφρέουν ως γενέθλιοι τόποι δευτερευόντων ηρώων. Για παράδειγμα η Πρέβεζα
είναι η πόλη του θείου του Κοσμά, το γενέθλιο Συρράκο της Ηπείρου είναι το
χωριό της γυναίκας του μεγαλοεπιχειρηματία Ελ Κοναρίδη και από την
Αλεξανδρούπολη είναι η Φωτεινή Πετρούδη, ψυχολόγος και αξιοσέβαστο μέλος της
ομογένειας. Στο πρόσωπο του Ηλία Καλοσίμου, καθηγητή και διευθυντή του Κέντρου
Ελληνικών Σπουδών στο Οχάιο Στέιτ Γιουνιβέρσιτι, ο συγγραφέας μεταφέρει ψήγματα
της ακαδημαϊκής του εμπειρίας και, όπως συμβαίνει και στο Ο δικός μου Θεός
(2004), το μυθιστόρημα ρέπει ελαφρώς προς το λεγόμενο campus novel, το
δυτικότροπο δηλαδή πανεπιστημιακό μυθιστόρημα.
Οι ομοιότητες με το προηγούμενο μυθιστόρημά του συγγραφέα Ο
δικός μου Θεόςείναι, κατά τη γνώμη μου, έκδηλες εξαιτίας της κοινής
ανθρωπολογικής οπτικής. Ο επιστήμονας Αυδίκος, συνειδητά ή ασυνείδητα, δανείζει
τη διεισδυτική ματιά του ανθρωπολόγου στους ήρωές του. Ο Anoop Chandola,
καθηγητής ανατολικών ασιατικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα και
μυθιστοριογράφος, διαπιστώνει ότι μια κατηγορία μυθιστορημάτων που ονομάζονται
από την κριτική εθνογραφικά ήανθρωπολογικά «συνθέτουν ένα καινούργιο είδος, όχι
ιδιαίτερα γνωστό. Τέτοιου τύπου μυθιστορήματα περιέχουν μια ανθρώπινη ιστορία
που εστιάζει στο έθνος, τον πολιτισμό και το πολιτισμικό περιβάλλον όπως
παρατηρείται από έναν έμπειρο συγγραφέα». Πιστεύω πως ο παραπάνω ορισμός
ταιριάζει απόλυτα στα μυθιστορήματα Η σκιά της Μίκας και Ο δικός μου Θεός του
Βαγγέλη Αυδίκου, ο οποίος συμπλέκοντας τις ιδιότητες του λαογράφου και του
πεζογράφου, ανοίγει έναν γοητευτικό δρόμο στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
*Η σκιά της Μίκας,
μυθιστόρημα, Εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2013, 267 σελίδες, Από την παρουσίαση
της "Μίκας" στην Αλεξανδρούπολη, 3 Οκτωβρίου 2013, Εθνολογικό Μουσείο
Θράκης
Τίτλος:Η σκιά της Μίκας
Μυθιστόρημα
Συγγραφέας:Αυδίκος, Ευάγγελος Γ.Εκδότης:Ταξιδευτής
Κατηγορία:1. Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα
ISBN:960-9692-18-4
Έτος Έκδοσης:2013
Σελίδες:267
Συντελεστές: Αυδίκος, Ευάγγελος Γ.
Τιμή Εκδότη:15,00
€Τιμή ΚΗΡΗΘΡΕΣ:15,00 €
Η Μίκα και ο Κοσμάς. Δύο άνθρωποι διαφορετικών εποχών, που προσπαθούν να ριζώσουν στην Αμερική. Ο Κοσμάς διάλεξε να σπουδάσει στην Αμερική στα τέλη του 20ού αιώνα και στη συνέχεια παντρεύτηκε με Αμερικανίδα, εργάζεται ως ερευνητής σε μια επενδυτική εταιρεία. Αναζητεί τα ίχνη της Μίκας, Ελληνίδας από τη Σμύρνη που βρέθηκε στην Αμερική μετά την καταστροφή, πέθανε φτωχή, αλλά οι οικονομικές συγκυρίες την έκαναν πλούσια μετά το θάνατό της. Τους χωρίζει μισός αιώνας, μα, τα όνειρα και οι ελπίδες είναι ίδια. Τους ενώνουν οι μετοχές. Η Μίκα αγόρασε μετοχές με την παρακίνηση του Ιρλανδού συντρόφου της κυνηγώντας το αμερικανικό όνειρο. Το οικονομικό κραχ του 1929 και οι δυσκολίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου την οδήγησαν σε περιπέτειες και ταλαιπωρίες. Πίστεψε πως οι μετοχές θα της άλλαζαν τη ζωή. Το ίδιο πιστεύει και ο Κοσμάς, ο οποίος αναζητούσε μια ευκαιρία να πετύχει. Ένα μυθιστόρημα που επιχειρεί να μιλήσει για τη μοναξιά και τα διλήμματα των μεταναστών. Ένα μυθιστόρημα για τις ελπίδες αλλά και τις απογοητεύσεις. Ένα μυθιστόρημα που ψάχνει τις πληγές που συχνά κρύβονται πίσω από επιτυχημένα όνειρα. Ένα βιβλίο για την ελληνική διασπορά αλλά και για τα όνειρα κάθε μετανάστη. Με έρωτες που πονάνε αλλά και δίνουν ελπίδα.
Βαγγέλης Αυδίκος
Δείτε τα βιβλία του Βαγγέλη Αυδίκου ΕΔΩ |
|
| |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|