Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Μετανάστευση και λογοτεχνία


Γράφει ο Θανάσης Β. Κούγκουλος
Δρ. Νέας Ελληνικής Φιλολογίας
Πανεπιστήμιο Αδριανούπολης - Τουρκία



Βαγγέλης Αυδίκος, Η σκιά της Μίκας, μυθιστόρημα

Ο Βαγγέλης Αυδίκος, καθηγητής λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και προηγουμένως στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, εμφανίζεται με καθυστέρηση στον χώρο της λογοτεχνίας. Η αργοπορία του πιθανώς εξηγείται από το γεγονός ότι η ισορροπία ανάμεσα στον θεωρητικό – επιστημονικό λόγο, που καλλιεργεί εδώ και χρόνια, και στην τέχνη του λόγου είναι επώδυνη αλλά ταυτοχρόνως και άκρως ερεθιστική∙ εξάλλου είναι αποδεδειγμένο πως η επιστήμη ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα επιδρά και υφολογικά στη λογοτεχνία.  Ωστόσο ο Αυδίκος –πριν την πρώτη του πεζογραφική κατάθεση (2001)- έρχεται σε στενή επαφή με τη λογοτεχνία μέσα από ποικίλες δραστηριότητες. Συμμετέχει στις συντακτικές επιτροπές λογοτεχνικών περιοδικών ή περιοδικών εκδόσεων που στεγάζουν και αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα (Πρεβεζάνικα Χρονικά και Εξώπολις της Αλεξανδρούπολης που διευθύνει τότε ο αείμνηστος ποιητής Θανάσης Τζούλης), γράφει επίσης λογοτεχνική κριτική και φιλολογικά δοκίμια και, προπαντός, η επιστημονική του δουλειά για την παραδοσιακή και τη σύγχρονη κοινωνία αποτελεί υλικό πρώτης τάξης για λογοτεχνική χρήση.

Το τέταρτο, και τελευταίο μέχρι στιγμής πεζογράφημά του, είναι το μυθιστόρημα Η σκιά της Μίκας. Φαίνεται να εμπνέεται από το πρόσφατο επιστημονικό του ταξίδι σε διάφορα Πανεπιστήμια και πόλεις της Αμερικής. Όπως προκύπτει από το ηλεκτρονικό του ιστολόγιο, στο ταξίδι γνωρίζεται με τη λέκτορα ελληνικής γλώσσας Μίκα Τσεκούρα στο Κέντρο Γλωσσών του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας. Το όνομα του υπαρκτού προσώπου της ελληνοαμερικάνικης κοινότητας μοιάζει να παραφράζεται στο μυθιστόρημα για να δώσει σάρκα και οστά στη χάρτινη ηρωίδα Μίκα Τσεκουρίδου.  Όπως προσημαίνεται έμμεσα στον τίτλο, το κείμενο ακολουθεί τη δομή του αστυνομικού μυθιστορήματος. Η υπόθεσή επικεντρώνεται στην αναζήτηση της σκιάς -των σκοτεινών δηλαδή και αμφιλεγόμενων ιχνών- μιας Ελληνίδας μετανάστριας που καταφεύγει στην Αμερική μετά την καταστροφή της Σμύρνης.

Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και πραγματοποιείται σε δώδεκα κεφάλαια από τον κεντρικό ήρωα και μετανάστη Κοσμά Τρίκαρδο. Ο Κοσμάς, με ρίζες από τη Σμύρνη, σπουδάζει κλασική φιλολογία στην Αμερική, παντρεύεται με την Αμερικανο-πολωνίδα Μαρία Τερέζα, ζει στη Φιλαδέλφεια, εργάζεται σε μία εταιρεία οικονομικών συμβούλων και αναλαμβάνει να εντοπίσει για λογαριασμό της εταιρείας τους κληρονόμους μιας ιδιοκτήτριας μετοχών που αγοράστηκαν το 1927 και έχασαν την αξία τους με το κραχ του 1929. Πλέον οι μετοχές αποδίδουν κέρδη, που θα εισπράξει η οικονομική υπηρεσία του Μπρονξ αν δεν βρεθούν οι νόμιμοι κληρονόμοι. Ο Κοσμάς προσπαθεί να ξετυλίξει το κουβάρι της αινιγματικής ζωής της ιδιοκτήτριας, της Μίκας Τσεκουρίδου, ερευνώντας σκόρπιες ενδείξεις της παρουσίας της στη Νέα Υόρκη (Μπρονξ, Αστόρια, μουσείο του σταθμού υποδοχής των μεταναστών του Έλλις Άιλαντ), στο Κολόμπους του Οχάιο και ξανά στη Νέα Υόρκη.  Παράλληλα με τη δοκιμασία του Κοσμά, ο αναγνώστης πληροφορείται σταδιακά τραγικές λεπτομέρειες του βίου της Μίκας και εμβαθύνει στο δράμα των Ελλήνων μεταναστών του Μεσοπολέμου, που με κόπο και ιδρώτα παλεύουν να κατακτήσουν το άπιαστο αμερικάνικο όνειρο. Με βάση εσωτερικές χρονολογικές νύξεις, η αναζήτηση του Κοσμά τοποθετείται χρονικά την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας του πρώτου αφροαμερικανού προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα, δηλαδή το έτος 2008.

Η Μίκα Τσεκουρίδου αναδύεται τμηματικά μέσα από τις έρευνες του Κοσμά. Πρόκειται για μια παραδειγματική μορφή μαχητικής μετανάστριας των αρχών του 20ου αιώνα. Αγωνίζεται για να κερδίσει τη ζωή της παλεύοντας πολύ σκληρά σε αντίξοες συνθήκες. Σπουδάζει ιστορία στο Παρίσι. Βιώνει τον χαμό της Σμύρνης το 1922 και σέρνεται ως πρόσφυγας στον Πειραιά. Από εκεί παίρνει κατευθείαν το βαπόρι για την Αμερική, συμφωνώντας να δουλέψει για τρία χρόνια σ’ ένα άγνωστο αφεντικό. Στο πλοίο συναντά και ερωτεύεται τον Πάτρικ, έναν Ιρλανδό που ψάχνει καλύτερες μέρες στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Πουλάει λουλούδια με καρότσι στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Το σκάει για το Κολόμπους του Οχάιο για να βρει τον Πάτρικ. Συζεί μαζί του στο πατάρι ενός ιρλανδέζικου κλαμπ και αγοράζει διακόσιες μετοχές μιας εταιρείας. Το 1929 οι μετοχές γίνονται άχρηστα χαρτιά. Ο Πάτρικ σκοτώνεται κατά την απόβαση της Νορμανδίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για χάρη της νέας του πατρίδας.

Μετά τον θάνατο του αγαπημένου της νιώθει αφόρητη μοναξιά και βασανίζεται από το αίσθημα της αποτυχίας.  Βρίσκει παρηγοριά στον Τζον Κόντακ, έναν αλήτη γεννημένο στην Αμερική από Έλληνες γονείς, και εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο. Υιοθετεί ένα κατατρεγμένο ελληνόπουλο κατά την εποχή του Εμφυλίου. Δωρίζει στην ορθόδοξη εκκλησία της πόλης ένα ποσοστό των μετοχών της και τρέπεται σε φυγή πίσω στη Νέα Υόρκη. Καταλήγει σε γηροκομείο του Μπρονξ ενώ ο θετός γιος της σμίγει με τη φυσική του μητέρα στην Ελλάδα. Παραλείπω κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες από την περίληψη της ταραχώδους ζωής της Μίκας, για να μην αποκαλύψω την έκπληξη που περιμένει τον αναγνώστη στο τέλος της ιστορίας. Η αστυνομική πλοκή του μυθιστορήματος επιβάλλει, εξάλλου, το κλείσιμο με μια περίτεχνη ανατροπή.

Οι δύο βασικοί ήρωες κινούνται παράλληλα σε δύο χρονικά επίπεδα, τα οποία καθρεφτίζουν αντίστοιχες φάσεις της υπερπόντιας μετανάστευσης. Η Μίκα αντιπροσωπεύει το μεταναστευτικό ρεύμα του Μεσοπολέμου, όσους εκδιώκονται με ευθύ ή πλάγιο τρόπο, ριζώνουν στην Αμερική και διαμορφώνουν μια σχέση νοσταλγίας και απέχθειας για τη μητέρα -  Ελλάδα, που στη συνείδησή τους ταυτίζεται ταυτοχρόνως με τον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας και την κόλαση των ονείρων τους. Αυτή η αμφίθυμη σχέση αποτυπώνεται εύγλωττα στα ονόματα μαγαζιών και κέντρων διασκέδασης. Μέσω της συμβολικής ονοματοθεσίας εκφράζεται ο πόνος του χωρισμού, καθώς ο γενέθλιος τόπος ανασυντίθεται συμβολικά στη φιλόξενη μητριά πατρίδα: π.χ.Λευκός Πύργος, Η Ελληνική Κουζίνα, Γκρικ Μουσακά, Ωραίος ως Έλλην. Ο Κοσμάς εκπροσωπεί τη νεώτερη γενιά μεταναστών. Τους ανθρώπους που επιλέγουν την Αμερική ως χώρο σπουδών και επαγγελματικών ευκαιριών. Μένουν μόνιμα εκεί, φτιάχνουν μεικτές οικογένειες και σφυρηλατούν νέα ταυτότητα. Οι δύο ομάδες αντιμετωπίζουν κοινά αλλά και διαφορετικά προβλήματα, που σχολιάζονται άλλοτε αναλυτικά κι άλλοτε υπαινικτικά στο περιθώριο της αφήγησης.

Το σημαντικότερο ζήτημα είναι αυτό της οικοδόμησης της πολιτιστικής ταυτότητας. Ο μετανάστης στέκεται μετέωρος ανάμεσα σε δύο πολιτισμικά πλαίσια, αυτό της χώρας που αφήνει και αυτό της χώρας που έρχεται. Τόσο ο Κοσμάς όσο και η Μίκα -αλλά και τα άλλα δρώντα πρόσωπα- με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση βιώνουν διλήμματα ταυτότητας. Παρότι σέβονται και ως ένα βαθμό θέλουν να διατηρήσουν την ελληνική καταγωγή τους, την ίδια ώρα επιθυμούν διακαώς να αποτινάξουν από πάνω τους το στίγμα του ξένου και να γίνουν Αμερικανοί. Έτσι διαπλάθεται η ερμαφρόδιτη ταυτότητα του Ελληνοαμερικάνου, η οποία εμπεριέχει πλήθος αντιθετικών στοιχείων. Κατά βάση πρόκειται για έλξη και απώθηση της Ελλάδας με όρους ψυχαναλυτικούς. Έλξη διότι αποτελεί τον πυρήνα του «Εμείς» στον ξένο τόπο αλλά και απώθηση διότι ο Ελληνοαμερικανός πιέζεται από τις καταστάσεις να μεταμορφωθεί σε πολίτη μιας πολυεθνικής και συνάμα βαθύτατα συντηρητικής κοινωνίας. Η συντηρητικότητα και η πίστη σ’ ένα φαντασιακό έθνος είναι ο συνδετικός κρίκος της αμερικάνικης πανσπερμίας.

Το σχήμα της έλξης / απώθησης βρίσκει εφαρμογή στο σύνολο της καθημερινότητας του μετανάστη. Δίνω ορισμένα παραδείγματα - πάντα από το μυθιστόρημα. Ο Κοσμάς ψηλαφώντας τα αχνά ίχνη της Μίκας στο μουσείο του Έλλις Άιλαντ έχει την ψευδαίσθηση ότι η παραμονή του στην Αμερική είναι προσωρινή: Καθώς γίνομαι ένα με τους τουρίστες έχω την εντύπωση πως, μετά το τέλος του ταξιδιού, θα πάρω το αεροπλάνο της επιστροφής στην Ελλάδα. Ο ίδιος ήρωας μέσω της γεύσης αποπειράται να επικοινωνήσει με το ελληνικό παρελθόν του. Αν και η αλλοεθνής γυναίκα του αρνείται να του προσφέρει τη γευστική επιστροφή στις ρίζες -θεωρώντας πως η φασολάδα με το ωμό κρεμμύδι αποτελεί γαστρονομική βαρβαρότητα- η ερωμένη του σπεύδει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Ο Κοσμάς αναστατώνεται, διότι η απουσία του από την οικογένεια λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων ωθεί τα δίγλωσσα παιδιά του να εγκαταλείπουν τα ελληνικά και να στρέφονται αποκλειστικά στα αγγλικά. Η ίδια αντίθεση έλξης / απώθησης εντοπίζεται και στο υπόβαθρο της κιτς διακόσμησης μαγαζιών και σπιτιών των Ελληνοαμερικάνων. Στο σπίτι ενός παράγοντα της ομογένειας, που δυσκολεύεται να μιλήσει ελληνικά, ένας θολωτός πετρόκτιστος διάδρομος δέκα μέτρων αντιγράφει τις Μυκήνες υπογραμμίζοντας τις ποικίλες αντινομίες στη ζωή του μετανάστη.

Ο τόπος καταγωγής αλλά και τόποι διαμονής του συγγραφέα παρεισφρέουν ως γενέθλιοι τόποι δευτερευόντων ηρώων. Για παράδειγμα η Πρέβεζα είναι η πόλη του θείου του Κοσμά, το γενέθλιο Συρράκο της Ηπείρου είναι το χωριό της γυναίκας του μεγαλοεπιχειρηματία Ελ Κοναρίδη και από την Αλεξανδρούπολη είναι η Φωτεινή Πετρούδη, ψυχολόγος και αξιοσέβαστο μέλος της ομογένειας. Στο πρόσωπο του Ηλία Καλοσίμου, καθηγητή και διευθυντή του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο Οχάιο Στέιτ Γιουνιβέρσιτι, ο συγγραφέας μεταφέρει ψήγματα της ακαδημαϊκής του εμπειρίας και, όπως συμβαίνει και στο Ο δικός μου Θεός (2004), το μυθιστόρημα ρέπει ελαφρώς προς το λεγόμενο campus novel, το δυτικότροπο δηλαδή πανεπιστημιακό μυθιστόρημα.

Οι ομοιότητες με το προηγούμενο μυθιστόρημά του συγγραφέα Ο δικός μου Θεόςείναι, κατά τη γνώμη μου, έκδηλες εξαιτίας της κοινής ανθρωπολογικής οπτικής. Ο επιστήμονας Αυδίκος, συνειδητά ή ασυνείδητα, δανείζει τη διεισδυτική ματιά του ανθρωπολόγου στους ήρωές του. Ο Anoop Chandola, καθηγητής ανατολικών ασιατικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα και μυθιστοριογράφος, διαπιστώνει ότι μια κατηγορία μυθιστορημάτων που ονομάζονται από την κριτική εθνογραφικά ήανθρωπολογικά «συνθέτουν ένα καινούργιο είδος, όχι ιδιαίτερα γνωστό. Τέτοιου τύπου μυθιστορήματα περιέχουν μια ανθρώπινη ιστορία που εστιάζει στο έθνος, τον πολιτισμό και το πολιτισμικό περιβάλλον όπως παρατηρείται από έναν έμπειρο συγγραφέα». Πιστεύω πως ο παραπάνω ορισμός ταιριάζει απόλυτα στα μυθιστορήματα Η σκιά της Μίκας και Ο δικός μου Θεός του Βαγγέλη Αυδίκου, ο οποίος συμπλέκοντας τις ιδιότητες του λαογράφου και του πεζογράφου, ανοίγει έναν γοητευτικό δρόμο στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.


 *Η σκιά της Μίκας, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2013, 267 σελίδες, Από την παρουσίαση της "Μίκας" στην Αλεξανδρούπολη, 3 Οκτωβρίου 2013, Εθνολογικό Μουσείο Θράκης





Τίτλος:Η σκιά της Μίκας 
Μυθιστόρημα
Συγγραφέας:Αυδίκος, Ευάγγελος Γ.Εκδότης:Ταξιδευτής
Κατηγορία:1. Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα
ISBN:960-9692-18-4
Έτος Έκδοσης:2013
Σελίδες:267
Συντελεστές: Αυδίκος, Ευάγγελος Γ.
Τιμή Εκδότη:15,00
€Τιμή ΚΗΡΗΘΡΕΣ:15,00 €








Η Μίκα και ο Κοσμάς. Δύο άνθρωποι διαφορετικών εποχών, που προσπαθούν να ριζώσουν στην Αμερική. Ο Κοσμάς διάλεξε να σπουδάσει στην Αμερική στα τέλη του 20ού αιώνα και στη συνέχεια παντρεύτηκε με Αμερικανίδα, εργάζεται ως ερευνητής σε μια επενδυτική εταιρεία. Αναζητεί τα ίχνη της Μίκας, Ελληνίδας από τη Σμύρνη που βρέθηκε στην Αμερική μετά την καταστροφή, πέθανε φτωχή, αλλά οι οικονομικές συγκυρίες την έκαναν πλούσια μετά το θάνατό της. Τους χωρίζει μισός αιώνας, μα, τα όνειρα και οι ελπίδες είναι ίδια. Τους ενώνουν οι μετοχές. Η Μίκα αγόρασε μετοχές με την παρακίνηση του Ιρλανδού συντρόφου της κυνηγώντας το αμερικανικό όνειρο. Το οικονομικό κραχ του 1929 και οι δυσκολίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου την οδήγησαν σε περιπέτειες και ταλαιπωρίες. Πίστεψε πως οι μετοχές θα της άλλαζαν τη ζωή. Το ίδιο πιστεύει και ο Κοσμάς, ο οποίος αναζητούσε μια ευκαιρία να πετύχει. Ένα μυθιστόρημα που επιχειρεί να μιλήσει για τη μοναξιά και τα διλήμματα των μεταναστών. Ένα μυθιστόρημα για τις ελπίδες αλλά και τις απογοητεύσεις. Ένα μυθιστόρημα που ψάχνει τις πληγές που συχνά κρύβονται πίσω από επιτυχημένα όνειρα. Ένα βιβλίο για την ελληνική διασπορά αλλά και για τα όνειρα κάθε μετανάστη. Με έρωτες που πονάνε αλλά και δίνουν ελπίδα.



Βαγγέλης Αυδίκος

Δείτε τα βιβλία του Βαγγέλη Αυδίκου ΕΔΩ

   



















Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ: «Η ποίηση είναι η εθνική μας παραγωγή»


Συνέντευξη του Ποιητή Ηλία Κεφάλα στην Έφη Δούλη,
για την εφημερίδα Τα Μετέωρα


Ένας από τους σημαντικούς ανθρώπους των ελληνικών γραμμάτων, ο ποιητής και συγγραφέας Ηλίας Κεφάλας, ο λογοτέχνης με την πανελλήνια αναγνώριση, μιλά για την εποχή μας, για την ποίηση στις μέρες μας, για όλα και για όλους, σε μια συνέντευξη - ποταμό. Αναφέρεται στη σχέση του με τον πολιτισμό και την παιδεία, όπως επίσης και στις κακοδαιμονίες και τα ελλείμματα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, αλλά και στην έλλειψη δεδομένων και αναβάθμισής του, κόντρα στο κυρίαρχο και στην παρακμή.



Κύριε Κεφάλα, είναι τιμή για μένα που μου δίνετε την ευκαιρία να συνομιλήσω μ' έναν σημαντικό πνευματικό άνθρωπο της πατρίδας μας, που έλκει τις ρίζες του από την περιοχή των Τρικάλων. Θα ήθελα ν' αρχίσω την κουβέντα μας δανειζόμενη τους στίχους σας, «όχι δεν θέλω όνειρα, φρονούσε ο πατέρας μου, πασχίζοντας τους εφιάλτες της ζωής να σβήσει». Μας στέρησαν ακόμη και το δικαίωμα στο όνειρο;

Κατ' αρχάς θέλω να σας ευχαριστήσω, κ. Δούλη, που θελήσατε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση μαζί. Κάθε λόγος για την τέχνη είναι και μια ενίσχυση της ονειρικής θέασης της ζωής. Και να που έτσι μπήκαμε αμέσως στα όνειρα. Ο ονειρικός λοιπόν κόσμος είναι για μένα ένα μετείκασμα του πραγματικού και μια ασυναίσθητη συνέχεια της παγιωμένης καθημερινότητας. Όταν η καθημερινότητα με τις συνεχείς αντιξοότητές της σε φαρμακώνει, τότε και τα όνειρά μας αποδίδονται φαρμακωμένα. Ο πατέρας μου, για να γυρίσουμε στον στίχο που επιλέξατε, κουραζόταν τόσο πολύ που δεν πρόφταινε ποτέ να ξεκουραστεί στη διάρκεια της ημέρας. Όταν τη νύχτα έπεφτε για ύπνο, έλπιζε ότι θα μπορέσει να ξεκουραστεί μέσα στο βύθος και την πλασματική ανυπαρξία του. Δεν το κατάφερνε όμως, γιατί τα αδηφάγα όνειρα συνέχιζαν την κούραση της ημέρας. Υπέφερε και εκεί, επειδή έβλεπε μόνο κακά όνειρα. Προσπαθούσε λοιπόν εξορκιστικά να διώξει τα όνειρα από τον ύπνο του, να σβήσει τους εφιάλτες, να ελαφρώσει τη δοκιμασία της νύχτας. Αυτού του είδους τα όνειρα είναι οι εκβλαστήσεις της αγωνίας μας. Και βέβαια αυτά μας τα έχουν ήδη κυριεύσει. Αυτά που δεν μπορούν να τα αλλοιώσουν είναι τα οραματικά όνειρα, οι κρυφοί σχεδιασμοί μας που προβάλουν τις επιθυμίες και τις προοπτικές μας μέσα στο αύριο.
Ο τίτλος ενός από τα ποιήματά σας είναι «Η Ποίηση σε γονατίζει κι αδιαφορεί». Αντιπροσωπεύει αυτή η ρήση τούς ποιητές;

Έχω δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό μέσα από το συγκεκριμένο ποίημα. Θέλω να πω ότι η ποίηση απαιτεί θυσίες και σε θέλει ταγμένον. Η ποίηση ενδιαφέρεται μόνο για την ανέλιξή της και για καμία εγκόσμια δόξα. Σε κυριεύει και σε κατέχει. Σε κατευθύνει. Χαρακτηριστικός είναι ο στίχος του Πάουντ: «Αχ κι αυτό το καταραμένο έργο τής γραφής που θέλει το μυαλό σου όλη την ώρα να δουλεύει». Και εννοεί βέβαια να δουλεύει ακατάπαυστα υπέρ της ποίησης. Οπότε, όλοι οι πραγματικοί ποιητές υπακούουν τυφλά σ' αυτό το απροσδιόριστο εν τι της σκοτεινής παρόρμησης.
Βασικά στοιχεία τής ποίησής σας είναι η Φύση, η ελπίδα, η μνήμη, η θλίψη. Πόσο επηρέασε ο γενέθλιος τόπος σας, ένα μικρό χωριό των Τρικάλων, ο Μέλιγος, την έμπνευσή σας;

Σίγουρα το μικροπεριβάλλον, που καθορίζει την ηλικιακή ωρίμανση του κάθε ανθρώπου, επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και του εν γένει συναισθηματισμού του. Το περιβάλλον στην περίπτωση τη δική μου ήταν μία μικρή αγροτική οικογένεια του συνεχούς μόχθου, που τη διαπερνούσε δυναμικά ένα αίσθημα ανυποχώρητης αξιοπρέπειας και τιμιότητας, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο κόσμο τού μικρού χωριού, που διέθετε αρετές ακέραιας συνύπαρξης. Αυτά με σημάδεψαν για όλη μου τη ζωή. Φανταστείτε τις δράσεις αυτές τοποθετημένες στον ανοιχτό ορίζοντα και να αλληλοεπηρεάζονται ανεπαίσθητα από τις φυσικές μεταβολές. Αυτό υπήρξε μάθημα για μένα. Έτσι κάθε πλοκή και κάθε προβληματισμός τής ποίησής μου τοποθετείται μέσα στην πολύφυλλη φύση, για να υπονοούνται όλες οι μεταβολές σαν μέρος της φύσης και σαν απόλυτα φυσικό επακόλουθο.
Γι' αυτό και ο κάθε ποιητής εμπνέεται όχι τόσο από τον κόσμο που τον περιβάλλει, αλλά από τον κόσμο που έχει διαμορφώσει μέσα του και τον κουβαλά μαζί του κάθε στιγμή.
Υπάρχει κάποιος ή κάποιοι ποιητές, που θαυμάζετε, κύριε Κεφάλα;

Κάθε ποιητής είναι ένας διαρκής αναγνώστης. Έτσι όλες οι κατά καιρούς αναγνώσεις του τον φέρνουν κοντά και σε κάθε καινούριο συγγραφέα, που τότε τον γνωρίζει. Κατά καιρούς λοιπόν, και ανάλογα με τα διαβάσματά μου, βρισκόμουν κάτω από τη γοητευτική έκλαμψη διαφορετικών ποιητών. Όταν ήμουνα στο δημοτικό αγαπούσα τον Κρυστάλλη, καθώς ο πατέρας μου είχε αγοράσει τα άπαντά του στην τρικαλινή πανήγυρη. Ύστερα γνώρισα τον Δροσίνη, τον Πορφύρα, τον Παλαμά (από τα σχολικά αναγνώσματα πάντα – ούτε να διανοηθεί κανείς ότι υπήρχε βιβλιοθήκη στο σπίτι) και, μπαίνοντας πιο πολύ μέσα στα νάματα της ποίησης, αιχμαλωτίστηκα από τον Σολωμό και την ποίηση του μεσοπολέμου. Ύστερα θαύμασα τον υπερρεαλισμό. Βγαίνοντας έξω από τα σύνορα της χώρας, διαπίστωσα ότι οι ποιητές που διακονούσαν το αγροτικό σύνδρομο, όπως π.χ. ο Λόρκα και ο Γιεσένιν ή ακόμα και η Ντίκινσον ήταν οι αγαπημένοι μου. Πάντως, σε όλες τις περιόδους και σε όλα τα μήκη και πλάτη, υπάρχουν ποιητές που έχουν να προσφέρουν στιγμές εκφραστικής μαγείας και πολύ υψηλής έμπνευσης.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας Έλληνας ποιητής;

Δεν υπάρχει ένας αγαπημένος ποιητής, αλλά ομάδες ποιητών ή μεμονωμένα έργα κάποιων ποιητών. Θα ξεχώριζα εύκολα τον αθάνατο Όμηρο με την Ιλιάδα του, τα φραγκμέντα των αρχαίων λυρικών, την Παλατινή ανθολογία, την αχλύ τού μεσοπολέμου με το παρακμιακό κλίμα τής απαισιοδοξίας και το spleen, το κλίμα του Καρυωτάκη που μας ωθεί να είμαστε καριωτακικοί αλλά όχι καριωτακίζοντες, ο ήπιος υπερρεαλισμός, η τέταρτη διάσταση του Ρίτσου, οι εκφραστικές μινιατούρες της άπω Ανατολής και πολλά άλλα. Εδώ θα ήθελα να συμπληρώσω, κυρία Δούλη, ότι η Ελλάδα έχει ποιητές πολύ υψηλής στάθμης σε όλες τις εποχές τής γραμματείας της, που δύσκολα συγκρίνονται με ποιητές άλλων χωρών. Όμως, το φράγμα της γλώσσας εμποδίζει τη διάδοση ανά τον κόσμο τής πανάξιας αυτής ποίησης. Αυτή είναι η εθνική μας παραγωγή, αυτήν πρέπει να φροντίσει και να προβάλει η πολιτεία, αφού βιομηχανική παραγωγή δεν θα έχουμε ποτέ.
Παράλληλα με την ποίηση ασκείτε λογοτεχνική κριτική, κριτικές αποτιμήσεις προσώπων και κειμένων τής νεοελληνικής γραμματείας και συνεργάζεστε με περιοδικά λόγου και τέχνης, καθώς είστε κι ένας από τους πνευματικούς ανθρώπους που συντελούν στην έκδοση των «Τρικαλινών». Είναι τρόπος έκφρασης, οπτική ζωής, είναι ανάγκη προσφοράς μέσω της παιδείας , ή κάτι άλλο;

Για μένα είναι συμπλήρωμα της ποίησης. Ο αναγνώστης μπορεί να το εισπράξει ποικιλοτρόπως. Η ανάγκη πάντως για έκφραση ωθεί συνεχώς τον δημιουργό να κονταροχτυπηθεί και με άλλα είδη του λόγου. Η δική μου κριτική βρίσκεται πολύ κοντά στην ποιητική έκφραση. Υπάρχουν ταυτόχρονα ένας εξπρεσιονισμός και ένας ιμπρεσιονισμός, που την διαποτίζουν και την κάνουν να λειτουργεί με τη λογική του συναισθήματος, που παράγεται από την κατανόηση και την αποδοχή οικείων πραγμάτων. Όταν δεν μιλήσει πραγματικά μέσα μας το κρινόμενο έργο, τότε η αναφορά μας σ' αυτό δεν θα έχει κανένα στοιχείο συναισθηματικής αληθοφάνειας και αντιληπτικής σαφήνειας. Σήμερα παρατηρούμε ότι σχεδόν όλοι οι μεγάλοι ποιητές είναι και πολύ καλοί δοκιμιογράφοι. Αυτό υπήρξε για μένα ένας κατευθυντήριος δρόμος, γι' αυτό και οι κριτικές μου στα λογοτεχνικά περιοδικά υπερβαίνουν τις χίλιες, γι' αυτό και τα δοκιμιακά μου βιβλία έφθασαν αισίως τα πέντε.
Ποιος ήταν ο άνθρωπος που σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με την ποίηση;

Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σε οδηγήσει κάπου, αν αυτό το κάπου δεν σε καλεί το ίδιο κοντά του και αν εσύ ο ίδιος δεν το βλέπεις μπροστά σου με τα εσωτερικά σου μάτια, από τις προμήτριες ακόμα καταστάσεις. Ασχολούμαστε με την ποίηση, επειδή δεν μπορούμε να ενεργήσουμε διαφορετικά. Είναι ένας σκοτεινός νόμος, στον οποίο υπακούμε τυφλά, μια δεξιότητα που μας δυναστεύει. Μια ομορφιά που υπόσχεται πολλά και αποκαλύπτεται λίγο-λίγο και κάποτε ποτέ.
Σε ποια ηλικία γράψατε το πρώτο σας έργο;

Αν με τη λέξη έργο εννοείτε ολοκληρωμένο βιβλίο, τότε το 1980 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική μου συλλογή με τίτλο «Τα Μαστίγια», ύστερα από παρότρυνση του ποιητή Δημήτρη Δούκαρη, που τότε εξέδιδε το περιοδικό «Τομές». Ήμουνα στην ηλικία των 29 ετών και το πρώτο βιβλίο περιλάμβανε ποιήματα του αμέσως προηγουμένου διαστήματος. Αυτά είχε δει ο Δούκαρης και με τον τρόπο του μου επιβεβαίωσε ότι είμαι ποιητής και ότι πρέπει να εκδώσω χωρίς φόβο τα ποιήματά μου. Βέβαια μεμονωμένες δημοσιεύσεις ποιημάτων είχαν προηγηθεί σε τοπικές εφημερίδες των Τρικάλων και το περιοδικό «Μετέωρα» του Αχ. Καρανάσιου, αλλά όλα αυτά δεν ήταν παρά ποιητικές αφέλειες. Η πρώτη επίσημη δημοσίευση ποιήματός μου έγινε στο περιοδικό «Νέα Εστία» του Πέτρου Χάρη το 1977.
Ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή στην πορεία σας;

Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε μια τέτοιου είδους απογραφή, όταν η ζωή μας συνεχίζεται. Θυμάστε τον Σόλωνα και τη ρήση του «μηδένα προ του τέλους...». Θέλω να πω απλώς ότι στενοχώριες δοκιμάζουμε και υφιστάμεθα συνεχώς στη ζωή μας και ότι αυτές συνιστούν μια ατελείωτη αρμαθιά λυπημένων ημερών. Όπως επίσης και πολλές χαρές, τις συναντούμε και αυτές και επικεντρώνονται στις διαλεχτές στιγμές τής ζωής μας όταν γνωρίζουμε σημαντικούς ανθρώπους, όταν δημιουργούμε άξιες φιλίες, όταν κάνουμε οικογένεια, όταν ως καλλιτέχνες παραδίδουμε στο κοινό ένα περαιωμένο έργο. Δεν έτυχε μέχρι στιγμής να ζήσω κάτι το τόσο πολύ καλό ή κακό, ώστε να το αξιολογήσω στον υπερθετικό βαθμό. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω οπωσδήποτε κάποιες στιγμές καλές ή κακές, τότε θα θυμόμουνα τις απώλειες προσφιλών μου προσώπων, τη γνωριμία με τη γυναίκα μου Αθηνά και τη γέννηση των παιδιών μου και, βέβαια, γιατί όχι, τις πρώτες ημέρες που ακολουθούσαν την έκδοση του κάθε βιβλίου μου, όταν το κρατούσα στα χέρια μου με τη μυρωδιά ακόμα του τυπογραφείου και έψαχνα αγωνιωδώς να δω αν είχαν παρεισφρήσει τυπογραφικά λάθη.
Η θεωρία τής λογοτεχνίας βοηθάει τον ποιητή, κύριε Κεφάλα;

Καμία θεωρία δεν υποκαθιστά τον ποιητή. Οι θεωρίες είναι «άχρηστες γενικεύσεις που ποικίλλουν από εποχή σε εποχή και από άνθρωπο σε άνθρωπο» είχε πει ο Μπόρχες, θέλοντας να υπογραμμίσει ότι ο ποιητής μπορεί να κάνει και χωρίς τη θεωρία. Ωστόσο, τα πράγματα σήμερα δεν είναι τόσο απλά ή απλοϊκά. Θέλω να εξηγήσω ότι πέρασε ο καιρός που ένας ποιητής ή ένας καλλιτέχνης εν γένει μπορούσε να ήταν αγράμματος και να βασιζόταν μόνο στο ένστικτό του. Όλοι πρέπει να διαθέτουν τα όπλα της γνώσης, γιατί αυτά τον κάνουν αξιόμαχο, προσεκτικό, σοβαρό. Η θεωρία λοιπόν έρχεται αρωγός στον ποιητή, επειδή τον ολοκληρώνει και του δείχνει από πού πέρασε η ποίηση και από πού και πώς προχωράει στο μέλλον.
Πώς είναι η ζωή στην επαρχία για έναν δημιουργό, έναν λογοτέχνη;

Υπάρχει σήμερα επαρχία; Πέρασε ο καιρός που υπήρχαν οι κεντρικοί και οι περιφερειακοί ποιητές (Παππάς στα Τρίκαλα, Σκαρίμπας στη Χαλκίδα – αντιμέτωποι με το κράτος των Αθηνών), τώρα πια είναι ανόητη μια τέτοια κατάταξη. Ο Βρεττάκος έγραφε στις Κροκεές, ο Παυλόπουλος στον Πύργο, ο Λάσκαρης στην Πάτρα, για να αναφέρω μόνο ποιητές που έφυγαν και ήταν πάντα τόσο κεντρικοί. Σήμερα με την καταπληκτική τεχνολογία δεν υπάρχει κέντρο και απόκεντρο. Χάρις στο διαδίκτυο συνομιλώ κάθε μέρα με ποιητές από την Αθήνα, το Παρίσι, το Μεξικό, το Μπουένος Άιρες. Βρίσκομαι παντού. Και με καλούν από παντού. Σε δύο μήνες πρέπει να βρίσκομαι στη Λοντέβ της μεσημβρινής Γαλλίας, για το φεστιβάλ της μεσογειακής ποίησης. Λίγο αργότερα στην Αλγερία για να συντονίσουμε μια κοινή έκδοση αλγερινών και ελλήνων ποιητών. Οι ποιητές με γνωρίζουν σχεδόν από παντού. Το κοινό, πού είναι;
Γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ποίηση (ή τους ποιητές);

Επειδή ο κόσμος έμαθε, του έμαθαν, να μη νιώθει την ανάγκη τής ποίησης. Και είναι τόση ομορφιά μέσα στην ποίηση, που συνιστά την καλύτερη παιδεία για την ηθική, γνωστική και αισθητική ανύψωση του ανθρώπου. Κρίμα, γιατί όλος αυτός ο πλούτος πάει χαμένος. Ο διεισδυτικός Νερούντα διείδε ότι η ποίηση δεν ανήκει σ' αυτούς που τη γράφουν, αλλά σ' αυτούς που την έχουν ανάγκη. Οπότε πρέπει να διαφοροποιηθούν οι ανάγκες τού ανθρώπου και αυτό είναι χρέος συλλογικό. Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς είπε χαρακτηριστικά ότι η ποίηση δεν έχει καθόλου χρήμα και το χρήμα καθόλου ποίηση. Μακάρι ο κόσμος να πλησιάσει την ποίηση και να γίνει αυτό που οραματίστηκε ο Ντέιβιντ Καραντάιν: αν δεν μπορείς να είσαι ποιητής, τότε γίνε το ποίημα.
Τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο σήμερα ποιητή, κύριε Κεφάλα; Γεννιέται κανείς ποιητής ή γίνεται; Εσείς για παράδειγμα, την ποίηση θα μπορούσατε να την αποφύγετε;

Νομίζω ότι το έχουμε απαντήσει με όλα τα προεκτεθέντα. Ο ποιητής γεννιέται με έναν ανεξήγητο τρόπο. Δεν γίνεται, η ποίηση δεν σπουδάζεται και όλα τα εργαστήρια λογοτεχνίας των πανεπιστημίων δεν παράγουν νέους συγγραφείς, ματαιοπονούν πάνω σ' αυτό, απλώς επιμορφώνουν λογοτέχνες ήδη ξεκινημένους από τη φύση τους. Γι' αυτό και κανένας δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του. Θέλοντας να εκφράσει αυτό το δαιμονιακά ανεξήγητο του θέματος ο Βαλερύ είχε πει: Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τί τραγουδάει και τί είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, τότε δεν θα τραγουδούσε ποτέ.
Ποιο είναι το τελευταίο σας ποίημα;

Έχει τίτλο «Το φεγγάρι» και σας το παραθέτω:
Γνωστή κι αυτή η αλήθεια από πολλούς αρχαίους συγγραφείς: οι Θεσσαλές γυναίκες την τέχνη της μαγείας γνώριζαν και κατεβάζαν το φεγγάρι στην αυλή τους, κάνοντας το υπαίθριο αλωνάκι μυστικό ναό. Έτσι κι απόψε που βλέπω αυτό το υπέρλαμπρο φεγγάρι να γρατσουνά διογκωμένο το βουνό και ύστερα, χρυσίζοντας τα νέφη και τα ρείθρα των πηγών, συρόμενο να κατεβαίνει τα δρομάκια των χωριών, σαν λυπημένο πρόσωπο παιδιού που χάθηκε, ψάχνω να βρω πού γίνονται τα μάγια, πού δένονται τα ξόρκια, πού θα δοθούν της μοίρας μας οι τελικοί χρησμοί.
Θυμάστε πότε γράψατε τον πρώτο σας στίχο;

Ναι, είναι μια πολύ ποιητική εικόνα και γι' αυτό δεν την έχω ξεχνώ ποτέ. Είμαι στην τετάρτη δημοτικού, έχω ανέβει στην ανθισμένη κυδωνιά, κουνιέμαι στο κλαδί και τρώω αυτό το τριανταφυλλένιο χιόνι που βγαίνει από τα άνθη της. Τραγουδώ. Ξαφνικά σταματώ γοητευμένος, πηδάω σαν πουλί κάτω από το δέντρο και παίρνω τη σχολική μου σάκα από το έδαφος. Βγάζω το πρόχειρο τετράδιο και σημειώνω τον πρώτο μου στίχο. Ο στίχος δεν διασώθηκε, διασώθηκε μόνο η πρωτογενής εικόνα της διαδικασίας. Κάθε φορά που θέλω να δώσω έναν ορισμό για το τί είναι έμπνευση, έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα αυτή.
Τί σας ανησυχεί περισσότερο στην εποχή μας;

Οι παντός είδους εκπτώσεις στη ζωή μας. Η έλλειψη οράματος. Η έλλειψη αλληλεγγύης. Η ανεργία και η φτώχεια. Η έλλειψη των μεγάλων ανδρών που θα είναι σε θέση να μας οδηγήσουν κάπου μακρύτερα. Η αποδιοργάνωση των κοινωνικών ιστών. Η Ελλάδα.
Αν κλείνατε αυτή τη συζήτηση μ' έναν στίχο σας ποιος θα ήταν αυτός;

Είναι από το ποίημα «γραφή» της συλλογής «Τα μνήστρα της αβύσσου» (2003): «Αυτήν τη λέξη εγώ την έγραψα ή μήπως μια απορημένη λέξη είμαι κι εγώ που μυστικά την έγραψε ένας άλλος;»

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Ηλίας Κεφάλας γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Μέλιγος Τρικάλων. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα, όπου και έζησε από το 1969 έως το 1992. Σήμερα ζει και πάλι στον γενέθλιο τόπο, καλλιεργώντας την ποίηση και παρακολουθώντας τη φύση να επιμένει στην αέναη ανθοφορία της. Ασκεί λογοτεχνική και εικαστική κριτική, συνεργαζόμενος με περιοδικά λόγου και τέχνης. Σε στήλη του περιοδικού «Ευθύνη» δημοσιεύει κριτικές αποτιμήσεις προσώπων και κειμένων της νεοελληνικής γραμματείας. Σε πολλές εφημερίδες και άλλα περιοδικά παρουσιάζει τις εντυπώσεις του από τα θέματα της σύγχρονης λογοτεχνικής δημιουργίας. Παλαιότερα διακόνησε επισταμένως τη κριτική βιβλίου στα περιοδικά «Τομές», «Νέες Τομές», «Διαβάζω» και «Οδός Πανός», όπου φιλοξενήθηκαν περισσότερα από χίλια κείμενά του. Εξέδωσε συνολικά 25 βιβλία, από τα οποία τα 10 ποιητικά, 4 πεζογραφικά, 5 δοκιμιακά, 5 παιδικά και μία ποιητική ανθολογία. Κάποια ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και πολωνικά.

Πηγή: Τα Μετέωρα

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Βραδιά Ντοστογιέφσκι


Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ήταν το μαγικό βουνό που έκοψε στα δύο τη χώρα της λογοτεχνίας. Ύστερα από αυτόν όλα άλλαξαν: τα πρόσωπα, οι ιστορίες, ακόμα και η ιδέα μας για το μυθιστόρημα.





Το Σάββατο 15 Μαρτίου 2014 στις 8 μ.μ διοργανώνεται στο βιβλιοπωλείο Κηρήθρες μεγάλη βραδιά αφιερωμένη στον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Θα μιλήσει ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης και θα παιχτούν τέσσερα δραματοποιημένα αποσπάσματα, από τους ηθοποιούς Αντονιέλα Χήρα, Βίκυ Ιακωβάκη και Παναγιώτη Ζαχαρόπουλο.

Στο τέλος της εκδήλωσης θα κάνουμε και μια αναφορά στο τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη, Άρια, Ο κόσμος από την αρχή. Ο Δημήτρης Στεφανάκης είναι γνωστός στους περισσότερους Τρικαλινούς αναγνώστες,  από τις Μέρες Αλεξάνδρειας και έχει έρθει αρκετές φορές στην πόλη μας, μιλώντας για διάφορα έργα.


Dostojevskij, Fedor Michajlovic, 1821-1881

Γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1821 στη Μόσχα. Ο πατέρας του, Μιχαήλ Αντρέγεβιτς, ήταν στρατιωτικός γιατρός, Το 1838 γίνεται δεκτός στη Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικών της Πετρούπολης, στην οποία έδωσε εξετάσεις διότι αυτό απαιτούσε ο πατέρας του, και χωρίζεται από τον αδελφό του. Ο Μιχαήλ Αντρέγεβιτς δολοφονείται το 1839 στο κτήμα της οικογένειας, στην επαρχία της Τούλα. Η δολοφονία του πατέρα Ντοστογέφσκι συνταράσσει τον Φιοντόρ. Υπηρέτησε στο στρατό για ένα μικρό χρονικό διάστημα αλλά τον εγκατέλειψε γρήγορα για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Μελέτησε την κοινωνία και τον κόσμο όχι θεωρητικά αλλά στην πράξη. Θέμα των έργων του, η ίδια η ζωή. Είδε από κοντά τις υποβαθμισμένες συνοικίες, γνώρισε τη φτώχεια, τον πόνο, την εξαθλίωση των ταπεινών ανθρώπων και στη συνέχεια μετέφερε τις εικόνες αυτές στα μυθιστορήματα του. Ασχολήθηκε με τον άνθρωπο και την κοινωνία και υπήρξε αγωνιστής και επαναστάτης. Εναντιώθηκε στην πολιτική του Τσάρου Νικολάου του Α΄. Αυτή του η στάση είχε αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για συνωμοσία και να καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Τα χρόνια του εγκλεισμού του στις φυλακές του Όμσκ υπέφερε τρομερά βασανιστήρια και εξευτελισμούς. Το 1857 νυμφεύεται τη Μαρία Ντμιτρίεβνα Ισάεβα, και το 1859, μαζί με τη σύζυγό του, λαμβάνουν την άδεια που τους επιτρέπει να εγκατασταθούν στην Ευρωπαϊκή Ρωσία. Το 1859 εκδίδει στην Πετρούπολη μαζί με τον αδελφό του δύο περιοδικά τα οποία ,όμως, δεν σημείωσαν επιτυχία με αποτέλεσμα ο Ντοστογιέφσκι να βρεθεί καταχρεωμένος. Ο μόνος τρόπος για να συγκεντρώσει χρήματα και να ξεπληρώσει τα χρέη του ήταν η συγγραφή. Άρχισε λοιπόν να γράφει συνέχεια και ακούραστα με αποτέλεσμα να καταφέρει να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχετικά άνετα. Σ’ αυτό το διάστημα έγραψε τα καλύτερα του έργα: "Ο παίχτης", "Οι αδερφοί Καραμαζώφ", "Έγκλημα και Τιμωρία", "Ο Ηλίθιος", "Οι δαιμονισμένοι". Όταν κατάφερε πλέον να ανασάνει από το βάρος των χρεών ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού "Πολίτης" και λίγα χρόνια αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό, "Το Ημερολόγιο ενός συγγραφέα", που σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκδοτικές εμπειρίες σημείωσε τεράστια επιτυχία. Στις 9 Φεβρουαρίου του 1881, ο Φιοντόρ Μιχαΐλοβιτς Ντοστογέφσκι υπέκυπτε σε αγνώστου αιτίας πνευμονική αιμορραγία. Ετάφη στο κοιμητήριο της μονής Αλεξάντερ Νιέφσκι, στην Πετρούπολη. Άλλα έργα του είναι τα μυθιστορήματα: "Ο φτωχόκοσμος", "Λευκές νύχτες", "Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι", "Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων", "Το υπόγειο". Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και η προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.

Δείτε τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι ΕΔΩ

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012

Τον Νοέμβρη του 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μελάνι, η συγγεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Μιχάλη Γκανά. Με αφορμή αυτή την έκδοση, στις 7 Μαρτίου ο ποιητής θα φιλοξενηθεί στο βιβλιοπωλείο Κηρήθρες, σε μια βραδιά αφιερωμένη στο ποιητικό του έργο.




Επτά ποιητικές συλλογές σε διάστημα 34 ετών, από μια ποιητική φωνή ευδιάκριτη και διακεκριμένη που έχει αποσπάσει τον έπαινο και του Δήμου και των Σοφιστών, κατά τον ποιητή και κριτικό Κώστα Κουτσουρέλη.

Ο ίδιος σημειώνει: "Καμιά εκατοστή χρόνια πριν, ο Ούγκο Χόφμαννσταλ, έλεγε ότι ένας δημιουργός δύο πράγματα έχει ανάγκη. Το πρώτο είναι να πείσει τους ομότεχνούς του και τους κριτικούς. Το δεύτερο ν' αγγίξει το ευρύ κοινό.

Ο Μιχάλης Γκανάς από καιρό τα έχει πετύχει και τα δύο. Ενώ διαθέτει γλώσσα δική του απολύτως διακριτή, η τέχνη του δεν έχασε τη ζωτική της επαφή με την κοινή λαλιά, με την κοινή γλώσσα. Διατήρησε την αμεσότητα και την υψηλή συναισθηματική της θερμότητα, παρέμεινε γλώσσα οικεία.

Αν ο Γκανάς σήμερα είναι από τους πιο πολυδιαβασμένους μας ποιητές, αν το έργο του είναι προσφιλές ακόμη και σε ανθρώπους που γενικά δεν διαβάζουν ποίηση ή και την αποφεύγουν συστηματικά, αυτό οφείλεται στους εκφραστικούς του τρόπους, στη στάση του ως πνευματικού ανθρώπου, στον καθολικό χαρακτήρα των θεμάτων του.

Μας θυμίζει έτσι, ότι στις μεγάλες της στιγμές η ελληνική ποίηση ήταν ταυτόχρονα η τέχνη του Εγώ και του Εμείς, του ανθρώπου και του φυσικού κόσμου. Και μας υποδεικνύει έναν δρόμο ώστε αυτή πάλι σήμερα να αφήσει πίσω της την αυτάρεσκη ιδιώτευση των τελευταίων δεκαετιών και να επανέλθει εκεί όπου ανήκει: στη Πολιτεία και στην Αγορά"


Ο Μιχάλης Γκανάς έχει εκδώσει τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές: "Ακάθιστος δείπντος (1978), "Μαύρα λιθάρια" (1980), "Γυάλινα Γιάννενα" (1989), "Παραλογή" (1993), "Τα μικρά" (2000), "Ο ύπνος του καπνιστή" (2003), "Άψινθος" (2012).



Ποιός είναι ο ποιητής

Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου ήρθε για να σπουδάσει νομικά. Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 είναι κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους συνθέτες: Μ. Θεοδωράκης, Ν. Μαμαγκάκης, Ν. Ξυδάκης, Δ. Παπαδημητρίου, Ν. Κυπουργός, G. Bregovic, A. Dinkjian κ.ά.

Μετέφρασε τις "Νεφέλες" του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν και τους "Επτά επί Θήβας" του Αισχύλου για το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πατρών.

Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του "Παραλογή".

Τον Δεκέμβριο του 2011 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.


Το βιβλίο



Τίτλος:Ποιήματα 1978-2012
Συγγραφέας:Γκανάς, Μιχάλης, 1944-
Εκδότης:Μελάνι
Κατηγορία:1. Νεοελληνική ποίηση


  Σελίδες:280

Τιμή :17,00 €






Πρόσκληση
















Βροχή και άλλα κατακρημνίσματα

Βροχή. Ψιχαλιστή ποτιστική δαρτή.
Υετός. Ομηρική βροχή.
Όμβρος. Αρχαία βροχή – καταρρακτώδης.
Βροχή και άλλα κατακρημνίσματα.
Χιών. Χιόνι χιονόνερο. Νιφετός.
Χάλαζα χαλάζι χαλαζόκοκκος.
(Σιούγκραβος στα όρη Τσαμαντά).
Υδατώδη ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα
αναντάμ παπαντάμ.
Προσφάτως τεχνητή βροχή
εσχάτως όξινη βροχή
προσεχώς κατακλυσμός.
Κατά ζεύγη τα ζώα
κατά μόνας τα φυτά
κατά κρημνού οι άνθρωποι – αγεληδόν
Κατά μάνα κατά κύρη άλλωστε.

Τρέχουν τα δάκρυα βροχή.
Βροχή μου. Βροχούλα μουσκεμένη.

   Άψινθος, 2012



Ο ύπνος του καπνιστή, 2003

Γνέθε τα μαλλιά της γνέθε
γύριζε λιγνό μου αδράχτι
δίπλα στο κύμα τ’ αρμυρό
κοντά σε ήσυχο ποτάμι
στον στοιχειωμένο ίσκιο της συκιάς
στον τρούλο μιας βασιλικής βελανιδιάς
στον ίσκιο μιας χρυσής καλαμωτής
στη μυρωδιά βρεγμένης ψάθας
στον ήχο μιας σχισμένης τέντας
στον ίσκιο ενός υπόστεγου
από φτέρη και άνεμο
από τσίγκο και βροχή
από ελενίτ.
Γύριζε λιγνό μου αδράχτι.

Ο ύπνος του καπνιστή, 2003



Έρχονται μέρες που ξεχνάω πώς με λένε
 

Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες
τ’ αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ
θροΐζει με πολλά δρεπάνια
αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.
Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται
αόρατο το χέρι που ξηλώνει
και τρέμω μην κοπεί το νήμα.
Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη
σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες
νιφάδα-χνούδι των βουνών
χαλάζι-φυλλοβόλο
κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό
στην κιβωτό της μήτρας.
Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει
αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.

Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες
στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας.

Παραλογή, 1993




Γυάλινα Γιάννενα

                 στον Χρήστο Μπράβο

Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα
λασπωμένα χιλιόμετρα.
Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα.
Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα.

Στο πρώτο χάνι έφαγε, και κοιμήθηκε
τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι
που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο
κι άκουγε τα κλαρίνα.
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του,
όπως τα ’φερνε ο άνεμος.
Κι άκουσε μετά τη φωνή
πεντακάθαρη, από κάπου κοντά,
σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν
τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε
τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα.
Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε
και γύρισε στο χωριό του.

Στα πενήντα του θα ’τανε
με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες
ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια,
με τη μαύρη κάπα στις πλάτες,
και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες
κανένας δεν το ’μαθε.



Προσωπικό




Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει

μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή

δεν αξίζει τον κόπο.



Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη

κι ας μην είναι όπως παλιά,

δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,

κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.



Επειδή περνάς δύσκολες μέρες

σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς

που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω

τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,

δε θα πει πως δεν έχουμε

μοίρα στον ήλιο, έχουμε

τη δική μας μοίρα.



Επειδή πότε είσαι άνθρωπος

και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας

ψωμάκια μικρά της αποδημίας

κι ελπίζουνε τα παιδιά μας

σε καλύτερες μέρες.



Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι

και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι

για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,

μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,

αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι

δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε

απ’ το άλφα.



Τώρα ξέρουμε πού πονάς

πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,

διακοπή αίματος και κρυώνουν

τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό

να φορτίσει πάλι τα μέλη

με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.



Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς

και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο

για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά

και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη

κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές

και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά

και καμένα, θέλοντας ο καθένας

να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο

και πηγή, κατά τις περιστάσεις

ή και όλα μαζί στην ανάγκη,

δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ

να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,

κι αν είναι να περάσω

μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.


 Ποίημα αφιερωμένο στην γυναίκα του
"Γυάλινα Γιάννενα" Εκδόσεις Καστανιώτη (1989)




Σούρουπο      



Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα

και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής



Τα μάτια σου με τον κίτρινο λίβα,

καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.

Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει

τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.



Ήμερο βράδι

βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,

ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,

σκύλος ή γάτα,

με την τρίχα ορθή

κάτω από τόσους τροχούς.



Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,

μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.

Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια

στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.


Μαύρα λιθάρια, 1980